8. Μετά ἀπό αὐτό, ὁ Παῦλος, ὁ μέγας ἐκεῖνος ποιμήν, παίρνει μαζί του τόν πατέρα μας Πέτρο, ὡς ὑπάκουο μαθητή, καί ξεκινᾶ πρός τά Ἱεροσόλυμα, ποθώντας νά ἰδῇ καί νά ἀσπασθῇ τούς ἐκεῖ ἁγίους καί σεβασμίους τόπους. Καθώς οἱ δυό τους προχωροῦσαν σέ μιά παράπλευρη ὁδό, ἔφθασαν στόν Ἄλυ ποταμό. Τόν βρῆκαν γεμᾶτο ἀπό νερά καί πολλούς ὁδοιπόρους νά κάθωνται ἀπό τή μιά καί τήν ἄλλη πλευρά στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ καί νά περιμένουν τή μείωση τῆς στάθμης τοῦ νεροῦ. Οἱ ὅσιοι ὅμως ἔχοντας σταθερό τό «κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ», ἀνέβηκαν μέ πίστη ἐπάνω στά νερά τοῦ ποταμοῦ, ὅπως διά ξηρᾶς, καί πέρασαν στή στεριά. Ὅλοι ὅσοι ἦταν παρόντες ἐκεῖ καί παρακολουθοῦσαν, ὁδοιπόροι καί ἐγχώριοι, ἐξεπλάγησαν· φιλοῦσαν τά ἴχνη τῶν ποδιῶν τῶν μακαρίων καί παρακαλοῦσαν οἱ μέν νά καταπαύσουν τήν πλημμύρα τῶν ὑδάτων, ὥστε νά διαβοῦν τό ταχύτερο πρός τά σπίτια τους, οἱ δέ νά ἐξαφανίσουν τη λοιμώδη καταστροφή πού ἐπῆλθε στή χώρα τους. Γιατί πλῆθος ἀπό «μυσαρά[1]» ἔπληξε σ᾿ ἐκείνους τούς τόπους βότανα, φυτά καί κάθε εἶδος ποικίλων βλαστῶν καί πέφτοντας ἐπάνω τους καταστροφικά κατέτρωγε τά πάντα. Ὅταν ὅμως προσευχήθηκαν οἱ ὅσιοι, ὁ ποταμός συγκράτησε ἀμέσως τήν πολλή ὁρμή του καί ἐπέτρεψε ἀνενόχλητη τή διάβαση σέ ὅσους τή χρειάζονταν· ἐνῶ τό πλῆθος τῶν «μυσαρῶν» ἐξαφανίσθηκε τήν ἴδια στιγμή ἀπό τόν τόπο τους.
9. Θέλοντας ὁ ὅσιος Παῦλος νά ὁδοιπορήσῃ πρός τά ἐμπρός πρός τούς Ἁγίους τόπους, ὅπως εἶχε ξεκινήσει, ἐμποδίσθηκε ἀπό τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ἔλαβε ρητά τήν ἑξῆς προφητεία ἀπό αὐτό: «Παῦλε, δέν θέλω πιά νά ζῇς ἀπομονωμένος, ἀλλά νά ἡγηθῇς τῆς ποίμνης μου πρός σωτηρίαν πολλῶν καί νά φροντίζῃς τά λογικά μου πρόβατα, νά καλλιεργῇς τίς ἀκατέργαστες καρδιές καί νά πληθύνῃς μέ πράξη καί λόγο τά δημιουργήματά μου. Ἀπό αὐτή τή μάντρα θά σέ στείλω στή θεία καί οὐράνια σκηνή καί μετά ἀπό σένα ἀφήνω διάδοχο τόν μαθητή σου Πέτρο. Γι᾿ αὐτό γύρισε ὀπίσω ἀπ᾿ ὅπου ἦλθες καί, ἀφοῦ κάνεις ἕνα γῦρο στούς πρόποδες τοῦ Ὀλύμπου, θά βρῇς ἕνα παρεκκλήσιο, ἀφιερωμένο στόν προφήτη Ζαχαρία καί ἐκεῖ θά κατοικήσῃς· σ᾿ αὐτό θά ποιμάνῃς τό λογικό μου ποίμνιο· καί ἐκεῖ θά τελειώσῃς μέ τιμή τόν δρόμο τῆς ζωῆς σου». Ἀφοῦ ὁ ὅσιος Παῦλος στράφηκε ἀπό ἐκεῖ πρός τά ὀπίσω, σύμφωνα μέ τήν προσταγή, βρῆκε τόν τόπο καί τό παρεκκλήσιο καί ἔνοιωσε μεγάλη χαρά. Σέ λίγο χρόνο συναθροίσθηκε θεία συνοδεία· αὐτούς τούς ὡδήγησε ἡ Θεία Χάρις πρός αὐτόν, γιά νά τόν ἀκολουθοῦν ἀποτελεσματικά καί νά γίνουν τελείως ὅμοιοί του. Ἐκεῖνος ἐφέρετο πρός ὅλους ἀποστολικά, ἐλαφρύνοντας τά βάρη τῶν ἀδυνάτων καί παιδαγωγώντας τούς μαθητές του σ᾿ αὐτό ἀκριβῶς.
