
ΑΒΡΑΑΜ Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Στην χορεία των Αγίων Αναργύρων ιατρών, ανήκει και ο Άγιος Παντελεήμων. Πρόκειται για έναν από τους Μεγαλομάρτυρες της Πίστεώς μας. Από τον 2ο μ.Χ. αιώνα οι Χριστιανοί είχαν ορίσει και γιόρταζαν ως ημέρα μνήμης των Μαρτύρων, την ημέρα του μαρτυρίου τους, η οποία ονομαζόταν, κατά τον Άγιο Πολύκαρπο, «γενέθλιος» ημέρα. Κατ’ αυτήν, γινόταν σύναξη των Χριστιανών στον τόπο του μαρτυρίου ή στον τάφο του Μάρτυρος, όπου συνήθως κτιζόταν και ναός στο όνομά του.
Ο Άγιος Παντελεήμων ήκμασε στα χρόνια του βασιλέως Μαξιμιανού, τέλη 3ου με αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα. Καταγόταν από την πόλη της Νικομήδειας. Ο πατέρας του λεγόταν Ευστόργιος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης, η δε μητέρα του ονομαζόταν Ευβούλη και ήταν χριστιανή. Οι γονείς του ήταν ένα από τα πλούσια αντρόγυνα της «εξεχούσης πόλεως», καθόσον ο άντρας ήταν μέλος της Συγκλήτου, επομένως και μόρφωση είχε και δύναμη και την εύνοια του αυτοκράτορα. Ο Άγιος μέχρι και πριν το μακάριο μαρτυρικό τέλος της επίγειας ζωής του λεγόταν Παντολέων. Όπως ήταν φυσικό, η μεν μητέρα του από πολύ ενωρίς έσπειρε στην εύπλαστη ψυχή και στο νου του παιδιού της τα σπέρματα της χριστιανικής Πίστης και ζωής, ο δε πατέρας προσπάθησε να του εμφυτεύσει τη λατρεία των ειδώλων. Καθώς αποδείχθηκε όμως, τα σπέρματα εκείνης καρποφόρησαν, παρόλο ότι ο Κύριος την κάλεσε στους ουρανούς πρόωρα και ο Παντολέων έμεινε ορφανός από μητέρα, σε μικρή σχετικά ηλικία.
Οι γονείς του, ως ευκατάστατοι, μερίμνησαν έγκαιρα για την εγκύκλια μόρφωση του μικρού Παντολέοντα. Ύστερα ο πατέρας του, προκειμένου να μάθει την ιατρική τέχνη, τον έδωσε σε ένα θαυμαστό ιατρό του καιρού εκείνου, τον Ευφρόσυνο, που ήταν ο πιο διακεκριμένος γιατρός της Νικομήδειας και προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα. Ο Άγιος ήταν ωραίος στην όψη, γλυκός στην ομιλία, ταπεινός και όλος γεμάτος με αρετή. Όπως ήταν επόμενο, προσείλκυσε την προσοχή και του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο οποίος, βλέποντας τα σπάνια προσόντα του νεαρού Παντολέοντα, υπέδειξε στον Ευφρόσυνο να του διδάξει πάσα την ιατρική, να τον κάνει τέλειο ιατρό, προκειμένου αργότερα να τον προσλάβει ως γιατρό εις τα βασίλεια.
Στην αυγή του 4ου αιώνα, ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε σφοδρό διωγμό εναντίον του Χριστιανισμού. Στη Νικομήδεια, έδρα της διοίκησής του, ο διωγμός άρχισε το 303 μ.Χ. και κράτησε μέχρι το 305 μ.Χ., ήταν δε πολύ σκληρός. Οι Χριστιανοί στερούνταν τα πολιτικά τους δικαιώματα –αν και Ρωμαίοι πολίτες–, συλλαμβάνονταν, εξορίζονταν ή φυλακίζονταν, βασανίζονταν φρικτά, οδηγούνταν στον μαρτυρικό θάνατο στην περίπτωση που δεν αρνούνταν την πίστη τους στο Χριστό και δεν θυσίαζαν στα είδωλα.
