Μνημόσυνο απο την Ενωμένη Ρωμηοσύνη στην Λακωνία για τα 120 χρόνια απο του θάνατο του Παύλου Μελά

Την  Κυριακή 13 Οκτωβρίου με αφορμή την συμπλήρωση 120 ετών από τον θάνατο του ήρωα Μακεδονομάχου Παύλου Μελά θα τελεσθεί στον Ιερό Ναό Οσίου Νίκωνος Σπάρτης μνημόσυνο στο τέλος της Θείας Λειτουργίας και σύντομη εκδήλωση μνήμης, από την Ενωμένη Ρωμηοσύνη και τον Σύλλογο Ιστορικής Αναβίωσης Σπάρτης.

 

«Ο Μακεδονικός Αγώνας: Ο Θάνατος Του Παύλου Μελά», από τον Θεοφάνη Λάζαρη

«Έβαλε από πάνω μια τετράγωνη πλάκα, τη σφράγισε με τσιμέντο και τα λείψανα έμειναν εκεί περιμένοντας την απελευθέρωση της Μακεδονίας που ευτυχώς δεν άργησε να έλθει…»

      Με αφορμή την επέτειο 120 ετών από το θάνατο του Ήρωα Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε την αθέατη ίσως για πολλούς, πλευρά του θανάτου του Παύλου Μελά και όσα επακολούθησαν. Είναι ένας μικρός φόρος τιμής  στον ίδιο και στο πρόσωπο του,  αλλά κι όλους όσους συνέδραμαν στο Μακεδονικό Αγώνα.

      Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό. Η οικογένεια των Μελάδων είναι μεγάλη και ιστορική οικογένεια της Ηπείρου με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη, πριν την Άλωση. Αποτελούσε μια από τις πιο γνωστές  ιστορικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου.

       Με γονείς κοινωνικά και εθνικά δραστήριους διαμορφώνει από τα παιδικά του χρόνια ανάλογη στάση,  η οποία τον οδηγεί στην επιθυμία  να πλαισιώσει με την παρουσία του τις τάξεις του στρατού μας. Αγαπά με πάθος την πατρίδα και η ηπειρώτικη καταγωγή του, τον κάνει να ποθεί την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Το 1886 εισάγεται στη Σχολή Ευελπίδων. Το παιδικό του όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Αρχίζει έτσι η πορεία της προσφοράς προς την πατρίδα, μέσα πλέον από την στρατιωτική του ιδιότητα. Τον Οκτώβριο του 1892 παντρεύεται τη Ναταλία Δραγούμη (αδελφή του Ίωνα Δραγούμη) και γίνονται συνοδοιπόροι στη ζωή, εμφορούμενοι από την ίδια αγάπη για Χριστό, πατρίδα και οικογένεια.

      Ως αξιωματικός του πυροβολικού λαμβάνει μέρος στον ατυχή για την Ελλάδα πόλεμο του 1897. Στη συνέχεια συμμετέχει από τους πρώτους στο Μακεδονικό Κομιτάτο, το οποίο δημιουργήθηκε, ως αντίδραση έναντι των Βούλγαρων κομιτατζήδων, που δρούσαν στη Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων.

 Στην αλληλογραφία του, με το Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη αφουγκράστηκε την πολύ μεγάλη ανάγκη για δημιουργία και δράση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Στα γράμματα του χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας εμπνευσμένος από τα μικρά ονόματα των παιδιών του (Μιχάλης, Ζωή). Η ενεργή παρουσία του στη Μακεδονία αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μπήκε μυστικά στο έδαφος της τρεις φορές με τη συνοδεία λίγων έμπιστων αξιωματικών. Η τρίτη φορά όμως ήταν και η τελευταία…

       Μετά το Φεβρουάριο του 1904 (πρώτη φορά) και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου (δεύτερη φορά) ανεβαίνει στη Μακεδονία πάλι περνώντας τα ελληνικά σύνορα στις 28 Αυγούστου 1904 συνοδεία Μακεδόνων, Λακώνων και Κρητών. Αποτελεί  πλέον  ηγετική φυσιογνωμία του Μακεδονικού Κομιτάτου. Σκοπός του ήταν η δημιουργία, η οργάνωση και η δράση ελληνικών ανταρτικών σωμάτων. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 εισέρχεται μαζί με τους άνδρες του στο χωριό Στάτιστα (νυν Παύλος Μελάς) για λίγη ξεκούραση πριν ξεκινήσουν για το Ζέλοβο, προκειμένου να συναντήσουν στο χωριό Πισοδέρι τον παπά Σταύρο, βλαχόφωνο ιερέα και ενθουσιώδη Έλληνα, που θα τους προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες.