10. Κάποια ἡμέρα συνέβη νά κληθῇ ἀπό τόν μεγάλο ποιμένα ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Πέτρος νά τελέσῃ θεία λειτουργία, ἀπέναντι ἀπό τήν μονή, στό παρεκκλήσιο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὅταν τελείωσε, γύρισε στή μονή φορώντας ἀκόμη τά ἄμφια, γιατί ἡ κοινοβιακή παράδοση εἶχε ἕναν κανόνα: νά μήν ἐκδύεται ὁ ὑποτακτικός, οὔτε νά ἐνδύεται, οὔτε νά κάνῃ κάτι ἄλλο χωρίς τήν παρότρυνση καί τήν εὐχή τοῦ ἡγουμένου. Βρίσκει τόν ποιμένα του νά κάθεται δίπλα σέ μιά φωτιά, γιατί ἦταν χειμώνας. Μπαίνει, λοιπόν, ὁ ὅσιος Πέτρος καί πέφτει μπροστά στά πόδια του ζητώντας εὐχή, γιά νά βγάλῃ τήν ἱερατική του στολή.
Τή στιγμή ἐκείνη βρισκόταν ἐκεῖ κάποιος ἀπό τούς ἀμελέστερους ἀδελφούς, ὁ ὁποῖος εἶχε πέσει στό παράπτωμα παραβάσεως ἐντολῆς καί εἶχε ἐξοργίσει τόν ὅσιο Παῦλο. Καί ἐπειδή εἶδε, ὡς ποιμήν, ὅτι αὐτός πού ἁμάρτησε δέν μποροῦσε νά ὑπομείνῃ μέ μακροθυμία τά ἐπιτίμιά του, τί κάνει ὁ ἀληθινός μιμητής τοῦ θείου Παῦλος; Ἀφήνοντας αὐτόν πού ἔπεσε στήν ἁμαρτία καί τραυματίσθηκε, ἐπιτίθεται κατά τοῦ ὁσιωτάτου Πέτρου πού δέν εἶχε πράξει κανένα ἀδίκημα. Αὐτό λοιπόν τό ἔκανε ὁ ὅσιος καί ψυχωφελής πατήρ Παῦλος, ἐπειδή εἶδε ὅτι ἔτσι δέν λύγισε καθόλου ὁ ἔνοχος καί χρειάζεται δραστικώτερο φάρμακο. Κατηγόρησε, λοιπόν, αὐστηρότερα ὡς ὑπεύθυνο τοῦ σφάλματος αὐτόν πού δέν ἔφταιξε. Τόν κατηγόρησε ἀκόμη ὅτι ὑπερηφανεύθηκε γιά τά ἄμφιά του καί τόν προστάζει νά τά βγάλῃ καί νά τά ρίξῃ στή φωτιά.
