Ἐν Κωνσταντινουπόλει

Γιώργου Γυπάκη

 

Εφτασε ὁ καιρός. Βρέθηκα στὰ μονοπάτια τοῦ Γένους. Περνάω μέσα ἀπὸ καστροπύλες καὶ ὀφικιάλιους μὲ χρυσὲς πανοπλίες καὶ εἰσέρχομαι στὴν καρδιὰ τοῦ Ρωμαίικου, τὸ Μεγάλο Κάστρο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ Μέση Ὁδὸς καταστόλιστη ἁπλώνεται πέρα ὡς πέρα μὲ ὄμορφα καταστήματα καὶ ἀνθοστόλιστες πλατεῖες μὲ χαρούμενα πρόσωπα, εὐλογημένους ἀνθρώπους, ποὺ σὲ ὅ,τι καὶ ἂν κάνουν δὲν παραλείπουν νὰ σιγοψιθυρίζουν τὴν Εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…». Ρωμηοί ποὺ ἔχουν αἰώνιο σύντροφο καὶ συνοδοιπόρο τὸν Κύριο καὶ Θεό. Οἱ σημαῖες καὶ τὰ λάβαρα τοῦ Γένους σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῆς Μέσης Ὁδοῦ κυματίζουν τὸν Σταυρὸ μὲ τὰ τέσσερα βήτα, τὸ Χριστόγραμμα καὶ τὸ δικέφαλο τῆς Ρωμηοσύνης. Ἀρχαῖα ἡρωικά μνημεῖα δοξασμένων Αὐτοκρατόρων καί ἡρώων, ἐπικὲς ἁψίδες, μεγαλοπρεπεῖς στῆλες καὶ ἀρχαῖα κειμήλια τοῦ Γένους ἐμψυχώνουν καὶ ἐμπνέουν τὴ Ρωμηοσύνη γιὰ νέους ἀγῶνες καὶ νέα ἡρωικὰ ἔπη. Πανέμορφοι Βυζαντινοὶ ναοί, Ἱερὰ δημόσια εἰκονοστάσια, Ἱερὰ Ἁγιάσματα καὶ Ἱερὲς Μονές, θυμίζουν τὸ ποιοὶ εἴμαστε καὶ τί ἀποστολὴ ἔχουμε στὴν Οἰκουμένη.

Κοιτάζω στὸ βάθος τοῦ δρόμου καὶ σκέφτομαι ποῦ καταλήγει ἡ μεγάλη μαρμαρόστρωτη αὐτὴ ὁδὸς καὶ ἀνατριχιάζω ἀπὸ δέος, καθὼς φέρνω στὸν νοῦ μου τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Ἡ γλυκειὰ μελωδία ἀπὸ καμπάνες καὶ σήμαντρα κάπου στὰ βόρεια, πίσω ἀπὸ τὰ μνημειακὰ κτίρια τῆς Μέσης ὁδοῦ, μὲ σπρώχνει νὰ κατευθυνθῶ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Στρίβοντας σὲ ἕναν κάθετο λιθόστρωτο δρόμο κατευθύνομαι βόρεια καὶ, ἀφήνοντας τὴ Μέση, συναντῶ ἀλσύλλια καὶ ἀριστουργηματικὲς κρῆνες, ἀλλὰ καὶ ἀγάλματα τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς.

Ὁ μικρὸς λόφος ποὺ διακρίνω στὸ βάθος εἶναι ἀναμφισβήτητα ὁ τέταρτος τῆς ἑπτάλοφης, αὐτὸς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ὁ μυρωμένος ἀέρας ἀπὸ Πολίτικο θυμίαμα καὶ ἡ κατανυκτικὴ ὑμνολογία στὸ βάθος τοῦ λιθόστρωτου μὲ ὁδηγοῦν στὸν μεγάλο Βυζαντινὸ ναό. Δίπλα μου οἱ ἁψιδωτὲς πύλες τῶν ἀρχοντικῶν μὲ τὰ Ρωμαίικα οἰκόσημα, οἱ ἀναμμένοι δαυλοί, τὰ ὄμορφα παρτέρια καὶ τὰ φωτισμένα παράθυρα μὲ τὸ ζεστὸ σπιτικὸ φῶς μοῦ θυμίζουν ὅτι βρίσκομαι στὴν παλιά μας γειτονιά. Προχωράω σταθερά, καθὼς τὸ λιθόστρωτο ἀνηφορίζει, καὶ περνάω μέσα ἀπὸ ἁψίδες καὶ δημόσια εἰκονοστάσια, καὶ ὁλοένα πλησιάζω στὴν κορφὴ τοῦ λόφου. Πέρα δυτικά, στὴ θρακικὴ πεδιάδα, ὁ κατακόκκινος ἥλιος ποὺ δύει λάμπει πορφύρα καὶ χρυσό. «Μέγας εἶσαι, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου!…», φωνάζω μὲ ἐνθουσιασμὸ νοερά. Πλησιάζω.

Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Ὁδηγήτριας μὲ τὸ προσωνύμιο Καφφατιανή τοῦ 14ου αἰ. ποὺ μετέφεραν ἀπὸ τὸν Καφφὰ οἱ σουργκούνηδες τοὺς ὁποίους μετοίκησε ὁ Πορθητὴς μὲ σκοπὸ τὴν ἐπάνδρωση τῆς ἐρημωμένης μετὰ τὴν Ἄλωση περιοχὴς τῶν ἀσβεστάδικων. Ἡ περιοχὴ θὰ ἀποτελὲσει τὴν κατ΄ἐξοχὴν γραικικὴ συνοικία τοῦ ματαβυζαντινοῦ Γαλατᾶ.

Τὸ λιθόστρωτο ἀνοίγει καὶ τὰ λάβαρα μὲ τοὺς δικέφαλους ἀετοὺς, ποὺ βλέπω νὰ ἀνεμίζουν περήφανα πίσω ἀπὸ τὰ τελευταῖα ἀρχοντικά τοῦ δρόμου, φανερώνουν ὅτι ἔφτασα. Τελευταία στροφὴ πρὶν τὴν κορφὴ τοῦ λόφου, ἡ θέα τοῦ μεγάλου ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μοῦ κόβει τὴν ἀνάσα. Πάνω στοὺς πέντε τρούλους τοῦ μεγάλου ναοῦ ὁ Σταυρὸς ὁ Πανάγιος κυρίαρχος στοὺς αἰθέρες τῆς Βασιλευούσης. «Ἀπόστολοι τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν», ψιθυρίζω μὲ δέος καὶ κάνω τὸν σταυρό μου. Ἡ μελωδία τῶν ὕμνων ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ μὲ συνεπαίρνει. «Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καὶ Παῦλος σὺν Λουκᾷ, Ἀνδρέας καὶ Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σὺν Ματθαίῳ καὶ Σίμωνι, Μάρκος καὶ Ἰάκωβος, καὶ Θωμᾶς ὁ μακάριος, καὶ ηὔγασαν τοὺς πίστει βοῶντας χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται».

Ἕνα χρυσὸ φῶς κεριῶν καὶ πολυελαίων, ποὺ ἀντανακλάει στὰ χρυσὰ ψηφιδωτὰ καὶ στὰ πολύχρωμα μάρμαρα, ξεχύνεται ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα φέρνοντάς με σὲ ἄλλες ἐποχές. Πρὶν εἰσέλθω στὴν κοινὴ χαρά, κοιτάζω ὁλόγυρα τοῦ λόφου τὴν πανοραμικὴ θέα. Ἡ Πόλη τῶν Πόλεων, ἁπλώνεται μὲ μεγαλοπρέπεια καὶ γαλήνη ἀπὸ τὸν Κεράτιο ὡς τὸν Βόσπορο καὶ τὴ θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ, ἀλλὰ καὶ τὴ Θρακικὴ πεδιάδα. «Ἡ δοξασμένη πρωτεύουσα τῆς Οἰκουμένης, τὸ λίκνο τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας!», συλλογίζομαι, καὶ καθὼς τὸ βλέμμα μου χαϊδεύει τοὺς ἀμέτρητους καστρόπυργους, τὰ ψηλὰ καμπαναριά, τὰ παλάτια καὶ τοὺς περικαλλεῖς ναούς, καταλήγει ἐκεῖ ποὺ καταλήγουν ὅλοι οἱ δρόμοι, ἐκεῖ ποὺ καταλήγει καὶ συγκλίνει καὶ ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη.

Στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, στὸν ἐπίγειο οὐρανό, ποὺ σὰν κορόνα τῆς Πόλης λάμπει ὡς τὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης τὴ δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν!