Κώστα Δ. Κονταξῆ
ἐπίκ. καθηγητῆ Λαογραφίας Πανεπιστ. Δυτ. Μακεδονίας
….Ἐμεῖς τὴ λέμε τὴ ζωὴ τὴν πιάνουμε ἀπ᾿ τὰ χέρια
Κοιτάζουμε τὰ μάτια της ποὺ μᾶς ξανακοιτάζουν
Κι ἄν εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς μεθάει μαγνήτης, τὸ γνωρίζουμε
Κι ἄν εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς πονάει κακό, τό ᾿χουμε νιώσει
Ἐμεῖς τὴ λέμε τὴ ζωὴ πηγαίνουμε μπροστὰ
Καὶ χαιρετοῦμε τὰ πουλιά της ποὺ μισεύουνε
Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ οἰκογένεια
Ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, μὲ τὴν σπάνια εὐαισθησία ποὺ διέθετε καὶ μὲ τὴ βαθειὰ γνώση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει, εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν, ἐκφραστὴς τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας ὁ ποιητὴς ποὺ μὲ τρόπο ἀπαράμιλλο ἀποτύπωσε στὸ ἔργο τοῦ ἑλληνισμοῦ. «Εἴμαστε ἀπὸ καλὴ γενιά». Εἶναι ἕνας στίχος ἐνθαρρυντικός, σὲ καιροὺς δύσκολους, ποὺ θυμίζει τὴν ἀντοχὴ ἑνὸς λαοῦ, ὁ ὁποῖος, πολλὲς φορὲς στὴν ἱστορία του, δοκιμάστηκε, θυσιάστηκε, ἀλλὰ κράτησε.
Τά κύρια στοιχεῖα τῆς ταυτότητας ἑνὸς λαοῦ εἶναι ὅτι καινούργιο ζεῖ, τὸ ζωντανὸ παρὸν ποὺ ἡ γενεσιουργική του αἰτία βρίσκεται στὶς ἱστορικὲς ἐξελίξεις, στὴν παράδοση. «Ἡ παράδοση εἶναι ἀναμονὴ καὶ ὑπόσχεση ἑνὸς καλύτερου μέλλοντος», εἶπε ὁ Χέγκελ. Δὲν εἶναι παρελθόν, ἀλλὰ ἕνα παντοτινὸ παρόν, δυναμικὴ προβολὴ τῶν ἐπιτευγμάτων τοῦ χτὲς στὴν «ὀθόνη» τοῦ σήμερα. Δὲν εἶναι ἀνάμνηση, ἀλλὰ ζωντανὴ οὐσία, ὑλικό, δηλαδή, μὲ τὸ ὁποῖο χτίζεται τὸ πολιτισμικὸ οἰκοδόμημα καὶ στὸ παρόν καὶ στὸ μέλλον: γιατί πολιτισμὸς σημαίνει συνέχεια καὶ τὴ συνέχεια αὐτὴ ἐκφράζει ἡ παράδοση, ἡ συμπύκνωση τῆς ἐμπειρίας ἑνὸς Ἔθνους σὲ ὅλους τοὺς κύριους τομεῖς τῆς δράσης.
Στὴ Δύση, ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους διαμορφώνεται μὲ τὴν ἄνοδο τῶν ἀστικῶν στρωμάτων, ἀπὸ τὸν 10ο καὶ τὸν 11ο, ἤδη αἰῶνα. Τὰ ἀστικὰ στρώματα ὑπερβαίνουν, ἀπὸ τότε, τὴν «ὑπερεθνικὴ» φαιουδαρχική πολυδιασπαστή καὶ συλλαμβάνουν τὴν ἐθνο-κρατικὴ ἑνότητα καὶ ὀντότητα ὡς ὀργανικὴ ἐνσωμάτωση κοινῶν συμφερόντων, ἱστορικῶν παραδόσεων καὶ πολιτισμικῶν χαρακτηριστικῶν. Ἡ Ἀναγέννηση καὶ ὁ Διαφωτισμός, κατὰ τὸ Βασίλη Φίλια, δὲν θὰ εἶχαν ὑπάρξει, ἂν δὲν εἶχε πραγματοποιηθεῖ τὸ τεράστιο αὐτὸ ἱστορικὸ βῆμα, ἡ γέννηση, δηλαδὴ, τοῦ Ἔθνους – Κράτους. «Ἑπομένως, ἡ ἔννοια τοῦ Ἔθνους δὲν συνδέεται μόνο μὲ πολέμους καὶ συγκρούσεις, ὅπως ὑπαινίσσονται οἱ σύγχρονοι παραποιητὲς τῆς ἱστορίας, σημειώνει, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συνειδητοποίηση καθοριστικῶν στοιχείων ταύτισης ὑλικῶν, ψυχικοῦ καὶ πνευματικοῦ χαρακτῆρα, σὲ συλλογικὸ καὶ ἀτομικὸ ἐπίπεδο. Ὄχι ὅτι αὐτὰ τὰ στοιχεῖα δὲν προϋπῆρχαν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν συνειδητοποιηθεῖ ὥστε νὰ λειτουργήσουν ὡς ἐνεργὸς μοχλὸς καὶ κινητήρια δύναμη τῆς ἱστορίας». Ὁπωσδήποτε ἡ ἰδέα τοῦ Ἔθνους συνέτεινε πολλὲς φορὲς στὴν ἀνάπτυξη ἀνταγωνιστικῶν ἐθνικισμῶν καὶ στὴ λογικὴ τοῦ «πᾶς μὴ Ἕλλην βάρβαρος», λογικὴ ποὺ ξεπερνᾶ, κατὰ πολύ, τὰ ὅρια τοῦ «ἐμεῖς», ὅρο ποὺ εἶναι σύμφυτος μὲ τήν ἔννοια τοῦ Ἔθνους. Ὅμως, στὴν ὕπαρξη διαδικασίας ἀλληλοκατανόησης ἀνάμεσα στὰ Ἔθνη, ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀμοιβαιότητα, ἡ ὁποία φυσικά, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ὅταν ἡ μία πλευρὰ διώκει καὶ ἀπειλεῖ ἢ περιπίπτει σὲ ἀνιστόρητους παραλογισμούς σκοπιανῆς «ραφῆς».