Τον καιρό εκείνο βρισκόταν στη Νικομήδεια ο ιερέας Ερμόλαος. Ήταν κρυμμένος σε ένα σπίτι με άλλους χριστιανούς για τον φόβο του βασιλιά. Κρύβονταν όχι από δειλία, αλλά γιατί έπρεπε να διασωθούν και κάποιοι κληρικοί, ώστε να συνεχίσουν το αγιαστικό τους έργο, αφού ασφαλώς και η κρύπτη του δεν θα είχε παύσει και στην περίοδο του διωγμού να αποτελεί το κέντρο της χριστιανικής κατήχησης, της εξομολόγησης, της στήριξης και της ενθάρρυνσης των καταπιεζόμενων Χριστιανών. Ο ιερέας Άγιος Ερμόλαος είχε υπόψη του τα σχετικά με τον ταλαντούχο νέο γιατρό. Του είχε κάνει εντύπωση η σεμνότητά του και η αγάπη προς τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους του. Έτσι όταν μια μέρα έτυχε εκείνος να περνάει έξω από το σπίτι στο οποίο κρυβόταν, χωρίς να διστάσει, κινούμενος από θεία έμπνευση, έστειλε και προσκάλεσε τον Παντολέοντα να επισκεφθεί όσους κρύβονταν μαζί με τον ίδιο στην οικία εκείνη. Ο νεαρός γιατρός χωρίς δισταγμό, μπήκε στο σπίτι όπου κρύβονταν οι τρεις Ιερείς, Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης. Τα γεμάτα αγάπη και χριστιανική σοφία λόγια του Ερμόλαου δεν άργησαν να ηχήσουν λυτρωτικά στην καρδιά του Παντολέοντα. Τόσο στην πρώτη αυτή φορά, όσο και κατά τις επισκέψεις που ακολούθησαν, ο Ερμόλαος κατήχησε τον Παντολέοντα στη χριστιανική Πίστη. Κάποια μέρα ενώ διερχόταν ένα δρόμο, βρήκε ένα παιδί που το δάγκωσε ένα φίδι και κείτονταν νεκρό. Τότε προσευχήθηκε λέγοντας: «Εάν ο Χριστός αναστήσει το παιδί και θανατωθεί το φίδι, άλλη απόδειξη δεν ζητώ σε όσα ο τίμιος γέροντας με δίδαξε, αλλά αμέσως γίνομαι χριστιανός». Ω του θαύματος! Την ίδια στιγμή αναστήθηκε το παιδί και το φίδι κόπηκε στα δύο. Ο Παντολέων ζήτησε το θείο Βάπτισμα και ο Ερμόλαος, αφού άκουσε από το στόμα του την ομολογία Πίστεως, προχώρησε στη βάπτισή του. Έμεινε δε μαζί με τον άγιο γέροντά του επτά ημέρες. Και ενώ η βάπτισή του κρατήθηκε για ένα διάστημα μυστική από τους εθνικούς, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα του, ο Άγιος Παντελεήμων φλεγόταν από τον ιερό πόθο να γίνει και για τους άλλους διδάσκαλος της ορθοδόξου πίστεως.
