Δέσποινας Ἀντωνιάδου, νηπιαγωγοῦ
Τὸ παιχνίδι εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, μιὰ καὶ εἶναι βασικὸς παράγοντας κοινωνικοποίησης, μέσο ἔκφρασης, ἐπικοινωνίας καὶ διασκέδασης. Μέσα ἀπὸ τὸ παιχνίδι τὸ παιδὶ βιώνει διάφορες καταστάσεις, νιώθει χαρά, ἀγάπη, πόνο, μαθαίνει ν’ ἀντιμετωπίζει δυσκολίες καὶ νὰ τὶς ξεπερνᾶ, κατανοώντας τὴ ζωὴ στὸ σύνολό της. Εἶναι μιὰ αὐθόρμητη συμπεριφορά, ποὺ δὲν ἔχει σαφῆ στόχο οὔτε ἀκολουθεῖ ἀπαραίτητα κάποιο συγκεκριμένο πρότυπο.
Τὸ παιδί, ἐπινοώντας καὶ αὐτοσχεδιάζοντας, μπορεῖ, μέσῳ τοῦ παιχνιδιοῦ, νὰ γνωρίσει τὸν κόσμο. Τὸ παιχνίδι γίνεται γιὰ τὸ ἴδιο τὸ παιχνίδι, γιὰ τὴν εὐχαρίστηση ποὺ προκαλεῖ. Τὰ ὀφέλη του ὅμως εἶναι πάρα πολλὰ καὶ σημαντικά, γιατὶ βοηθᾶ τὸ παιδὶ ν’ ἀναπτυχθεῖ σωστά, σωματικὰ καὶ νοητικά. Ἂν ἕνα παιδὶ στερηθεῖ γιὰ κάποιον λόγο τὸ παιχνίδι, ἡ ἀνάπτυξή του μπορεῖ νὰ μὴν ὁλοκληρωθεῖ φυσιολογικά. Καὶ τὸ ἀτομικὸ ἀλλὰ καὶ τὸ ὁμαδικὸ παιχνίδι εἶναι ἐξ ἴσου σημαντικὰ γιὰ ἕνα παιδί. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἔμφυτης τάσης τοῦ παιδιοῦ καὶ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἀνάπτυξή του, ἀφοῦ τὸ καθένα ἔχει τὰ δικά του ὀφέλη. Μέσα ἀπὸ τὸ ἀτομικὸ παιχνίδι τὸ παιδὶ ἀναγνωρίζει τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν προσωπική του ἀξία. Ἀποκτᾶ ὑπομονή, ἐφευρετικότητα καὶ δημιουργικότητα. Τὸ ὁμαδικὸ παιχνίδι, μὲ τὴ σειρά του, προσφέρει στὸ παιδὶ ψυχικὴ ἐπαφή. Κινητοποιεῖ ὅλες τὶς σωματικὲς καὶ ψυχικές του δυνάμεις, ἀναπτύσσει τὸ θάρρος του, τὴ συντροφικότητά του κι ἔτσι κερδίζει φίλους.
Τὸ περιεχόμενο τῶν παιχνιδιῶν μὲ τὰ ὁποῖα παίζουν τὰ παιδιά, εἴτε ἀτομικὰ εἴτε ὁμαδικά, προβάλλει αὐτὸ ποὺ τὸ παιδὶ διακρίνει στὴ ζωὴ τῶν ἐνηλίκων. Ἔτσι, θὰ παρατηρήσουμε στὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ θέλουν νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὸν χειρισμὸ κάποιων «ἐνηλίκων» ἀντικειμένων, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὸ τηλέφωνο, τὸ τηλεχειριστήριο ἢ τὴν κουζίνα. Τὰ παιδιὰ προσχολικῆς ἡλικίας ἀσχολοῦνται περισσότερο μὲ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Μιμοῦνται πολὺ τὴ μητέρα ποὺ φροντίζει τὸ μωρὸ ἢ τὸν πατέρα ποὺ ὁδηγεῖ. Τὰ μεγαλύτερης ἡλικίας παιδιὰ δίνουν ἔμφαση στὴν τήρηση τῶν κανόνων ποὺ ἀντιστοιχοῦν στοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ στὸν ρόλο τοῦ καθενὸς ἀπ’ αὐτούς.