Τὴν ταυτότητα τὴν ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων τὴν ἀποτελοῦν ὁρισμένα κύρια χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα, τὰ ὁποῖα ἐξακολουθοῦν νὰ ζοῦν, συνειδητὰ ἢ ὑποσυνείδητα καὶ ἐξασφαλίζουν κάποια πολιτισμικὴ συνέχεια. Ἡ πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ – ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κατάκτηση ὑπῆρξε ἀδιάκοπη καὶ ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ ἡ ἀντίληψη τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας καὶ ἰδιαιτερότητας ἦταν διάχυτη σὲ ὅλα τὰ στρώματα τοῦ λαοῦ – ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ ὅλα τὰ γραπτὰ κείμενα: τὴν ὀρθόδοξη λατρεία, τά ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, τὴ λαϊκὴ μοῦσα, τὶς λαϊκὲς πολιτισμικὲς παραδόσεις ὅλων τῶν κατηγοριῶν σὲ ὅλη τὴ διαδρομὴ τοῦ χρόνου, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὣς σήμερα.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα τὸ ὑπέρτατο αὐτὸ πολιτισμικὸ στοιχεῖο δὲν ἔγινε ποτὲ νεκρή, ὅπως, γιὰ παράδειγμα ἡ λατινική, παρὰ τὶς ὁποῖες μεταλλαγὲς ποὺ ὑπέστη, ὅπως συμβαίνει μὲ κάθε ζωντανὴ γλῶσσα. Δὲν ἔλλειψε ποτὲ ἀπὸ τὰ στόματα τῶν Ἑλλήνων, ἀπὸ τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν, πόνεσαν καὶ πέθαναν σ᾿ αὐτὴ τὴ λωρίδα τῆς γῆς. «Ἡ γλῶσσα εἶναι ἡ πατρίδα μου», λέγει κάπου ὁ Καζαντζάκης. Καὶ ὁ Ἐλύτης δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφράσει τὴ διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικότητας καὶ κατὰ συνέπεια, καὶ τὴ γονιμότητα τῆς παράδοσής μας, ἂν δὲν ἦταν ἐγκρατὴς γνώστης καὶ δημιουργικὸς χρήστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Μιλᾶ γι᾿ αὐτὴ μὲ μοναδικὸ πάθος, γεμίζοντας μὲ ἐνθουσιασμὸ τὴν ψυχὴ κάθε Ἕλληνα, ἀλλὰ καὶ φορτώνοντας τὴ συνείδησή του μὲ εὐθύνη: Τὴ γλῶσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνικὴ Τὸ σπίτι φτωχικὸ στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου … Μοναχὴ ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιὲς τοῦ Ὁμήρου… Μοναχὴ ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα – πρῶτα Δόξα Σοι…. Μοναχὴ ἔγνοια ἡ γλῶσσα μου, μὲ τὰ πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου… Ἡ ἐθνικὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων, ἡ συνείδηση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας δὲν εἶναι προϊόν τοῦ ρομαντισμοῦ τοῦ 19ου αἰῶνα, ὅπως κάποιοι σύγχρονοι ἱστορικοὶ ἰσχυρίζονται. Εἶναι μετεξέλιξη ὀργανικὴ μιᾶς νοηματικῆς σύλληψης καὶ συνειδητοποίησης, ποὺ οἱ ρίζες τους ἀνάγονται σὲ ἱστορικὰ καὶ πολιτισμικά δεδομένα ποὺ ξεπερνοῦν, κατὰ πολύ, τὰ ὅρια τοῦ ἀστικοῦ μετασχηματισμοῦ, ὅπως συνέβη στὴ Δύση. Ἡ Λαογραφία, ἐπιστήμη ποὺ ἀντικείμενο μελέτης ἔχει τὸ λαϊκὸ πολιτισμό, ξεκίνησε ὡς ἐθνικὴ ἐπιστήμη, καὶ συνεχίζει νὰ ἔχει τὸν ἴδιο χαρακτῆρα, μακριὰ ἀπὸ ἐθνικισμοὺς καὶ ἐθνοκεντρισμούς, ποὺ τῆς ἔχουν ἀποδοθεῖ κατὰ καιροὺς.
