Χαράλαμπος Άνδραλης, Δικηγόρος
Το τμήμα αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας, με διοικητή τον γνωστό ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστή Μιχάλη Λώλη, εξιχνίασε μόλις σε λίγες ώρες μία υπόθεση βιαιοπραγίας ενός οδηγού ταξί εις βάρος ενός διεμφυλικού ατόμου (τρανς)(1), από ένα βίντεο χωρίς ήχο και χωρίς να προκύπτουν από αυτό ρατσιστικά κίνητρα για την παράνομη επίθεση. Φυσικά, η άσκηση βίας εναντίον οποιουδήποτε είναι καταδικαστέα και ως εκ τούτου, αυτονόητα η αστυνομία όφειλε να ενεργήσει για τη σύλληψη του δράστη.
Δεν έχει, όμως, πάντοτε τα ίδια αντανακλαστικά. Σε μία αντίστοιχη περίπτωση, το Μάρτιο του 2021, όπου ένας συμπολίτης μας δέχτηκε απρόκλητη βίαιη ρατσιστική επίθεση από ομάδα αντιεξουσιαστών επειδή έφερε χριστιανικά σύμβολα, δεν διενεργήθηκε η παραμικρή προανακριτική ενέργεια, για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών.
Ο γράφων κατέθεσα μηνυτήρια αναφορά στο τμήμα αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας στις 13/3/2021, προσκομίζοντας δημοσιευμένο σχετικό βίντεο (2) όπου φαίνονται τα πρόσωπα των δραστών. Καθότι δεν ήμουν ο παθών, ούτε μπορούσα να εντοπίσω τον παθόντα για την άσκηση των κατ’ έγκληση διωκομένων αδικημάτων, και επειδή τα αδικήματα της κακόβουλης βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκεύματος είχαν ήδη καταργηθεί, απέμενε μόνο το αδίκημα της διέγερσης ρατσιστικού μίσους (αντιρατσιστικός νόμος), το οποίο διώκεται αυτεπάγγελτα.
Όπως φαίνεται στο βίντεο, οι νεαροί άρπαξαν την εικόνα από τον κάτοχό της, την έσπασαν και την έριξαν να την πατήσουν τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Όταν το θύμα της επίθεσης, σήκωσε τη χάρτινη εικόνα που είχε απομείνει και την έβαλε στο καλάθι της μηχανής του, την άρπαξαν πάλι και την έσκισαν, ενώ φώναζαν συνθήματα αντεθνικού και ρατσιστικού χαρακτήρα όπως «Η Ελλάδα να πεθάνει, να ζήσουμε εμείς. Στο διάολο η οικογένεια, στο διάολο και η πατρίς».
Δεν υπάρχει αμφιβολία από την πρώτη κιόλας θέαση του οπτικοακουστικού υλικού, ότι μοναδικό κίνητρο αυτής της ομαδικής επίθεσης κατά του άγνωστου συμπολίτου μας, ήταν ότι μετέφερε τη συγκεκριμένη εικόνα, προκαλώντας αντιχριστιανικό και ανθελληνικό παροξυσμό στη συγκεκριμένη ομάδα νεαρών. Ωστόσο, το τμήμα αντιμετώπισης ρατσιστικής βίας ουδέν έπραξε για τον εντοπισμό των δραστών και την εφαρμογή του νόμου.
Με αυτή την ατιμωρησία, περισσότερο χαμένοι είναι οι νεαροί ταραξίες, αφού στερήθηκαν την ευεργεσία της τιμωρίας, η οποία πιθανόν να τους προστάτευε από άλλα χειρότερα που μπορεί να είναι μη αναστρέψιμα. Η ανοχή στην ασυδοσία, από σύνολη την κοινωνία (δικαιοσύνη, εκπαιδευτικούς, γονείς) εξασφαλίζει σε αυτά τα παιδιά μία ανισόρροπη ζωή και δυστυχία που θα ξεσπάει ανικανοποίητα πάνω στους άλλους. Δυστυχώς, αυτό διαπιστώνεται καθημερινά με την αυξανόμενη βαριά εγκληματικότητα των νέων.
Γι’ αυτό και η ανωτέρω μηνυτήρια αναφορά δεν είχε σκοπό την εκδίκηση, αλλά τη βοήθεια προς αυτά τα παιδιά, τα οποία θα μπορούσαν να βοηθηθούν ουσιαστικά αν είχαμε ένα σοβαρό κράτος δικαίου, με πρόληψη και σωφρονισμό.
Είναι βέβαιο ότι αν το θύμα ήταν ΛΟΑΤΚΙ, μουσουλμάνος λαθρομετανάστης, Εβραίος ή οτιδήποτε άλλο διεκδικεί τον τίτλο των θυμάτων ρατσιστικής βίας, θα είχε «κινηθεί το σύμπαν» για να συλληφθούν οι δράστες και να επιβληθούν αυστηρότατες ποινές.
Φυσικά δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο για να διαπιστώσουμε ότι οι χριστιανοί στην Ελλάδα είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Είναι οι μοναδικοί που δεν προκαλούν την οργή των δημοσιογράφων και της δικαιοσύνης όταν υφίστανται bullying, ξυλοδαρμούς, σάτιρα, στοχοποίηση, συκοφαντία. Προκαλούν την οργή, μόνο όταν ομολογούν δημόσια την πίστη τους η οποία δεν είναι ανεκτή στη δικτατορία της πολιτικής ορθότητας, γιατί «χαλάει τη σούπα», δίνοντας ελπίδα και εναλλακτική πρόταση ζωής στα εγκλωβισμένα στην απελπισία θύματα της πολυετούς νεοταξικής προπαγάνδας.
Οι άξιοι αστυνομικοί αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του αστυνομικού σώματος. Δεν τους αξίζει να γίνονται υπηρετικό προσωπικό της woke ατζέντας, μπράβοι υπουργών και δημοσιογράφων, κυνηγοί «επικίνδυνων» παλαιοχριστιανών, τη στιγμή που η πραγματική εγκληματικότητα είναι ανεξέλεγκτη και δολοφονίες όπως του Σωκράτη Γκιόλια και των θυμάτων της Μαρφίν παραμένουν σκανδαλωδώς ανεξιχνίαστες, επειδή τα θύματα δεν ανήκαν στις προνομιούχες μειονότητες.