Ὁ ὅσιος Πέτρος σηκώθηκε ἀπό τά πόδια τοῦ ὁσίου Παύλου, ἔβγαλε τήν ἱερατική στολή του καί, σύμφωνα μέ τήν προσταγή τοῦ μεγάλου, τήν ἔρριξε στή φωτιά. Ὅταν ὁ ἔνοχος μοναχός εἶδε τό παράδοξο, νά καταδικάζεται δηλαδή ἀπό τόν ἡγούμενο ἐκεῖνος πού δέν ἔκανε καμμία ἀδικία καί ἔφερε στό νοῦ του τό παράπτωμά του, πέφτει στό ἔδαφος καί ζητεῖ συγγνώμη ἀπό τόν πατέρα ὡς ὑπεύθυνος τοῦ σφάλματος, λέγοντας στόν ἡγούμενο : «Δικό μου εἶναι τό σφάλμα, πάτερ, δική μου ἡ πληγή. Δέν φταίει αὐτός ὁ ἱερέας ἀλλά ἡ ραθυμία μου».
Τότε λοιπόν τό σύνολο τῶν ἀδελφῶν, πού ἦταν παρόντες καί τά εἶχαν ἰδεῖ ὅλα, πέφτουν στά πόδια τοῦ ἡγουμένου καί παρακαλοῦν νά μήν καταστραφῇ ἀπό τή φωτιά τό ἔνδυμα τοῦ ἱερέως Πέτρου, ἀφοῦ μέ τόν διάλογο εἶχε περάσει διάστημα μιᾶς ὥρας καί ἡ φωτιά τό εἶχε τυλίξει. Ὁ ἀείμνηστος Παῦλος δέχθηκε τήν ἱκεσία τους καί διέταξε νά τό ἀπομακρύνουν ἀπό τή φωτιά. Αὐτοί τό ἔκαναν γρήγορα καί ἔφεραν τό ἔνδυμα ἀβλαβές, ὥστε ὅλοι νά θαυμάσουν καί νά δοξάσουν τόν Θεό.
11. Ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος στόν ὅσιο πατέρα Παῦλο ὅτι θά εἶναι σύντομη ἡ ἔξοδός του ἀπό τό σῶμα. Ὅταν ἔμαθε αὐτό ὁ ἅγιος, πρίν ἀπό τή φυσική του ταφή σέ μνῆμα, κατασκεύασε ἕνα μικρό καταφύγιο ὡς τάφο, μέ διαστάσεις μικρότερες ἐκείνων τοῦ σώματός του, καί σ᾿ αὐτό φυλάκισε τόν ἑαυτό του. Πέρασε ἐκεῖ ἕξι μῆνες, ὁπότε πλησίασε ἡ ἐκδημία τοῦ σώματός του. Καί, ἀφοῦ ἦλθε ἡ ἀπόφαση, ἐπρόκειτο πλέον νά πεθάνῃ. Ἀλλά, ὁ μαθητής του Πέτρος τόν ὁποῖο, ὅπως ἔλαβε ἐντολή ἀπό τόν Θεό, ἐπρόκειτο νά ἀφήσῃ διάδοχό του δέν ἦταν ἐκεῖ, γιατί εἶχε σταλῇ σέ διακονία. Ἔτσι, παρεκάλεσε θερμά τόν Θεό νά τόν ἀφήσῃ νά ζήσῃ λίγο ἀκόμη.
Μόλις ὁ ὅσιος Πέτρος, μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, ἐπέστρεψε τοῦ λέγει: «Τέκνο μου, ὁ καθωρισμένος χρόνος τῆς ζωῆς μου συμπληρώθηκε καί ἐπρόκειτο πρίν ἀπό λίγο νά προστεθῶ στούς προγόνους μου. Ἐπειδή ὅμως δέν ἤσουν ἐδῶ, παρεκάλεσα τόν Κύριο καί παρέμεινα γιά σένα τρεῖς ἡμέρες, ἀφ᾿ ὅτου ἐπρόκειτο νά φύγω». Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ἔδωσε τήν ἄδεια νά συγκεντρωθῇ ἡ ἀδελφότητα καί τούς λέγει: «Παιδιά μου, φεύγω ἀπό τήν παροῦσα ζωή· παραδίδω στόν Κύριο τήν παρακαταθήκη μου[2] καί ὡς χῶμα ἐπανέρχομαι στό χῶμα. Τώρα λοιπόν ἀκοῦστε με, ἐπειδή ἐνδιαφέρομαι γιά τή σωτηρία σας· μετά τή μετάστασή μου μένετε ἀδιάσπαστοι, παραμένοντας συνεχῶς στόν φόβο τοῦ Κυρίου, καί ἑνωμένοι μέ τήν τέλεια ἀγάπη καί, ὅπως ὑπακούατε σέ μένα ἀναντίρρητα σέ ὅλη μου τή ζωή, ἔτσι θά κάνετε καί σ᾿ ἐκεῖνον πού μέ τή βοήθεια τοῦ Κυρίου θά γίνῃ πατέρας σας. Ἄν καί ὁ κανονισμός σᾶς δίνῃ τό δικαίωμα νά ἐκλέγετε μέ ψῆφο τόν ποιμενάρχη σας, ὡστόσο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον πρό πολλοῦ μοῦ ὑπέδειξε τόν ἄξιο τῆς ἡγουμενίας. Αὐτόν θά τόν δεχθῆτε πρόθυμα καί, σύμφωνα μέ τόν θεῖο Ἀπόστολο, θά ὑποτάσσεσθε καί θά ὑπακούετε ἀπονέμοντάς του κάθε εὐγνωμοσύνη καί τιμή.
