Ἑλένης Ε. Κούκου
Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ὅταν τὸ 1776 γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας τὰ Ἑπτάνησα ἦταν ἀκόμα ὑπὸ τὴν κατοχὴ τῆς Βενετικῆς Δημοκρατίας. Ἡ σταδιακὴ ἀπόσπαση τῶν Ἰονίων νήσων ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἀπὸ διάφορους ξένους ἡγεμονίσκους εἶχε ἀρχίσει ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 11ου αἰ. καὶ κράτησε ὣς τὸ 1797 ὅποτε κατέλαβαν τὰ Ἑπτάνησα οἱ Γάλλοι. Κατὰ τὸ μακρὸ αὐτὸ χρονικὸ διάστημα τῶν 400 περίπου χρόνων οἱ δυνάστες εἶχαν ἐπιβάλει στὰ νησιὰ ὡς ἐπίσημη γλώσσα τὴ Βενετσιάνικη διάλεκτο. Ὅλες οἱ δημόσιες ὑπηρεσίες συνέτασσαν τὰ ἔγγραφά τους σὲ αὐτὴ τὴ διάλεκτο καὶ ὅλες οἱ ἐπίσημες συζητήσεις μεταξὺ διοικητικῶν, στρατιωτικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀρχῶν μὲ τοὺς τοπικοὺς παράγοντες διεξάγονταν σὲ αὐτὴ τὴ γλώσσα.
Μέχρι τὸ τέλος τῆς βενετικῆς κυριαρχίας στὰ νησιὰ δὲν λειτουργοῦσαν σχολεῖα κατώτερης, μέσης καὶ ἀνώτερης παιδείας. Ὁ Κερκυραῖος λόγιος Μάριος Πιέρης γράφει χαρακτηριστικὰ ὅτι, ὅταν ἔφθασε στὴν Padova γιὰ πανεπιστημιακὲς σπουδές, ἡ μέχρι τότε ἐκπαίδευσή του στὴν πατρίδα του ἦταν πολὺ πτωχή «…μέτρια γνώση τῆς γαλλικῆς…σχετικὴ γνώση τῆς ἰταλικῆς, ὅση μποροῦσε νὰ ἀποκτήσει ἕνας νεαρὸς Κερκυραῖος Βενετὸς ὑπήκοος, ποὺ δὲν εἶχε σπουδάσει συστηματικὰ μὲ ἀνεπαρκῆ γνώση ὅρων καὶ λατινικῶν γνώσεων μὲ λίγη γραμματικὴ καὶ διάβασμα χωρὶς σύστημα ἀπὸ βιβλία κάθε εἴδους». Καὶ ὁ ἐπίσης Κερκυραῖος λόγιος Ἀρλιώτης γράφει: «…μόλις δὲ τὸ ἕκτο ἔτος συνεπλήρωσα εἰσήχθην εἴς τινα μοναστήριον ἔνθα ἐδιδάχθην κακῶς μὲν νὰ ἀναγιγνώσκω, ἔτι δὲ χεῖρον νὰ γράφω, διότι ταῦτα μόνον χάριτι θεία ἠμᾶς ἀπομένουσι…».
Τὰ παιδιὰ τῶν πλουσίων κατοίκων ἔπαιρναν σχετικὴ μόρφωση ἀπὸ ἰδιωτικοὺς δασκάλους καὶ ὅσοι νέοι εἶχαν ἔφεση γιὰ σπουδὲς φοιτοῦσαν στὰ Ἰταλικὰ κυρίως Πανεπιστήμια καὶ κατὰ προτίμηση στὸ περίφημο τότε Πανεπιστήμιο τῆς Padova.
Τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα τὰ παιδιὰ τῶν λαϊκῶν τάξεων- δηλαδὴ ἡ συντριπτικὴ πλειονότης τοῦ πληθυσμοῦ τῶν νησιῶν- τὴν μάθαιναν ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους ἀνάλογα μὲ τὶς μικρὲς δυνατότητές τους. Τὰ παιδιὰ τῶν πλουσίων εἶχαν πρόσθετες εὐκαιρίες μὲ τοὺς ἰδιωτικοὺς δασκάλους. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἐκπαιδευτικὴ κατάσταση στὰ Ἑπτάνησα ὣς τὸ 1797, ὅπως ἄλλωστε καὶ στὶς ἄλλες δυτικοευρωπαϊκὲς χῶρες ὣς τὸν 18ο αἰώνα.