Ἡ Λαογραφία, ποὺ θεωρούμενη, κατὰ καιρούς, σοβινιστικὴ ἐπιστήμη, μπορεῖ, μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο της, νὰ δειχθεῖ, ἐντελῶς ἀντίθετα, πὼς εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἢ καθολικὰ ἀνθρωπιστικὴ ἐπιστήμη, ἀφοῦ, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ἐθνολογίας ἀνακαλύπτει καὶ ἀποκαλύπτει τὶς κοινὲς ρίζες τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀπώτατη, τὴν ἔσχατη ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Διερευνῶντας λοιπόν, τὴν πολιτισμικὴ ταυτότητα, ἡ Λαογραφία μπορεῖ νὰ ἀνιχνεύσει τὶς περιπτώσεις τεχνητῆς ἐπιβολῆς ἢ σχηματισμοῦ ἐθνικῶν ταυτοτήτων γιὰ σκοποὺς πολιτικοὺς ἢ ἄλλους. Μπορεῖ, ἀκόμη, νά ἰσχυροποιήσει τοὺς δεσμοὺς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ παρελθὸν καὶ μὲ τὴν ἑνότητα ὅπου ἀνήκει, διαδικασία ποὺ στὴ βάση της ὅπως εἰπώθηκε, ἑνώνει καὶ δὲν χωρίζει τοὺς λαούς, ἀφοῦ ἡ διαπίστωση καὶ ἡ γνώση τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ ἄλλου οδηγεί στὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀποδοχή του. Ἔτσι, ἡ Λαογρφία μπορεῖ νὰ συμβάλλει ὄχι μόνο στὴν αὐτογνωσία, μὲ τὴν μελέτη τῶν παραδοσιακῶν κοινωνιῶν καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τους, ἀλλὰ καὶ στὴν ἑτερογνωσία καί, μέσα ἀπὸ αὐτὴ στὴ συμβίωση τῶν λαῶν, ἀφοῦ μέσῳ ἑνοποίησης δὲν εἶναι ἡ οὐσιαστικά, ἀνέφικτη διαγραφὴ τῆς ἱστορικῆς μνήμης καὶ τῆς πολιτισμικῆς ἰδιαιτερότητας, ἀλλὰ ἡ γνώση καὶ ὁ σεβασμός της.