Πρώτιστα ενδιαφέρθηκε για τον πατέρα του Ευστόργιο. Σκέφτηκε να συντρίψει τα είδωλα που ήταν στο σπίτι τους, αλλά για να μην λυπήσει τον πατέρα του δεν το έκανε. Μόνο έλεγε: «Καλύτερα να τον πείσω με λόγους να πιστέψει στον Χριστό και τότε ο ίδιος θα θελήσει μόνος του να καταστρέψει τα είδωλα». Ο Θεός άκουσε την δέηση του Αγίου και οικονόμησε και έφερε τον Ευστόργιο στην θεογνωσία. Φέρανε κάποτε ένα τυφλό στο σπίτι τους. Ο τυφλός ζητούσε να θεραπευτεί από τον Άγιο και να βρει το φως του. Μάλιστα είπε ότι ξόδεψε πολλά χρήματα σε γιατρούς και δεν κατάφερε τίποτε. Πήγε και στον ξακουστό Ευφρόσυνο αλλά δεν πέτυχε το ποθούμενο. Τότε ο Άγιος του είπε: «Επειδή στους γιατρούς ξόδεψες όλο το βιο σου και όφελος δεν σου έκαναν, εάν σε θεραπεύσω τι θα μου δώσεις»; Ο τυφλός αποκρίθηκε: «Ότι έμεινε από την περιουσία μου μετά χαράς και προθυμίας θα σου χαρίσω». Ο Άγιος του αποκρίθηκε: «Ο αληθινός Θεός θα θεραπεύσει τους οφθαλμούς σου, τον δε μισθό της ιατρείας που μου υποσχέθηκες θα τον μοιράσεις στους φτωχούς». Μάταια ο πατέρας του τον συμβούλευε να μην προχωρήσει στο έργο αυτό που υπερβαίνει την δύναμή του και ντροπιαστεί έτσι. Ο Άγιος του είπε: «Πρόσεχε πατέρα να πιστωθείς οφθαλμοφανώς την αλήθεια». Έτσι είπε και άπλωσε το δεξί του χέρι κάνοντας το σημείο του Σταυρού στους οφθαλμούς του τυφλού, αφού επικαλέστηκε το όνομα του γλυκύτατου Ιησού Χριστού. Αμέσως άνοιξαν τα μάτια του τυφλού, όχι μόνο δε τα σωματικά, αλλά και τα ψυχικά γιατί ήταν ειδωλολάτρης και έγινε χριστιανός. Τότε πίστεψε και ο πατέρας του που αμέσως βαπτίστηκε δοξάζοντας τον Θεό. Όταν δε επέστρεψε στο σπίτι του, μόνος συνέτριψε όλα τα είδωλα και σε λίγο καιρό με μετάνοια ανήλθε προς τον Κύριο.
Μετά την κοίμηση του πατέρα του, ο Άγιος Παντελεήμων έμεινε κληρονόμος μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας. Όμως χωρίς δισταγμό προχώρησε αμέσως σε μία σειρά από ενέργειες: Απελευθέρωσε τους δούλους που είχε ο πατέρας του, αφού τους χάρισε ένα μέρος της περιουσίας του, η οποία είχε αποκτηθεί χάρη και στη δική τους εργασία, προκειμένου να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Τα δε υπόλοιπα τα μοίρασε στα χέρια των φτωχών, δηλαδή σε γέροντες, χήρες, ορφανά, αρρώστους, εγκαταλελειμμένους. Ώσπου βρέθηκε ο ίδιος εκουσίως φτωχός από υλικά αγαθά, πλούσιος όμως από αισθήματα αγάπης και φιλανθρωπίας προς τους πάσχοντες, τα οποία έδειξε απλόχερα ως ανάργυρος ιατρός στην κοινωνία της Νικομήδειας.
Πρόσφερε τις ιατρικές του γνώσεις και υπηρεσίες κυρίως στους φτωχούς και τους ανήμπορους, χωρίς καμία αμοιβή. Το μόνο που ζητούσε από τους θεραπευμένους ήταν να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό για να σωθούν αιώνια. Επιβραβεύοντας ο Θεός την όλη βιοτή, τη φιλάνθρωπη και ανάργυρη δράση του Αγίου Παντελεήμονα, τον προίκισε με τη χάρη να ενεργεί διάφορα θαύματα, που έγιναν σταδιακά γνωστά στη Νικομήδεια, προκαλώντας το θαυμασμό των απλών ανθρώπων και την οργή των ειδωλολατρών. Η χωρίς αμοιβή άσκηση της ιατρικής εκ μέρους του αναργύρου Αγίου Παντελεήμονος κίνησε το φθόνο