Μετὰ τὴν κατάλυση τῆς Γαληνότατης Ἑνετικῆς Δημοκρατίας ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα οἱ Γάλλοι κατέλαβαν τὸ 1797 καὶ τὰ Ἰόνια νησιά. Ἡ πρώτη αὐτὴ γαλλοκρατία ποὺ κράτησε μονάχα 20 μῆνες εἶχε πολλὰ ἀρνητικὰ καὶ δυσμενῆ ἀποτελέσματα γιὰ τοὺς κατοίκους. Εἶχε ὅμως καὶ μερικὰ θετικά· ἔφεραν τὸ πρῶτο τυπογραφεῖο ὅπου ἐπανεκδόθηκε καὶ ὁ «Θούριος» τοῦ Ρήγα, ἵδρυσαν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη καὶ 400 τόμους ποὺ ἀποτέλεσε καὶ τὴ βάση τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας, ὅταν ἀργότερα ἱδρύθηκε ἐπέτρεψαν τὴ λειτουργία δημοσίων καὶ ἐθνικῶν σχολείων καὶ πέτυχαν τὴν ἀφύπνιση τῆς ἀστικῆς τάξης.
Τὸν ἴδιο ἀκριβῶς χρόνο ἔπειτα ἀπὸ λαμπρὲς σπουδὲς στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Padova σὲ ἡλικία μόλις 21 ἐτῶν ἐπέστρεψε στὴν Κέρκυρα καὶ ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ἕκτο παιδὶ τοῦ κόμητος Ἀντωνίου Καποδίστρια, διακεκριμένου δικηγόρου τοῦ νησιοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ οἰκογένεια ἦταν ἀπὸ τὶς παλαιότερες ἐγγεγραμμένες στὴν περίφημη «Χρυσὴ βίβλο» τῶν εὐγενῶν τὸ 1689.
Μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὶς 21 Μαρτίου 1800 μεταξὺ Ρωσίας καὶ Τουρκίας ἱδρύθηκε τὸ πρῶτο μετὰ τὴν ἅλωση τοῦ 1453 ἑλληνικὸ ἡμιαυτόνομο κράτος ἡ Πολιτεία τῶν Ἑπτὰ Ἡνωμένων Νήσων καὶ συντάχθηκε τὸ πρῶτο Σύνταγμα, τὸ Βυζαντινό, ὅπως ὀνομάσθηκε. Ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ τοῦ Συντάγματος ἀνατέθηκε ἀπὸ τὴν Ἰόνιο Γερουσία στὸν νεαρὸ γιατρὸ Ἰωάννη Καποδίστρια. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ἀνάμειξή του στὰ κοινὰ ποὺ σφράγισε ὅμως ὁριστικὰ τὴ μετέπειτα πορεία τῆς ζωῆς του. Τὴν 1 Ἀπριλίου τοῦ 1803 ἡ Γερούσια, ἐκτιμώντας τὶς μεγάλες διοικητικὲς ἱκανότητες, τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του καὶ τὸ σπάνιο ἦθος του, καθὼς καὶ τὴν πολύτιμη συμβολὴ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν δύσκολων καταστάσεων ποὺ συγκλόνιζαν τὰ Ἰόνια νησιὰ τὸν ἐξέλεξε ὁμόφωνα Γενικὸ Γραμματέα τοῦ Ἑπτανησιακοῦ κράτους μὲ πολὺ διευρυμένες δικαιδοσίες. Ἡ ἐκλογὴ αὐτὴ ἀποτέλεσε τελεσίδικο ὁρόσημο γιὰ τὸ ξεκίνημα τῶν νέων μέχρι τὸν θάνατο ἀγώνων του. Ἐγκατέλειψε γιὰ πάντα τὸ ἰατρικὸ λειτούργημα καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ὀργάνωση τοῦ πρώτου καὶ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους καὶ στὴ σωστὴ ἀντιμετώπιση τῶν πολλῶν καὶ δύσκολων προβλημάτων του ποὺ ἀναπόφευκτα εἶχαν συσσωρευτεῖ ἐξαιτίας τῆς μακραίωνης ξενοκρατίας.
Πρώτη ἐνέργεια τῆς νέας Γερουσίας ἦταν ἡ σύνταξη νέου συντάγματος εἰς ἀντικατάσταση τοῦ Βυζαντινοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ἐφαρμογὴ στάθηκε ἀνέφικτη καὶ εἶχε δημιουργήσει σοβαρὲς ἀναταραχὲς στὰ νησιά, ἐπειδὴ δὲν παραχωροῦσε κανένα δικαίωμα στὸν ἑπτανησιακὸ λαὸ καὶ κατωχύρωνε μὲ ἀντιδημοκρατικὸ τρόπο τὰ προνόμια τῶν εὐγενῶν στοὺς ὁποίους καὶ καταχωροῦσε ὅλα τὰ δικαιώματα, ὅπως ἐπὶ Ἐνετοκρατίας. Πρόεδρος τῆς νομοτελιστικῆς ἐπιτροπῆς γιὰ τὸ νέο σύνταγμα ὁρίστικε ὁ Καποδίστριας.
Στὶς 5 Δεκεμβρίου 1803 οἱ ἀντιπρόσωποι ὅλων τῶν νησιῶν σὲ εἰδικὴ συνέλευση ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν ἔκθεση τῆς νομοπαρασκευαστικῆς ἐπιτροπῆς σὲ χρόνο ρεκόρ· σὲ ἔξι μονάχα ὧρες ψήφισαν ὁμόφωνα τὸ νέο καταστατικὸ χάρτη τῆς Δημοκρατίας ποὺ εἶχε 212 ἄρθρα. Ἐκτὸς ὅλων τῶν ἄλλων θετικῶν καὶ δημοκρατικῶν προοδευτικῶν ἄρθρων του ὁ τρίτος τίτλος ποὺ ἀναφέρονταν στὴ νομοθετικὴ ἐξουσία σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ ὑπὸ ἐξέταση θέμα. Τὸ νομοθετικὸ σῶμα ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἐξουσιῶν περιλάμβανε στὶς δικαιοδοσίες του τὴν ἵδρυση καὶ ἀνάπτυξη τῆς δημοσίου ἐκπαιδεύσεως. Σὲ ὅλα τὰ νησιά του λειτουργοῦσαν σχολεῖα κατώτερης ἐκπαίδευσης καὶ ἕνα ἐθνικὸ γυμνάσιο ὑψηλοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου μὲ συντονισμένο καὶ καλὰ μελετημένο πρόγραμμα, ὥστε σὲ σύντομο, κατὰ τὸ δυνατόν, χρονικὸ διάστημα νὰ πληρωθεῖ τὸ χάσμα τῆς ἀνύπαρκτης μόρφωσης τῶν παιδιῶν καὶ τῶν νέων της Ἑπτανήσου.
Ὁ Καποδίστριας ἔδωσε ἰδιαίτερη σημασία στὴ σύνταξη τοῦ τελευταίου ἄρθρου τοῦ Συντάγματος, τοῦ ἀκροτελευταίου 212. Μὲ αὐτὸ κατοχύρωσε συνταγματικὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὄχι μονάχα στὴ στοιχειώδη καὶ μέση παιδεία ἀλλὰ –τὸ καὶ σπουδαιότερο- σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς διοικήσεως τοῦ κράτους . Ὅριζε ἕνα χρονικὸ περιθώριο 6-7 ἐτῶν γιὰ τὴ σωστὴ σπουδὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ ὅλους τους ἐνεργεία κρατικοὺς ὑπαλλήλους καὶ καθόριζε ὅτι ἀπὸ τὸ 1810 κανένας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ διορισθεῖ σὲ ὁποιαδήποτε κρατικὴ θέση, ἂν δὲν γνώριζε ἄριστα τὴ γραπτὴ καὶ προφορικὴ ἑλληνικὴ ἐθνικὴ δημοτικὴ γλώσσα σὲ ὅλες τὶς δημόσιες ὑπηρεσίες θὰ ἦταν ἀπὸ τὸ 1820 μὲ αὐστηρὲς ποινὲς σὲ ὅποιον συνέτασσε ἔγγραφο δημόσιο στὴ βενετσιάνικη διάλεκτο. Στὸ 1810 ἐπίσης θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ὁλοκληρωθεῖ καὶ ἡ ὁμοιομορφία στοὺς νόμους καὶ στοὺς κανονισμοὺς τῆς δημοσίου ἐκπαιδεύσεως.
Ὁ Καποδίστριας δὲν σταμάτησε ἕως ἐκεῖ. Ἀνάμεσα στὶς πολλὲς καὶ ὑπεύθυνες ἁρμοδιότητες ποὺ εἶχε ἀναλάβει ἡ Γερουσία τοῦ ἀνέθεσε καὶ τὸν πιὸ δύσκολο καὶ νευραλγικὸ τομέα σύμφωνα μὲ τὰ ἄρθρα τοῦ Συντάγματος 73 καὶ 113, τὰ ὁποῖα κατοχύρωναν τὴν ἀναγκαία λειτουργία τῶν σχολείων. Ἡ ἐκπαίδευση καὶ ἡ σωστὴ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἀποτελοῦσαν τὸν ἰσόβιο καημὸ τοῦ Καποδίστρια, ἕναν ἀπὸ τοὺς κυριότερους στόχους τῆς ζωῆς του, ἀντικείμενο τῶν πιὸ σκληρῶν ἀγώνων του καὶ τῶν πιὸ ὡραίων ὀνείρων, ὅπως ἔλεγε.
Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ἵδρυσε 40 δημοτικὰ σχολεῖα στὰ ἑπτὰ νησιὰ γιὰ τὴν ἐκπαίδευση τῶν νέων ὅλων τῶν κοινωνικῶν τάξεων…γιὰ νὰ διαδώσουν τὰ φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ διὰ τῆς καλλιέργειας τῆς παιδείας καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ ὁποία μόνη θὰ ἀποδώσει λειτουργοὺς ἄξιους τῶν προσδοκιῶν τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Πολιτείας, ὅπως ἔγραφε σὲ σχετικὴ ἐγκύκλιο τοῦ τῆς 24 Ἀπριλίου 1803.
Στὶς 14 Ἰουνίου τοῦ ἴδιου χρόνου ὑπέβαλε στὴ Γερουσία εἰσηγητικὴ ἔκθεση γιὰ τὴν ἵδρυση Σχολῆς ἐπιμορφώσεως τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων ὅλων τῶν κρατικῶν ὑπηρεσιῶν καὶ ὑπογράμμιζε τὰ ὀφέλη ποὺ θὰ προέκυπταν γιὰ τὴν καλύτερη καὶ ἀποδοτικότερη λειτουργία τοῦ κράτους . Ἡ Σχολὴ ἐπιμορφώσεως τῶν ὑπαλλήλων θὰ εἶχε τέσσερα τμήματα καὶ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὸ σπουδαιότερο θὰ ἦταν τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Γιὰ νὰ δώσει δὲ μεγαλύτερη ἔμφαση στὴ σημασία τῆς Σχολῆς αὐτῆς προσφέρθηκε νὰ διδάξει καὶ ὁ ἴδιος στοὺς σπουδαστὲς Στοιχεῖα Φιλοσοφίας. Σὲ περίπτωση ποὺ κάποιοι κληρικοὶ ἢ δημόσιοι ὑπάλληλοι «κληθέντες νὰ ἐκπαιδευθῶσι καὶ ἀρνηθῶσι τοῦτο παύονται». Εἰδικὰ γιὰ τοὺς κληρικοὺς ἦταν ἰδιαίτερα αὐστηρός: «ὅλοι οἱ νέοι οἱ προοριζόμενοι διὰ τὸ ἱερατικὸν στάδιον.. ἐὰν δὲν ἐγγραφῶσι καὶ δὲν παρακολουθήσωσι τὰ μαθάματα δὲν χειροτονῶνται. Ὑπεύθυνοι θὰ εἶναι οἱ ἀρχιεπίσκοποι καὶ οἱ τοποτηρηταί των».
Τὸ 1807 μετὰ τὴν συνθήκη τοῦ Τιλσὶτ μεταξὺ Ρωσίας καὶ Γαλλίας οἱ Γάλλοι κατέλαβαν γιὰ δεύτερη φορὰ τὰ Ἑπτάνησα. Ὁ Καποδίστριας βαθύτατα πικραμένος ἀπὸ τὴν νέα ὑποδούλωση τῆς πατρίδας του ἀποδέχθηκε εὐχαρίστως τὴν ἀναπάντεχη πρόσκληση τοῦ πανίσχυρου τσάρου τῆς Ρωσίας ὅπως ὑπηρετήσει στὸ ἐκεῖ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν. Πίστευε, ὅπως ὅλοι οἱ Ἕλληνες ὅτι ὁ μόνος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βοηθήσει τὴν Ἑλλάδα στὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὴν Τουρκικὴ βαναυσότητα ἦταν ὁ πανίσχυρος Ρῶσος αὐτοκράτορας.
Ὁ Καποδίστριας ἔφθασε στὴν Πετρούπολη τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1809 καὶ παρέμεινε στὸ ἐκεῖ Ὑπουργεῖο τῶν Ἐξωτερικῶν μέχρι τὸ 1811 ὅποτε διορίστηκε στὴ Ρωσικὴ Πρεσβεία τῆς Βιέννης. Στὸ διάστημα αὐτὸ καὶ παράλληλα μὲ τὶς διπλωματικὲς ὑποχρεώσεις του συνεχίζει τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν μόρφωση τῶν Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς – στὴ Ρωσία ὑπῆρχαν ἀκμαῖες ἑλληνικὲς κοινότητες – μὲ τὴν ἵδρυση κοινοτικῶν σχολείων γιὰ τὴ διαφύλαξη καὶ ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης. Σώζονται ἀρκετὲς ἐπιστολὲς τοῦ Καποδίστρια – αὐτοῦ του χρονικοῦ διαστήματος- γραμμένες ὅλες στὴν ἑλληνικὴ μὲ κύριο θέμα τὴ μόρφωση τῶν Ἑλλήνων καὶ τὴ διατήρηση τῆς «πατρικῆς γλώσσής» τους.
Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἕλληνα μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας στὸ Βουκουρέστι στὶς 20 Φεβρουαρίου 1811 τοῦ ζητεῖ νὰ σταματήσει ἡ ἀλληλογραφία τους στὴ γαλλικὴ γλώσσα καὶ τὸν παρακαλεῖ ὅπως προστάξει ὡς νομοθέτης πατριωτικοῦ νόμου «ὅστις Γραικὸς πρὸς Γραικὸ γράφει εἰς διάλεκτον ἀλλογενῶν νὰ κηρύττεται ἀλλογενής». Μέμφεται τὸν ἑαυτό του γιατί καὶ ὁ ἴδιος δὲν γνώριζε τὸ βάθος τῆς πατρικῆς γλώσσης. «Ὁ τρίβολος τῆς συνειδήσεως ἐλέγχει καὶ παιδεύει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ πνεῦμα μου» ἔγραφε, καὶ γιὰ αὐτὸ ἔκανε συνέχεια μαθήματα γιὰ νὰ τελειοποιήσει τὴ γνώση της. Ὁ Ἰγνάτιος τὸν πληροφόρησε ὅτι εἶχε ἀναδιοργανώσει στὸ Βουκουρέστι τὸ Ἑλληνικὸ Λύκειο καὶ ὅτι ἵδρυσε στὴν ἴδια πόλη τὴ Φιλολογικὴ Ἀκαδημία «ἐκ πεπαιδευμένων ἀνδρῶν…διὰ νὰ καλλιεργήσουν τὴν νεωτέραν ἑλληνικὴν γλώσσαν ἀναβιβάζοντες αὐτὴν κατὰ μικρὸν πλησίον της μητρὸς αὐτῆς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας». Ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἤδη εἶχε συντάξει ἔκθεση γιὰ τὸ ἔργο τῆς Φιλολογικῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βουκουρεστίου τὴν ὁποία ἀπηύθυνε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξανδρο προκειμένου νὰ βοηθήσει οἰκονομικὰ τὸ μορφωτικὸ ἔργο της πρὸς ὄφελος τῶν Ἑλλήνων, ὅπως καὶ ἔγινε.