Ἀρχίζει λοιπὸν τὸ παιχνίδι τῶν ἐπαγγελμάτων ἀλλὰ καὶ τῶν καθημερινῶν ρόλων. Ἡ δασκάλα καὶ ἡ μητέρα εἶναι δύο ἀπ’ αὐτούς. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ παιχνιδιοῦ τὸ παιδὶ μαθαίνει πῶς νὰ «μαθαίνει». Παίζοντας ἀναπτύσσει ὅλες τὶς γνωστικὲς λειτουργίες καὶ ὅλες τὶς πνευματικές του δεξιότητες: τὴ μνήμη, τὴ φαντασία, τὴν κρίση, τὴ σκέψη, ἐνῷ παράλληλα ἐξελίσσει καὶ τὸν λόγο. Τὸ παιχνίδι εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ μιὰ ὑγιῆ καὶ εὐτυχισμένη παιδικὴ ἡλικία, ἀσκεῖ θετικὴ ἐπίδραση στὸ παιδί, ἐνῷ οἱ μεγάλοι ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ παίζουν διακρίνονται συνήθως γιὰ τὴν ἐξυπνάδα καὶ τὴ δημιουργικότητά τους.
Τὸ παιχνίδι εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἀνάπτυξης τοῦ παιδιοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση ἔχει ἀνάγκη νὰ ἐρευνήσει, νὰ δοκιμάσει καινούργια πράγματα, νὰ κινηθεῖ ἐλεύθερο στὴν αὐλή, στὸν δρόμο, στὴν ἀλάνα, νὰ ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φύση. Οἱ γειτονιές, οἱ πλατεῖες, οἱ ἀλάνες ὅμως διαρκῶς χάνονται στὴ σύγχρονη κοινωνία. Τὰ γήπεδα, χῶροι ποὺ προτείνονται ὡς λύση, εἶναι γιὰ ἀθλητισμό, μιὰ ἄλλη ποιότητα ὁμαδικῆς ζωῆς. Καὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ παίζουν ἔξω, τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ πηγαίνει σὲ κάποιο γήπεδο ἢ παιδικὴ χαρὰ ἢ κάποια αὐλή.
Τὸ παραδοσιακὸ ὁμαδικὸ παιχνίδι ὅμως ἦταν προϊὸν τοῦ δρόμου, τῆς γειτονιᾶς, τῆς πλατείας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μ. Μεγακλῆς. Ὁ ἴδιος ἐπισημαίνει καὶ τὴν ἀφομοίωση τῆς λέξης «παιδιά», ποὺ σημαίνει τὸ παίξιμο, ἀπὸ τὴ λέξη παιχνίδι, ποὺ κυρίως σήμαινε τὸ ὄργανο μὲ τὸ ὁποῖο γινόταν τὸ παίξιμο. Καὶ αὐτὸ ἴσως ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς μέρες μας, εἴτε λόγῳ ἔλλειψης χρόνου τῶν παιδιῶν ἀλλὰ καὶ τῶν γονιῶν τους, εἴτε λόγῳ ἔλλειψης ἐλεύθερων χώρων, πολλὰ παιδιὰ παίζουν μόνα τους στὰ διαμερίσματα, μὲ μοναδικὸ συμπαίκτη τὸ παιχνίδι ἀντικείμενο. Τὰ ὁμαδικὰ παραδοσιακὰ παιχνίδια ὅμως ὑπηρετοῦν μεγάλο ἠθικὸ σκοπό: συνηθίζουν τὸ παιδὶ νὰ ὑποτάσσει τὴν ἀτομικότητά του σὲ μιὰ γενικὴ ἐνέργεια. Νὰ μὴν νιώθει ὅτι εἶναι ἄτομο ἀνεξάρτητο ἀλλὰ μέλος ὁμάδας. Νὰ ὑπερασπίζεται ὄχι μονάχα τὴν ἀτομικὴ τιμὴ ἀλλὰ τὴν τιμὴ ὁλόκληρης τῆς ὁμάδας στὴν ὁποία ἀνήκει. Ἔτσι, ἀπὸ σκαλοπάτι σὲ σκαλοπάτι, τὸ παιχνίδι μπορεῖ νὰ τὸ ἀνεβάσει στὶς πιὸ ψηλὲς καὶ ἀφιλοκερδεῖς κορυφὲς δράσης.