των άλλων γιατρών της Νικομήδειας, που δυστυχώς ενδιαφέρονταν για τον υλικό πλουτισμό τους. Ο φθόνος τους λοιπόν τους ώθησε στο να καταγγείλουν στον αυτοκράτορα ότι ο ευνοούμενός του και μελλοντικός –μετά τον Ευφρόσυνο– γιατρός των ανακτόρων, είναι Χριστιανός. Η συκοφαντική αυτή καταγγελία ήταν αρκετή για να εξαγριώσει τον αμείλικτο διώκτη των Χριστιανών, αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Έδωσε λοιπόν εντολή να συλλάβουν και να οδηγήσουν ενώπιόν του τον Άγιο Παντελεήμονα. Και αυτή εκτελέστηκε αμέσως. Όταν στάθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα, εκείνος, συγκρατώντας την οργή του, προσπάθησε, κατά την προσφιλή τακτική όλων των διωκτών, να φανεί μειλίχιος και επιεικής. Με υποσχέσεις και καλοπιάσματα, θέλησε να δελεάσει τον νέο ακόμα στην ηλικία Άγιο Παντελεήμονα, ώστε να θυσιάσει στα είδωλα. Ζήτησε επίσης από τον Παντολέοντα να αποδείξει ότι όσα ειπώθηκαν γι΄ αυτόν ήταν ψέματα και τον κάλεσε να θυσιάσει στους θεούς. Φυσικά τον ρώτησε για να μάθει από ποιον κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη. Ο Άγιος Παντελεήμων, μη γνωρίζοντας να απαντήσει ψέματα, απάντησε λέγοντας «από τον Ερμόλαο». Οι στρατιώτες του αυτοκράτορα έλαβαν τότε επείγουσα εντολή, συνέλαβαν τον Ερμόλαο μαζί με τους Έρμιππο και Ερμοκράτη, και όταν και οι τρεις «παρρησία τον Χριστόν εκήρυξαν», δέχτηκαν τον δια του ξίφους θάνατο.
Ο Άγιος περιφρόνησε τις απειλές του αυτοκράτορα και ομολόγησε τον Χριστό. Τότε αυτός άρχισε να τιμωρεί τον Άγιο με διάφορα φρικτά κολαστήρια. Κατά πρώτον, τον κρέμασαν σ΄ ένα ξύλο και με σιδερένια νύχια καταξέσχιζαν το σώμα του. Συγχρόνως με αναμμένες λαμπάδες του έκαιγαν τα πλευρά, προκαλώντας αβάσταχτους πόνους. Όμως εκείνος υπέμενε με καρτερία, διότι δεν πρόσεχε τις πληγές και τα καύματα των λαμπάδων, αλλά προσευχόταν με υψωμένα τα μάτια του στον ουρανό απ΄ όπου αντλούσε τη δύναμη για να βαστάξει με θάρρος το μαρτύριο. Στη συνέχεια, ο Διοκλητιανός διέταξε να λειώσουν σ΄ ένα μεγάλο καζάνι μόλυβδο κι ενώ οι δήμιοι θα τροφοδοτούσαν αδιάκοπα με ξύλα τη φωτιά, να ρίξουν μέσα στο λειωμένο μέταλλο τον Άγιο Παντελεήμονα. Καθώς οδηγούσαν τον Μεγαλομάρτυρα στη νέα αυτή δοκιμασία, εκείνος εύρισκε καταφυγή στην προσευχή, που ήταν ικανή και έσβησε το καζάνι και ψυχράνθηκε ο μόλυβδος, όπως κάποτε είχε μεταβληθεί σε δροσερό και το καμίνι μες στο οποίο είχαν ριχτεί οι Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα.
Ο αδίστακτος τύραννος διέθετε τόση μανία και μίσος κατά του γενναίου αθλητή, που έδωσε αμέσως εντολή να ριχτεί στη θάλασσα. Οι δήμιοι κρέμασαν από τον τράχηλο του Μεγαλομάρτυρα μια βαριά πέτρα και τον πέταξαν στη θάλασσα της Νικομήδειας. Ο Θεός όμως με θαυμαστό τρόπο τον ελευθέρωσε από τη βαριά πέτρα προς έκπληξη δε και θαυμασμό των παρισταμένων τον είδαν να βγαίνει στην επιφάνεια και σε λίγο να περπατά στην παραλία! Μετά από κάθε θαυμαστή διάσωσή του, αρκετοί από τους παρακολουθούντες τα γινόμενα, ομολογούσαν πίστη στον Θεό του Αγίου Παντελεήμονα, γεγονός που εξαγρίωνε πιο πολύ τον αυτοκράτορα.
