Εἰρήνης Σιώμου
Ἐκπαιδευτικοῦ Α’ Βάθμιας Ἐκπαίδευσης
«Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος ὁ Θεὸς οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ’ αὐτόν», γι’ αὐτὸ καὶ πλάσθηκε ἡ γυναίκα.
Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὒα γιὰ τὴ βοήθεια τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλο, ὥστε νὰ φθάσουν στὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο δημιουργήθηκαν, δηλαδὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, τὴ θέωση. Αὐτὴ ἡ κοινωνία εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπὸς τοῦ γάμου (οἱ σύζυγοι ἔχουν μιὰ πορεία, μιὰ πορεία πρὸς τὰ ἄνω, μιὰ πορεία ποὺ θὰ πρέπει ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ ἀναζωπυρώνεται, γιὰ νὰ ἀποφεύγεται ὁ κίνδυνος προσκολλήσεως στὰ ὑλικὰ ἀγαθά). Ἀξίζει νὰ ὑπογραμμιστεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ Θεὸς a priori δημιούργησε σὲ ὅλα τὰ Δημιουργὴματὰ Του τὸ σχῆμα ἄρρεν καὶ θῆλυ. Αὐτὸ ἔγινε γιὰ λόγους θείας οἰκονομίας, ὥστε νὰ μὴ ματαιωθεῖ ἡ Δημιουργία ἐπειδὴ θὰ ἔμπαινε ὁ θάνατος.
Δ ε ύ τ ε ρ ο ς σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ σωφροσύνη. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μεταπτωτικὸς, ἔρχεται ὁ γάμος γιὰ νὰ κατασιγάσει κάπως τὶς ὁρμὲς τοῦ ἀνθρώπου, νὰ σβήσει τὴν πύρωση τῆς ὁρμῆς. Μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ ἀνθρώπου διαστράφηκαν. Ἡ πιὸ μεγάλη ὅμως διαστροφὴ σημειώθηκε στὸ γενετήσιο ἔνστικτο. Ἡ σωφροσύνη, ὁ δεύτερος σκοπὸς τοῦ γάμου, σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὴν ἀγωγὴ τῶν ἐγγάμων. Ἡ ἁγνότητα, καὶ ὄχι ἡ ἡδονοθηρία καὶ ἡ σαρκικότητα ποὺ εἶναι προϊόντα πλεισμονῆς, καθὼς καὶ ἡ ἀγάπη ἀποτελοῦν τὶς βασικὲς προϋποθέσεις γιὰ ἕναν καθαρὸ ἔγγαμο βίο.
Ἡ ἐγκράτεια εἶναι θέμα ὡριμότητας καὶ πνευματικῆς ἀγωγῆς. Ὁ Rene Biot, Γάλλος γιατρὸς, ἔγραψε ὅτι, ὅταν μέσα στὸν γάμο δὲν ὑπάρχει ἐγκράτεια, τότε ἀπὸ ἰατρικῆς καὶ ψυχολογικῆς πλευρᾶς ὁ ἡδονισμός, αὐτὸ τὸ ἀκράτητο πράγμα, ἀποβαίνει πλέον τὸ σαράκι τοῦ γάμου.
Τρίτος σκοπὸς τοῦ γάμου εἶναι ἡ τεκνογονία, τὸ θαῦμα τῶν γονέων. Ὑπὸ τὸ σχῆμα τοῦ γάμου, ὑπὸ τὸ σχῆμα τοῦ ἄρρενος- θήλεως εἰσέρχεται ἡ ἐπιθυμία. Ἡ ἐπιθυμία μπῆκε στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ λειτουργεῖ ὡς τὸ κυρίαρχο στοιχεῖο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν τεκνοποιία.
Ἡ οἰκογένεια, ἡ κοινωνία τοῦ ἄρρενος-θήλεως, ἀποτελεῖ τὴ «μήτρα» μέσα στὴν ὁποία μεγαλώνουν καὶ ἀναπτύσσονται τὰ παιδιὰ καὶ φυσικὰ τὸ «θερμοκήπιο» μέσῳ τοῦ ὁποίου μεταφυτεύονται λουλούδια στὸν κῆπο τοῦ οὐρανοῦ.
Γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ, λοιπὸν, ἕνα ἐνάρετο, στέρεο καὶ γαλήνιο οἰκοδόμημα, ὅπως εἶναι αὐτὸ τῆς οἰκογένειας, ἀπαιτοῦνται σωστὰ συστατικὰ καὶ φυσικὰ οἱ προϋπάρχουσες προϋποθέσεις γιὰ νὰ ἀποκτηθοῦν. Τὸ πρῶτο, λοιπόν, μέλημα, τὸ πρῶτο ὑλικὸ εἶναι ἡ ἐκλογὴ τοῦ συντρόφου. Καὶ αὐτὸ τὸ θέμα συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν πίστη στὸν Θεό. Πίστη καὶ προσευχή.