Φώναξε τότε τόν ὅσιο Πέτρο, τόν ἔφερε μπροστά τους καί τούς λέγει: «Ἰδού ὁ πατέρας σας». Ὅταν ἔγινε αὐτό, ὅλοι μέ ἕνα στόμα εἶπαν: «Ἄς εἶναι εὐλογητός ὁ Θεός, πού ἐπιβλέπει τά κρύφια, πού ἔδωσε λύση στήν ἀπορία τῆς συνειδήσεώς μας, μέ τό προορατικό καί διορατικό χάρισμα τοῦ πατρός μας, καί μᾶς ἔφερε ὡς ποιμένα ἐκεῖνον πού ποθούσαμε».
Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Πέτρος, ἔπεσε στά πόδια τοῦ πατρός Παύλου καί ἔλεγε μέ δάκρυα: «Λυπήσου με, πάτερ, τόν ἀνάξιο· μή μέ ἐπιφορτίσῃς πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου· μή δώσῃς στήν κουφότητα καί ἐλαφρότητά μου φτερά ὑπεροψίας μέ τή διαχείριση τῆς ἐξουσίας. Ὅρισε ἄλλον, φέρε σ᾿ αὐτό τό ἀξίωμα κάποιον πρᾶο καί κατά Χριστόν ταπεινόφρονα· ἄφησέ με νά δαμάζω τόν ἑαυτό μου παντοτινά κάτω ἀπό τόν χρηστό ζυγό[3]». Καί ὁ ὅσιος Παῦλος λέγει: «Παῦσε, παιδί μου, μήν ἀντιλέγῃς, ὅταν ὁ Κύριος προστάζῃ, καί μήν ἀντιτίθεσαι στή θεία Του πρόνοια· ἀλλά σήκω ἐπάνω καί ποίμανε θεόπνευστα τήν ἀδελφότητα μέ ράβδο παιδείας καί βακτηρία παραμυθίας, γιά νά καυχηθῇς ἀπροκάλυπτα στόν Χριστό: «Ἰδού ἐγώ καί τά παιδιά πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός».
(Ἀπόσπασμα ἀπό τόν ὑπό ἔκδοση βίο τοῦ ὁσίου Πέτρου
τῆς Ἀτρώας ἀπό τίς ἐκδόσεις ‘Ἑνωμένη Ρωμηοσύνη’).
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011
1. Μυσαρά: μικρά ζῶα τοῦ ἀγροῦ πού καταστρέφουν τά σπαρτά, συνήθως τρωκτικά, ὅπως τό ἀγριοκούνελο, ὁ ποντικός τῶν ἀγρῶν, ὁ κάστορας κ.ἄ. πού οἱ ἀγρότες τά ἀποκαλοῦν βδελυρά, σιχαμερά, ἀποτρόπαια , ἀηδιαστικά, ἀποκρουστικά…
2. Ὅ,τι τοῦ κατέθεσε ὁ Κύριος πρός φύλαξη: Δηλαδή, τά πρόσωπα πού παρέδωσε στή φροντίδα του καί τήν πιστή τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.
3. Χρηστός ζυγός: Εἶναι ἡ ὑπακοή.