       Ο διαβόητος κομιτατζής Μήτρο Βλάχος (τον οποίο καταδίωκαν οι τουρκικές αρχές για σωρεία παραβατικών δράσεων) φαίνεται πως ήταν ενήμερος για τις κινήσεις του Παύλου Μελά. Όταν έμαθε τον τόπο που είχε επιλέξει ο Μελάς και οι άνδρες του για ξεκούραση, έστειλε από το Κονομπλάτι ένα γράμμα στα ελληνικά γραμμένο στον Τούρκο διοικητή της περιοχής που βρισκόταν ο Μελάς. Το γράμμα είχε γράψει ένας Κωνσταντίνος εκτελώντας διαταγή του Μήτρο Βλάχου και πληροφορούσε τον Τούρκο διοικητή, ότι στη Στάτιστα βρισκόταν κρυμμένος ο Μήτρο Βλάχος (ο ίδιος δηλαδή) για το φόνο του οποίου η τουρκική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί γενναία αμοιβή  εξ’ αιτίας πολλών και φοβερών κακουργημάτων του. Το τέχνασμα πέτυχε. Ο Τούρκος διοικητής πολιόρκησε τη Στάτιστα. Από γαυγίσματα σκυλιών ο Μελάς κατάλαβε, ότι κάτι τρέχει και βγήκε από το σπίτι που βρισκόταν για να κάνει έλεγχο. Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του, καθώς ομοβροντία τουρκικών όπλων τον τραυμάτισε θανάσιμα. Οι σφαίρες του προκάλεσαν τραύμα στην κοιλιακή χώρα και μετά από λίγο ξεψύχησε. Οι άνδρες του πήραν το σώμα του και το τράβηξαν μέσα στο σπίτι που ήταν κρυμμένοι. Αναγκάστηκαν όμως να παραδοθούν αφού πρώτα έκρυψαν το νεκρό  σώμα του.

       Όταν ο Καραβαγγέλης έμαθε το θάνατο του,  ειδοποίησε αμέσως τους αιχμάλωτους Έλληνες να κρατήσουν μυστικό το γεγονός, ενώ έστειλε   άνθρωπό του στη Στάτιστα για να φέρει το άψυχο σώμα του Μελά στην Καστοριά, προκειμένου να το θάψει. Παράλληλα, όμως με τηλεγράφημα είχε ειδοποιηθεί από το Προξενείο το Υπουργείο και η οικογένειά του, με αποτέλεσμα να αναστατωθεί η κοινή γνώμη. Η τουρκική κυβέρνηση  ενημερώθηκε από την Αθήνα για το γεγονός του θανάτου  και έστειλε στρατό στη Στάτιστα για την παραλαβή του νεκρού. Ο τουρκικός στρατός έφθασε ταυτόχρονα με τον απεσταλμένο του Καραβαγγέλη, ο οποίος αντιλαμβανόμενος ότι δεν προλαβαίνει να μεταφέρει το σώμα του νεκρού, έκοψε το κεφάλι και το μετέφερε στο Πισοδέρι όπου το έθαψαν.  Στο μεταξύ, ο τουρκικός στρατός πήρε το ακέφαλο σώμα και το μετέφερε στην Καστοριά. Τα έγγραφα που βρέθηκαν στα ρούχα του Μελά, δόθηκαν στο διοικητικό συμβούλιο της πόλης, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη τη στιγμή παρουσία του Καραβαγγέλη. Οι επιστολές  απευθύνονταν στον Μίκη Τζέτζα (Ζέζα). Μεταξύ αυτών  υπήρχαν και κάποιες του ίδιου του Καραβαγγέλη με το ψευδώνυμο Κώστας Γεωργίου (βλέπε μονοπάτια της ιστορίας με αναφορά στον Γερμανό Καραβαγγέλη). Ήταν γραμμένες, με ιδιαίτερο κρυπτογραφικό αλφάβητο και λατινικούς χαρακτήρες.

 Οι τούρκοι δεν ήθελαν να επιτρέψουν στον Επίσκοπο να πραγματοποιήσει την ταφή, διότι πίστευαν ότι ο νεκρός δεν ήταν ο Μίκη Τζέτζα, αλλά κάποιο άλλο σημαντικό για τον αγώνα πρόσωπο. Ο Καραβαγγέλης, όμως,  ήταν αποφασισμένος να μην φύγει απ΄ το Διοικητήριο χωρίς το σώμα του νεκρού. Η επιμονή του δικαιώθηκε. Μετέφερε το λείψανο του Μελά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο και εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε καθόλου. Την άλλη ημέρα το πρωί τον έθαψε με λίγους ανθρώπους της εμπιστοσύνης του για αποφυγή κοινωνικής αναταραχής στο νεκροταφείο αντίκρυ απ’ την Μητρόπολη. Την ίδια στιγμή γίνονταν μνημόσυνα στην Αθήνα και επικρατούσε πολύ μεγάλη θλίψη.