Έτσι λοιπόν, έδωσε νέα εντολή: Να ριχτεί ο άκαμπτος Χριστιανός στα άγρια θηρία, που προηγουμένως είχαν αφήσει νηστικά, ώστε να τον κατασπαράξουν. Αλλά συνέβη και εδώ ό,τι με τον Δανιήλ στο λάκκο των λιονταριών. Τα πεινασμένα ζώα, αντί να ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν, στάθηκαν σε μικρή απόσταση απ΄ αυτόν και τον κοίταζαν ήρεμα, σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε μεταβληθεί σε αιμοβόρο θηρίο. Το γεγονός τούτο προκάλεσε τη συμπάθεια του πλήθους που βρισκόταν στο Θέατρο, που αυθόρμητα άρχισε να φωνάζει: «Μέγας και αψευδής Θεός είναι ο Θεός των Χριστιανών και ας αφεθεί ελεύθερος ο δίκαιος».
Ο Διοκλητιανός δίνει εντολή να οδηγηθεί ο Μεγαλομάρτυς στη φυλακή, όπου οι δήμιοι τον υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού αυτός αποδεικνυόταν ότι είχε αντοχή μεγαλύτερη από κάθε πέτρα. Τέλος, ο αυτοκράτορας έκανε μία ύστατη προσπάθεια να πείσει το γενναίο αθλητή του Χριστού ν΄ απαρνηθεί την Πίστη του και να επιστρέψει στη λατρεία των ειδώλων. Όταν όμως διαπίστωσε εκ νέου ότι σώμα και ψυχή του Μεγαλομάρτυρος ήταν ολοκληρωτικά δοσμένα στον μόνο αληθινό Θεό έλαβε την τελική απόφαση: Να αποκεφαλίσουν τον Άγιο Παντελεήμονα με ξίφος.
Έτσι οι δήμιοι οδήγησαν το γενναίο Ομολογητή και Μάρτυρα του Χριστού έξω από την πόλη της Νικομήδειας. Στη διαδρομή αυτή, εκείνος δεν έπαψε να προσεύχεται και ν΄ απαγγέλλει στίχους ψαλμικούς. Όταν έφτασαν στο σημείο του μαρτυρίου έδεσαν τον Άγιο σε ένα κορμό δένδρου ελιάς και ο Άγιος Παντελεήμων έσκυψε τον αυχένα για να δεχθεί τον δια ξίφους θάνατο. Όταν ο δήμιος άπλωσε το χέρι, λύγισε το ξίφος και έλειωσε το μέταλλο σαν να΄ ταν από κερί. Βλέποντας το θαύμα οι στρατιώτες, πίστεψαν στον Χριστό. Τότε ακούστηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Όσα ζήτησες θα γίνουν και άλλα περισσότερα. Εις το εξής δε να μην λέγεσαι Παντολέων, αλλά Παντελεήμων. Τα δε πράγματα θέλουν βεβαιώσει το όνομά σου, ότι πολλοί διά σου θέλουν εύρει ευσπλαχνία και έλεος». Οι στρατιώτες δεν θέλησαν να θανατώσουν τον Άγιο, όμως πείστηκαν από αυτόν και κάνοντας υπακοή έκοψαν την τιμία κεφαλή του μάρτυρος. Ήταν τότε η 27η Ιουλίου του έτους 304 μ.Χ. Όταν κόπηκε η κεφαλή του Αγίου, αντί να ρεύσει αίμα, έτρεξε γάλα, που αποτελεί σημάδι και απόδειξη της καθαρότητας και της φωτεινότητας της ψυχής του Αγίου. Επίσης το δέντρο της ελιάς στο οποίο είχε δεθεί, ενώ πρώτα ήταν ξερό, αμέσως βλάστησε και καρποφόρησε. Οι διωκόμενοι Χριστιανοί της Νικομήδειας, παρέλαβαν τη σορό του Μεγαλομάρτυρα και την ενταφίασαν με κάθε τιμή .
Ταις του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.