Ἡ ἐξερεύνηση τοῦ ἐξωτερικοῦ του περιβάλλοντος συνεχίζει νὰ γίνεται μὲ τὸ ὁμαδικὸ παιχνίδι. Δημιουργοῦνται οἱ πρῶτες σχέσεις τοῦ παιδιοῦ μὲ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ ἡ πρώτη γνωριμία μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἀνακαλύπτει τρόπους γιὰ νὰ ἐπικοινωνεῖ, νὰ ἀποκτᾶ ἐμπειρίες, νὰ καλλιεργεῖται ἠθικά, ἐνῷ παράλληλα γίνεται πιὸ ἀνεξάρτητο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ ὁμαδικὸ παιχνίδι βοηθάει τὸ παιδὶ νὰ διαχειρίζεται τὶς συγκρούσεις, νὰ νιώθει ἄνετα μὲ τὸν περίγυρό του, τοῦ ἐνισχύει τὴν αὐτοεκτίμηση καὶ τοῦ μαθαίνει τὸν ἀμοιβαῖο σεβασμὸ καὶ συμβιβασμό. Παράλληλα, ἔχει καὶ ἕναν τρόπο γιὰ νὰ δώσει διέξοδο στὴν κινητικότητά του, νὰ ἀσκήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ συνειδητοποιήσει τὴ σωματική του δύναμη.
Γιὰ τὰ παιδιὰ τὸ ὁμαδικὸ παιχνίδι εἶναι μιὰ αὐθόρμητη ἐνέργεια, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ εὐχάριστα γι’ αὐτὰ συναισθήματα, ἀποτελεῖ μέσο ἀναψυχῆς καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὁρμὴ πρὸς κίνηση καὶ ζωὴ ἢ γιὰ μίμηση, ποὺ μὲ τὴ συνεργασία τῆς φαντασίας τοῦ δίνει οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Μπορεῖ τὸ παιχνίδι νὰ φαίνεται γιὰ πολλοὺς ἁπλὰ διασκεδαστικό, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς τέλειας παιδαγωγικῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία συντελεῖ στὴν ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας τοῦ παιδιοῦ. Μέσῳ τοῦ παιχνιδιοῦ ἐξυπηρετοῦνται ὅλοι οἱ τομεῖς τῆς ἀνάπτυξης τοῦ παιδιοῦ. Παίζοντας ἕνα παιδὶ ἀναπτύσσει ὅλες τὶς λειτουργίες καὶ τὶς δεξιότητές του, εἴτε αὐτὲς ἀφοροῦν τὸ σῶμα του εἴτε τὸ πνεῦμα του ἢ ἀκόμα καὶ τὸ συναίσθημά του. Ἀκόμη, μὲ τὸ παιχνίδι τὸ παιδί ἀπελευθερώνει τὸν φόβο, τὸν θυμὸ καὶ τὰ ἄγχη του· ἐκφράζεται ἐλεύθερα, μαθαίνει καινούργιες συμπεριφορές, ταυτίζεται μὲ τοὺς ρόλους ποὺ παίζει, ἐκτονώνει τὸ συναίσθημά του. Παράλληλα, συνειδητοποιεῖ πὼς μπορεῖ νὰ ἐλέγχει καταστάσεις, νὰ ἐλέγχει τὴ συμπεριφορὰ προσώπων ἢ ἀντικειμένων, κάτι ποὺ χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ παιχνιδιοῦ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ποτέ.