«Ὅταν ἔλθη καιρός, γιὰ νὰ κάνεις οἰκογένεια κατέφυγε στὸν Θεὸ» λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. «Δὲν ντρέπεται νὰ γίνει προξενητὴς ὁ Θεὸς» συμπληρώνει. Αὐτὸ ποὺ πρέπει κανεὶς νὰ ἀναζητεῖ εἶναι τὸ ὕψος τῆς ψυχικῆς, ἐσωτερικῆς ὀμορφιᾶς. Αὐτὴ δὲν ἐπιδεικνύεται, δὲν φαίνεται, γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει κανεὶς νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ νὰ τὴν βρεῖ.
Οἱ περισσότεροι ἡμῶν καμαρώνουμε γιὰ τὴν ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ τοῦ συντρόφου μας. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ μιὰ ὀμορφιὰ γνωρίζει, τὴν ὀμορφιὰ τῆς ψυχῆς. Γνωρίζει μόνον μία εὐγενικὴ καταγωγὴ, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ γνώση ἀπὸ ποῦ προήλθαμε καὶ ποῦ θὰ καταλήξουμε.
Ἡ κοινωνία τῶν δύο προσώπων, δύο προσώπων ὅμως ποὺ ἔχουν ταύτιση χαρακτήρων καὶ ὁμόνοια σκέψεως καὶ σκοπῶν τῆς ζωῆς, χρειάζεται ἕνα ἰσχυρὸ κίνητρο, τὸν ἔρωτα (1η ὄψη ἀγάπης). Τὴν ἐσωτερικὴ ἐκείνη παρόρμηση τῆς ἐγκαταλείψεως τῶν πάντων γιὰ τὴν ἀφοσίωση καὶ προσκόλληση σ’ ἕνα πρόσωπο τῆς ἐλεύθερης ἐκλογῆς. Ἕναν ἔρωτα ποὺ δὲν θὰ ἔχει μόνο ἀνθρώπινη, ἀλλὰ καὶ θεία προέλευση, γιὰ μιὰ αἰώνια μονιμότητα.
Γιὰ μία ζωὴ βάθους μέσα στὴ συζυγία χρειάζεται τόσο πολὺ τὸ βίωμα τοῦ ἔρωτα. Χρειάζεται ἡ μεταμόρφωση ποὺ φέρνει στὴ ζωὴ τῶν δύο ἕνας ἀληθινὸς ἔρωτας. Μεταμόρφωση τῶν αἰσθημάτων, τοῦ χαρακτήρα καὶ τῶν σκοπῶν τῆς ζωῆς.
Ἀλλά, πάνω ἀπ’ ὅλα, ὁ ἔρωτας μεταμορφώνει καὶ βαθαίνει τὴ σεξουαλικὴ συμπεριφορά, τῆς ἀφαιρεῖ τὸν ἐνστικτώδη καὶ ζωικὸ χαρακτήρα καὶ διαφυλάσσει τὶς ὑπάρξεις καθαρὲς καὶ ἁγνές.
Ὁ ἔρωτας δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸ βέβηλο καὶ ἀνήθικο· ἀντίθετα, καλλιεργεῖ καὶ πλουτίζει τὸν ἄνθρωπο, γιατί στὴ φύση του ὁ ἔρωτας «δὲν εἶναι ἁπλῶς ἀνθρώπινος, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ σπάρθηκε στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν εἶναι ὁ ἔρωτας κακὸς ἢ παρὰ φύσιν, ἀλλὰ εἶναι μέρος τῆς φύσης τὸν ἀνθρώπου, βαθειὰ φυτευμένος μέσα στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ ὄχι ἀποτέλεσμα πτώσης ἢ ἁπλῶς σαρκικὴ ἐπιθυμία», ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἐάν, ὅμως, ἡ κοινωνία αὐτὴ τῶν δύο ὑπάρξεων συγκροτεῖται μόνο ἀπὸ τὸν ἔρωτα, ἀντιμετωπίζει τὸν κίνδυνο νὰ μείνει ἀτελὴς καὶ σχετικὴ καθὼς ἡ βάση τῆς πρώτης αὐτῆς ἀγάπης εἶναι ἐγωιστικὴ (τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνδρὸς καθρεφτίζεται πάνω στὴ γυναίκα καὶ τὸ ἐγὼ τῆς γυναικὸς καθρεφτίζεται πάνω στὸν ἄνδρα) καὶ κινεῖται πάνω στὸν συναισθηματικὸ ἄξονα, τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας πόλος εἶναι ἡ ἐρωτικὴ ἀγάπη καὶ ὁ ἄλλος εἶναι τὸ μίσος.
Ἔτσι, ἡ πρώτη αὐτὴ ἀγάπη καταλήγει στὴν ἀδιαφορία. Γιὰ νὰ φθάσει στὴν ἰδανικότερη μορφή, χρειάζεται καὶ ἡ ἀγάπη τῶν ψυχῶν (2η ὄψη ἀγάπης). Ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀποτελεῖ χρονικὰ τὸ τρίτο σκαλοπάτι ποὺ ὁδηγεῖ στὸν γάμο.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει ὃτι «πᾶσα ἀγάπη δι’ ἑνώσεως ἔχει τὴν τελείωσιν».
Γιὰ νὰ φθάσουμε ὅμως στὴ δεύτερη αὐτὴ ἀγάπη, πρέπει νὰ συγχωνευθοῦν τὰ δύο ἐγώ, τὸ ἐγὼ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸ ἐγὼ τῆς γυναικός, σ’ ἕνα κοινὸ χωνευτήρι. Μέσα ἀπὸ τὴ συγχώνευση τῶν δύο ἐγώ, μέσα ἀπὸ τὴν ἀμοιβαία παραχώρηση τοῦ ἐγὼ καρποφορεῖ τὸ ἐμεῖς.
Ἡ πραγματικὴ ἀγάπη κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο «οὐ ζηλοῖ… ἡ ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ… ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς».
Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἀγάπη στὸ βάθος ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ δεύτερη αὐτὴ ἀγάπη εἶναι ἀγάπη ψυχῶν (κάθε ἄτομο εἶναι μία terra incognita, μία ἄγνωστη γῆ, μία ἄγνωστη χώρα. Σὲ μία ἄγνωστη χώρα, σὲ μία ἄγνωστη γῆ ψάχνουν νὰ βροῦν τοὺς ἑαυτοὺς τους μέσα ἀπὸ τὴν ἐξερεύνηση τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τῶν δύο συζύγων).
Ὅταν λοιπὸν οἱ δύο σύζυγοι ξεκινοῦν χέρι μὲ χέρι τὴν πνευματικὴ ζωὴ, τότε καρπὸς αὐτοῦ τοῦ ξεκινήματός τους θὰ εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη.
Τέλος, ἡ κοινὴ πνευματικὴ ζωὴ καὶ φυσικὰ ἡ ὕπαρξη κοινοῦ πνευματικοῦ Πατέρα ἀποτελεῖ ἴσως τὸ ἰσχυρότερο θεμέλιο γιὰ μία ἁρμονικὴ οἰκογένεια.
Ὁ κοινὸς πνευματικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ θὰ πάρει τοὺς δύο ἀνθρώπους καὶ ὅπως ὁ ξυλουργὸς μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη ἐργασία του κάνει δύο ξύλα νὰ ἐφάπτουν τέλεια μεταξύ τους ἔτσι καὶ ὁ πνευματικὸς ὁμοίως θὰ ἐργαστεῖ μὲ τοὺς χαρακτῆρες τῶν δύο προσώπων, ὥστε νὰ ἁρμόσουν καὶ νὰ συμπορευθοῦν ἁρμονικά.
Ὁ γάμος εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἕνωσης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Χρειάζονται ὅμως στὸν γάμο ψυχὲς ἀγωνιστικές, σκέψη καθαρὴ σὰν τὸ διαμάντι, μεγάλη ὑπομονή, ἀνοχὴ καὶ ταπείνωση, μὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν ἄνωθεν βοήθεια.
Μέσα στὸν γάμο γίνεται μιὰ βαθιὰ μεταμόρφωση «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μία».
Μὲ τὸ γάμο κάτι πεθαίνει καὶ κάτι νέο γεννιέται.
Οἱ δύο σύντροφοι δὲν χάνουν τὴν ἰδιαιτερότητά τους ἀλλὰ γίνονται ἕνα πρόσωπο, τὸ συζυγικὸ πρόσωπο. Τὸ μυστήριο τοῦ γάμου εἶναι πηγὴ μιᾶς εἰδικῆς ἐσωτερικῆς χάριτος ποὺ τελειοποιεῖ τὴ φυσικὴ ἀγάπη, ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀδιάλυτη ἑνότητα καὶ ἐξαγιάζει τοὺς συζύγους.
«Ὁ γάμος εἶναι ἕνα δέντρο, ποὺ οἱ καρποὶ του φανερώνονται στὴ γῆ, ἀλλὰ οἱ ρίζες του βρίσκονται στὸν οὐρανὸ».