Σὲ ἄλλες του δὲ ἐπιστολὲς σὲ ἐπιφανεῖς Ἕλληνες καὶ πρὸς τὸν Ἰγνάτιο τοὺς πληροφοροῦσε ὅτι συνέγραψε «πονημάτιον περὶ δημοσίου παιδείας» ὅπου ἀνέλυε τὴν ἐπείγουσα ἀνάγκη τῆς μορφώσεως των ἀνὰ τὸν κόσμον Ἑλλήνων τῆς διασπορᾶς καὶ τὸ ἐθνικὸ χρέος γιὰ τὴ διατήρηση τῆς γλώσσας τους. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1811 ὁ Καποδίστριας διορίστηκε ἀπὸ τὸν Τσάρο στὴ ρωσικὴ πρεσβεία τῆς Βιέννης ὅποτε ὡς ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς Φιλολογικῆς Ἑταιρείας – εἶχε ἐκλεγεῖ τὸν Μάϊο τοῦ 1811- φρόντισε καὶ προσωπικὰ γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ ἔργου της καὶ τὴ διάδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.
Τὸ 1813-1814 ὁ Τσάρος Ἀλέξανδρος ἀναγνωρίζοντας τὶς σπάνιες διπλωματικὲς ἱκανότητές του τοῦ ἀνέθεσε ἕνα ἀπὸ τὰ δυσκολώτερα εὐρωπαϊκὰ προβλήματα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς: Τὴν ἀπόσπαση τῆς Ἐλβετίας ἀπὸ τὴν γαλλικὴ ἐπιρροή, τὴν ἐνοποίηση τοῦ ἑλβετικοῦ κράτους καὶ τὴν παραχώρηση Συντάγματος. Ὁ Καποδίστριας ὡς ἐπίσημος πληρεξούσιος του Ἀλεξάνδρου ὁλοκλήρωσε τὴ δύσκολη ἀποστολή του μὲ τὸν πιὸ ἐπιτυχῆ τρόπο. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς μακρᾶς παραμονῆς του στὴν Ἐλβετία γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸ μεγάλο ἐκπαιδευτικὸ ἔργο τοῦ Pestalozzi καὶ τοῦ Fellemberg καὶ ἀποφάσισε νὰ στείλει μὲ δικά του χρήματα Ἑλληνόπαιδες γιὰ νὰ ἐκπαιδεύονται στὰ ἐκεῖ περίφημα ἐκπαιδευτήρια. Σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολές του πρὸς τὸν Fellemberg, ὅταν τοῦ ἔστελνε κάποιον μαθητή, τοῦ ἐπεσήμαινε κατηγορηματικὰ ὅτι τὰ Ἑλληνόπουλα ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ διατηρήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Καὶ γι’ αὐτὸ φρόντισε, μὲ τὴ χορηγία τοῦ Τσάρου, νὰ κτιστεῖ στὴ μεγάλη ἔκταση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συγκροτήματος τοῦ Fellemberg, ὀρθόδοξος ναὸς- παρὰ τὶς ἔντονες ἀντιδράσεις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ὥστε ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας νὰ φροντίζει γιὰ τὴ θρησκευτικὴ ἀγωγὴ τῶν Ἑλλήνων μαθητῶν καὶ ὁ ἕλληνας δάσκαλος γιὰ τὴν τελειοποίηση τῶν παιδιῶν στὴ μητρικὴ γλώσσα.