Τὸ παιχνίδι λειτουργεῖ καὶ ψυχοθεραπευτικὰ γιὰ τὸ παιδί. Ὅταν τὰ παιδιὰ συμμετέχουν σὲ ὁμαδικὰ παιχνίδια, ἀναπτύσσουν σχέσεις φιλίας καὶ συντροφικότητας, δεξιότητες συνεργασίας καὶ ὁμαδικῆς ἐργασίας, ἡγετικὲς ἱκανότητες καὶ ἀλληλεπιδράσεις, αὐτοεκτίμηση καὶ αὐτογνωσία, αὐτοπειθαρχία, ὑπομονὴ κι ἐπιμονή, τὴν αἴσθηση ὅτι ἀνήκουν σὲ μιὰ ὁμάδα, τὴν ἐκτίμηση τῶν διαφορετικῶν ἱκανοτήτων τῶν ἀνθρώπων, σεβασμὸ πρὸς τοὺς συμπαῖκτες ἀντιπάλους. Μὲ τὸ παραδοσιακὸ ὁμαδικὸ παιχνίδι τὰ παιδιὰ μαθαίνουν νὰ εἶναι λιγότερο ἐγωϊστὲς καὶ νὰ σκέφτονται τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μαθαίνουν τόσο νὰ χάνουν, ὅσο καὶ νὰ κερδίζουν, κι ἐπίσης μαθαίνουν νὰ ξεπερνοῦν τὴ συστολή τους ὅταν βρίσκονται σὲ καταστάσεις, ὅπου πρέπει νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ ἄλλους, γίνονται κοινωνικοὶ σὲ διαφορετικὰ περιβάλλοντα. Παρὰ τὸν σημαντικὸ ρόλο ποὺ παίζει τὸ παιχνίδι στὴ ζωὴ κάθε παιδιοῦ, στὴ σημερινὴ ἐποχὴ ὁ ρόλος του τείνει νὰ ὑποβαθμισθεῖ. Οἱ πολλὲς δραστηριότητες τῶν παιδιῶν τοὺς στεροῦν τὸν πολύτιμο ἐλεύθερο χρόνο γιὰ παιχνίδι. Ἀκόμα ὅμως καὶ αὐτὸν τὸν ἐλάχιστο χρόνο τους τὸν διαθέτουν βλέποντας τηλεόραση ἢ μπροστὰ σ’ ἕνα ἠλεκτρονικὸ παιχνίδι.
Ἂς δώσουμε λοιπὸν στὰ παιδιὰ τὴ δυνατότητα νὰ ἱκανοποιήσουν αὐτὴν τὴν ἔμφυτη ἀνάγκη τους, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση τοὺς προσφέρει κι ἄλλα πολλὰ σημαντικὰ ὀφέλη γιὰ τὴν ψυχοσωματική τους ἀνάπτυξη. Ἡ καλύτερη ἐπιβράβευση θὰ εἶναι νὰ δοῦμε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν στὶς αὐλὲς καὶ στὶς γειτονιές τους, ἢ ὅπου ἀλλοῦ μποροῦν, τὰ παιχνίδια ποὺ ἔπαιζαν καὶ οἱ γονεῖς τους. Νὰ τὰ κάνουν καὶ δικά τους παιχνίδια. Ὁ φιλόσοφος Ἀναξαγόρας ζήτησε γιὰ χάρη τὴ μέρα ποὺ θὰ πεθάνει νὰ σχολάσουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὰ μαθήματα καὶ νὰ τ’ ἀφήσουν νὰ παίξουν.
1. Μ.Γ. Μεγακλῆς, «Ἡ Ἑλληνικὴ Λαογραφία 2 Ἤθη καὶ ἔθιμα», Ἀθῆνα 1998
2. Π. Δαράκη, «Ὁμαδικὰ παιχνίδια τῶν παιδιῶν μας», Ἀθῆνα 1980, Gutenberg
3. Γ.Κ. Σαγῶνας, «Παραδοσιακὰ παιχνίδια», Ἀθῆνα 2013, Τὰ Νέα.
4. Σ. Αὐγητίδου, «Τὸ παιχνίδι, σύγχρονες ἐρευνητικὲς καὶ διδακτικὲς προσεγγίσεις», Ἐκδόσεις Τυπωθήτω.