Ύστερα από λίγο καιρό ο Καραβαγγέλης έλαβε ειδοποίηση από τη σύζυγο του Παύλου Μελά Ναταλία, ότι επιθυμούσε να προσκυνήσει στον τάφο του συζύγου της. Συμφωνήθηκε να ερχόταν με ψευδώνυμο, αφού ήταν γνωστή σε Έλληνες της Μακεδονίας, αλλά και σε Βούλγαρους, που μέχρι τότε είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα. Το ψευδώνυμο ήταν Μαρία Ιωάννου και η επίσημη δικαιολογία του ταξιδιού της, ότι πήγαινε ως δασκάλα στο χωριό Χρούπιστα,. Ο Μητροπολίτης την παρέλαβε από τη Θεσσαλονίκη.

        Με μυστικότητα έφθασαν στην Καστοριά. Το νέο όμως της άφιξής της  είχε διαδοθεί στην πόλη. Στην Μητρόπολη, όπου είχαν καταλύσει,  ο αρχιαστυνόμος της ζήτησε να φύγει αμέσως απ’ την πόλη, καθώς δεν πείστηκε, παρά τις διαβεβαιώσεις της ίδιας και του Καραβαγγέλη, ότι ήταν η Μαρία Ιωάννου. Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης με διάφορα προσχήματα κατάφερε να την κρατήσει στην πόλη λίγες μόνο ημέρες. Το ίδιο βράδυ την πήγε στον τάφο του συζύγου της, όπου εκτυλίχθηκαν σπαρακτικές σκηνές. Η Ναταλία Μελά με τη συνοδεία της αδελφής του Καραβαγγέλη Κλεονίκης και έμπιστων ανθρώπων του Μητροπολίτη πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν κατά δήλωση του Μητροπολίτη τέλη του 1904 ή αρχές του 1905.

Μετά από τρία χρόνια ο Καραβαγγέλης έλαβε γράμμα από το Στέφανο Δραγούμη (πατέρα της Ναταλίας Μελά), ότι η σύζυγος του Παύλου Μελά θα έλθει με το πραγματικό της όνομα στην Καστοριά για την ανακομιδή του ανδρός της. Είχε προηγηθεί συνεννόηση του Δραγούμη με την τουρκική κυβέρνηση. Στην Μητρόπολη Καστοριάς πήγαν η χήρα, ο αδελφός του εκλιπόντος Κοκός Μελάς, ο Ιωάννης (Ίων) Δραγούμης, ο πρόξενος του Μοναστηρίου και λίγοι ακόμη άνθρωποι του περιβάλλοντος της οικογένειας συνοδευόμενοι από Τούρκους αξιωματικούς.

Η Ναταλία Μελά είχε ζητήσει, παράλληλα, να μεταφερθεί από το Πισοδέρι και το κεφάλι του κεκοιμημένου, όπως και έγινε. Γεμάτη από συγκίνηση δεν άντεχε να αντικρύσει το νεκρό πρόσωπο του συζύγου της. Επειδή όμως έπρεπε να ταυτοποιηθεί η σορός και να εξαλειφθούν οι όποιες αμφιβολίες υπήρχαν για την αυθεντικότητα του λειψάνου, είπε στην Αφροδίτη, αδελφή του Μητροπολίτη Γερμανού, να δει αυτή το κρανίο, αφού πρώτα την πληροφόρησε ότι ο σύζυγος της είχε ένα χρυσό δόντι. Εκείνη της είπε ότι είδε τρία χρυσά δόντια. Τότε η Ναταλία Μελά που ήξερε την αλήθεια, πείσθηκε πως ήταν το κεφάλι του συζύγου της και ξέσπασε σε λυγμούς. Ολόκληρο το λείψανο, πλέον, τοποθετήθηκε σε κιβώτιο μαζί με χώμα, το οποίο μεταφέρθηκε από τον οικογενειακό του τάφο, καθώς και ενθύμια των παιδιών και της συζύγου του.

Στο πάνδημο μνημόσυνο ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης εκφώνησε τον επιμνημόσυνο λόγο, ενώ παρών ήταν και ο Τούρκος αξιωματικός. Η Ναταλία Μελά κατά τη διάρκεια του δεν λύγισε. Μόνο όταν επέστρεψε στη Μητρόπολη ξέσπασε σε κλάματα. Το βράδυ της ημέρας αυτής ο Καραβαγγέλης άνοιξε ένα τετράγωνο τάφο εμπρός στην Αγία Τράπεζα κι απόθεσε εκεί τα ιερά λείψανα. Έβαλε από πάνω μια μαρμάρινη πλάκα, τη σφράγισε με τσιμέντο και τα λείψανα έμειναν εκεί περιμένοντας την απελευθέρωση της Μακεδονίας που ευτυχώς δεν άργησε να έλθει…   

 

Πηγές:

  1. Απομνημονεύματα ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ, Μητροπολίτου Καστοριάς, εκδόσεις Μπαρμπουνάκη
  2. Βικιπαίδεια
  3. Σαν σήμερα.gr