Τὸ 1814-1815, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Συνεδρίου τῆς Βιέννης, ἵδρυσε ἐκεῖ τὴν περίφημη Φιλόμουσο Ἑταιρεία, μὲ σκοπὸ τὴ συλλογὴ χρημάτων ἀπὸ τοὺς πλούσιους Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς καὶ τοὺς Φιλέλληνες, προκειμένου νὰ μετακαλοῦν ἀπὸ τὴν σκλαβωμένη Ἑλλάδα νέους ποὺ νὰ σπουδάζουν στὰ ξένα Πανεπιστήμια ἀνάλογα μὲ τὴν κλίση τους. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ μορφωμένοι νέοι, ποὺ κάλυπταν ὅλες τὶς ἐπιστῆμες, θὰ ἐπάνδρωναν τὶς κρατικὲς ὑπηρεσίες μόλις θὰ ἀπελευθερωνόταν ἡ Ἑλλάδα καὶ θὰ δημιουργεῖτο τὸ πρῶτο ἐλεύθερο ἑλληνικὸ κράτος. Γνώριζε σὲ βάθος ὅτι ἡ ἔλλειψη ἐπιστημόνων καὶ τεχνικῶν θὰ δυσχέραινε πολὺ τὴν ἀνασυγκρότηση καὶ τὴν ἀποκατάστασή του σὲ ἔννομο καὶ σωστὰ θεμελιωμένο κράτος, ἔπειτα ἀπὸ τὴν μακραίωνη βάρβαρη τουρκικὴ δουλεία. Καὶ γιὰ αὐτὸ ἀγωνιζόταν νὰ δημιουργήσει τὸ ἀπαραίτητο μορφωμένο δυναμικὸ σὲ ὅλους τους κλάδους. Πίστευε, ὅπως ἔγραφε σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἰωάννη Βαρβάκη, στὶς 19 Ἰουλίου 1820, ὅτι ἡ βελτίωσις τῆς κοινῆς Πατρίδος, τῆς Ἑλλάδος- ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἔργου τῆς καλῆς ἐκπαιδεύσεως τῶν τέκνων της…καλῆς ὑπὸ τὴν ἠθικὴν καὶ χριστιανικὴν ἔννοιαν, καλῆς ἐπίσης καὶ ὑπὸ τὴν φιλολογικὴν καὶ γλωσσικὴν ἔννοιαν.
Ὁ Coethe, ὁποῖος ἐγνώριζε καὶ θαύμαζε τὸν Καποδίστρια γιὰ τὴν εὐστροφία τοῦ πνεύματός του, τὴν εὐγένεια τοῦ χαρακτῆρος του καὶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ γιὰ τοὺς Ἑλληνοπαῖδες, ἀναφέρει στὸ Ἡμερολόγιό του ὅτι σημαντικὸς ἀριθμὸς νέων Ἑλλήνων σπούδαζαν τὸ 1817 στὰ Πανεπιστήμια τῆς Ἰένας, τῆς Γοττίγγης καὶ τῆς Λειψίας μὲ ὑποτροφίες τοῦ Καποδίστρια καὶ τῆς Φιλομούσου Ἑταιρείας. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ νεαροὶ Ἕλληνες ἐπιδροῦσαν ἐπάνω του- ὅπως γράφει- κατὰ ἐντελῶς ἰδιάζοντα τρόπο καὶ τοὺς ἐπαινεῖ γιὰ τὸν ζωηρὸ πόθον τῆς παιδείας….τὸ ὁποῖον ἐπιθυμοῦσαν νὰ χρησιμοποιήσουν πρὸς ὠφέλειαν, διαφώτιση καὶ σωτηρία τῆς Πατρίδας τους.