Ἡ Λαογραφία, διερευνῶντας τὴν ταυτότητα τῶν κοινωνιῶν, διερευνᾶ καὶ τὴν ταυτότητα τῶν ἀτόμων, προσφέροντας στὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας ἕνα εἶδος πυξίδας γιὰ νὰ προσδιορίσει τὴν ὕπαρξή του στὸν χῶρο καὶ στὸν χρόνο, μὲ τὸ αἴσθημα ἀσφάλειας καὶ θαλπωρῆς, πού, συνήθως, γεννᾶ ἡ συναίσθηση τῆς συμμετοχῆς σὲ μία κοινότητα. Ἀποτελεῖ, ἔτσι, καὶ ἕνα εἶδος ἀπάντησης στὴν ὑπαρξιακὴ μοναξιὰ τῶν καιρῶν μας, ἀφοῦ καλλιεργεῖ δεσμοὺς ἀνάμεσα σὲ ἐθνότητες, λαούς, πληθυσμιακές ὁμάδες καὶ ἄτομα, ποὺ βασίζονται στὴν κοινὴ ἢ συγγενικὴ πολιτισμικὴ κληρονομιά. Μέσα ἀπὸ τὴ συλλογικὴ ζωή τοῦ παραδοσιακοῦ λαϊκοῦ πολιτισμοῦ ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀποκτᾶ νόημα στὴ συναρμογή της μὲ τοὺς συνανθρώπους, ἡ ἀπομόνωση παύει νὰ ὑφίσταται, ἡ ζωὴ ἀποκτᾶ μία ξεχωριστὴ ὑπόσταση, ποὺ προσδιορίζεται ἀπὸ τὶς παραδοσιακὲς ἀξίες καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς παραδοσιακῆς κοινότητας. Σήμερα, βρίσκεται σὲ ἐξέλιξη τὸ πολιτικὸ καὶ πολιτισμικὸ φαινόμενο ποὺ ὀνομάζουμε παγκοσμιοποίηση. Τὸ φαινόμενο αὐτό, ὅπως κι ἂν τὸ δοῦμε, σημαίνει τὴ σταδιακὴ ἄμβλυνση καὶ χαλάρωση τῶν ἐθνικῶν πολιτισμῶν.
Ἡ παγκοσμιοποίηση ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἐξατομίκευσης τῶν μελῶν ποὺ ἀπαρτίζουν κάθε ὁμάδα: κοινωνική, ἐθνικὴ, πολιτισμικὴ, γιατί μόνο ἡ ἑνωμένη συσπειρωμένη ὁμάδα μπορεῖ νὰ δρᾶ καὶ νὰ ἀντιδρᾶ ἀποτελεσματικά. Ἀπέναντι σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα-πρόβλημα, ὁ ρόλος τῆς Λαογραφίας ἀντικειμενικὰ ἐνισχύεται, ἀφοῦ, ὅπως ἀναφέρθηκε, στὸ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων της εἶναι ὁ ἐθνικὸς-λαϊκὸς πολιτισμός, ἄσχετα πρὸς ἐθνικιστικὲς καὶ ρατσιστικὲς ροπὲς, γιατὶ ἡ Λαογραφία, ἀναπτύσσοντας καὶ μία δραστηριότητα διεθνικῆς συγκριτικῆς ἔρευνας, διαπιστώνει στὸ παρελθὸν καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ διαπιστώνει πολλὲς ὁμοιότητες ἀνάμεσα σὲ λαούς. Ἡ εὐθύνη, ὅμως, τοῦ καθένα μας ἔχει πάντα τὸ ἴδιο βάρος, ὅποιες κι ἂν εἶναι οἱ ἱστορικὲς περιστάσεις, ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὴν ἑλληνικότητά μας, νὰ ποῦμε ΝΑΙ στὸν ἑαυτό μας καὶ ΟΧΙ στὴν ἀλλοτρίωση τῆς ψυχῆς μας. Ποτὲ τὸ παρὸν δὲν ἦταν τόσο φευγαλέο ὅσο εἶναι σήμερα, ποτὲ τὸ αὔριο τόσο ἄγνωστο. Ἔτσι ἡ εὐθύνη γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ταυτότητάς μας -τοῦ καθενός μας ὡς ἀτομικῆς ταυτότητας καὶ ὅλων μας ὡς ἐθνικῆς εἶναι, ἴσως, πολὺ βαρύτερη ἀπὸ τὴν εὐθύνη τῶν Ἑλλήνων σὲ ὁποιαδήποτε παλαιότερη ἐποχή. Μέσα, λοιπόν, σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τοῦ αὔριο, τοῦ αὔριο ποὺ ἑτοιμάζεται, ἔχουμε χρέος νὰ κρατήσουμε τὴν ἐθνική μας ταυτότητα. Ὄχι γιατί πρέπει νὰ εἴμαστε ὑπερήφανοι, γιατί εἴμαστε μοναδικοὶ στὸν κόσμο, ἀλλὰ γιατί ἔχουμε τὴν ὑποχρέωση καὶ τὸ δικαίωμα νὰ μείνουμε αὐτοὶ ποὺ εἴμαστε. Καὶ ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ ὑπηρετήσουμε καλύτερα καὶ τοὺς ἄλλους, καλύτερα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅποιος δὲν ὑπηρετεῖ τὸ Ἔθνος, τὸν πολιτισμό του, τὴν ἱστορία του, αὐτὸς δὲν ὑπηρετεῖ οὔτε τὴν ἀνθρωπότητα.