Σώζονται πλῆθος ἐπιστολῶν τοῦ Καποδίστρια πρὸς τοὺς πλούσιους Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς καὶ τοὺς παρακινοῦσε «ὅπως ὅλοι οἱ φέροντες τὸ Ἑλληνικὸν ὄνομα γίνωσι ἄξιοί της λαμπρῆς ταύτης ὀνομασίας καὶ συνδράμουν (18α) εἰς τὸ σωτήριον τοῦτο ἔργον τῆς διαδόσεως τῆς παιδείας, ποὺ ἔπρεπε πάντοτε νὰ βασίζεται στὴν καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης».
Τὸ 1815 συνέταξε τὸ περίφημο ὑπόμνημα περὶ τῆς ἐκπαιδεύσεως ἐν ταῖς Ἰονίοις Νήσοις, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ὕμνο γιὰ τὴν ἀξία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, καὶ τὸ ἐπέδωσε στὸν Ἀγγλο ὑπουργὸ τῶν Ἐξωτερικῶν Castlereagh, προκειμένου νὰ τὸ ἐφαρμόσουν στὰ Ἑπτάνησα, τὰ ὁποῖα δυστυχῶς διατελοῦσαν ὑπὸ τὴν ἀγγλικὴ προστασία . Ἕνα ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ἔγραφε- γιὰ νὰ γίνει ἐφαρμόσιμο καὶ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ τῶν Ἑπτανήσων ὀφείλει νὰ «ἐπαναφέρει εἰς τὴν πατρώαν γῆν τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰ γράμματα καὶ ἐπειδιώκει…». Ὅπως ἀνυψώσει τὸ Ἰόνιον Ἔθνος εἰς βαθμὸν πολιτισμοῦ ἀναλόγου πρὸς τὸν ὑψηλὸν προορισμό του. Πρότεινε δὲ νὰ ἱδρυθεῖ ἀνώτατη σχολὴ δημοσίας ἐκπαιδεύσεως, ἕν εἶδος Πανεπιστημίου μὲ ἕδρα τὴν Ἰθάκη.
Τὸ σοφὸ πράγματι αὐτὸ ὑπόμνημα ἀπερρίφθη μωροσόφως ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους τότε, ὅπως ὁ ἴδιος γράφει. Τὸ μεγαλεπήβολο ὅμως σχέδιο του πραγματοποιήθηκε λίγο ἀργότερα μὲ τὴ συνεργασία τοῦ ἀληθινοῦ φιλέλληνα Ἄγγλου λόρδου Guilford, μὲ τὴν ἵδρυση τῆς περίφημης Ἰονίου Ἀκαδημίας.
Ὣς τὸ 1822, ποὺ παρέμεινε στὴν ἐνεργὸ ὑπηρεσία τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐξωτερικῶν καὶ ἀπὸ τὸ 1822 ὡς τὸ 1827 ποὺ παρέμεινε στὴ Γενεύη διατηρώντας τυπικὰ τὸν τίτλο του, ἀγωνιζόταν μὲ ὅλους τους τρόπους νὰ κινητοποιεῖ τὶς ἑλληνικὲς κοινότητες τῆς διασπορᾶς νὰ ἱδρύσουν σχολεῖα γιὰ τὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν τους, νὰ καλλιεργοῦν καὶ νὰ ὁμιλοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ νὰ διατηροῦν ἄσβεστη τὴν ὀρθόδοξη πίστη τους.
Ὅταν στὶς 8 Ἰανουαρίου τοῦ 1828 ἔφτασε στὸ «ἀπέραντον ἐρείπιον» τῆς κατεστραμμένης ἀπὸ τὴν τουρκικὴ βία Ἑλλάδος, ὡς κυβερνήτης τοῦ μικροῦ ἀνοργάνωτου ἑλληνικοῦ κράτους, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους βασικοὺς ἀγῶνες του ἦταν ἡ εὐρύτατη καλλιέργεια τῆς παιδείας χάριν τῶν παιδιῶν τῆς ρημαγμένης Πατρίδας του, τῶν παιδιῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν γιὰ αὐτὸν «τὸ ροδοχρουν ὄνειρον τῆς Ἑλλάδος».