π. Χρίστος Κυριαζόπουλος
Διδάκτωρ Βυζαντινῆς Ἱστορίας/
καὶ Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας
Ἡ Νεοελληνικὴ γλῶσσα ἔχει τὸ ἀδιαμφισβήτητο –ἔναντι τῶν ἄλλων γλωσσῶν– προνόμιο νὰ διαθέτη τὴ δύναμη μίας μακραίωνης προφορικῆς καὶ γραπτῆς καλλιέργειας.
Ὅμως διατρέχει τὸν κίνδυνο ἀλλοτρίωσής της ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη εἰσροὴ καὶ υἱοθέτηση ξενόγλωσσου λεξιλογίου, ὄχι μόνο στὴν ἐπιστημονικὴ ὁρολογία ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ μέσου Ἕλληνα, καὶ κυρίως τῶν μαθητῶν, ἀπὸ τὸν τουρισμό, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἐνασχόληση μὲ τὴν πληροφορικὴ καὶ τὸ διαδίκτυο, τὸ ὁποῖο ἔχει λάβει, πλέον, κεντρικὴ θέση στὴ ζωὴ πολλῶν, καὶ κυρίως τῶν νέων μας, ἀπὸ τὴ χρησιμοποίησή της ἐκ μέρους τῆς πανσπερμίας τῶν προσώπων ποὺ ἐπὶ εἰκοσιτέσσερις ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο τὴν κακοποιοῦν βάναυσα μέσα ἀπὸ τὶς ἀπειροπληθεῖς ἐκπομπὲς τῶν λεγόμενων Μέσων Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας ἢ δῆθεν Ἐνημέρωσης, ἀσκώντας μίαν ὁλοκληρωτικὴ κυριαρχία στὸ ἑλληνικὸ κοινὸ ποὺ τοὺς ἔχει, πλέον, παραδοθεῖ ἄνευ ὅρων.
Εἶναι, βέβαια, γεγονὸς πὼς τὰ τελευταῖα χρόνια παρατηρεῖται μία προϊοῦσα ἀποδυνάμωση τῆς σχολικῆς πράξης γενικὰ σὲ ὅλα τὰ μαθήματα καὶ ὄχι μόνο στὸ γλωσσικό. Ἡ ἀποδυνάμωση αὐτή, ὅμως, καὶ ἡ συνακόλουθη γλωσσικὴ κρίση εἶναι πάρα πολὺ ἔντονη στὸν γλωσσικὸ ἐφοδιασμὸ τῶν νέων, ὁ ὁποῖος, βέβαια, ἀποτελεῖ ὄχι μόνο προϋπόθεση γιὰ τὴν καλὴ κατανόηση ὅλων τῶν γνωστικῶν ἀντικειμένων, ἀλλὰ συνιστᾶ καὶ βασικὸ ὄρο Ἐθνικῆς αὐτογνωσίας. Πρόκειται γιὰ μία βαθειὰ κρίση, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴ γενικότερη «κρίση ἐπικοινωνίας» τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.
Σὲ ὅλα αὐτὰ πρέπει, βέβαια, νὰ προστεθῆ καὶ ἡ ἀθρόα καὶ ἀνεξέλεγκτη εἰσροή, τὰ τελευταῖα χρόνια, πολὺ μεγάλου ἀριθμοῦ ξένων προσφύγων, νομίμων ἢ παρανόμων, τῶν ὁποίων τὰ παιδιὰ ἐγγράφονται, ὡς γνωστόν, στὴν τάξη στὴν ὁποία προβλέπει ὁ τίτλος τὸν ὁποῖο ἔχουν λάβει ἀπὸ τὴ χώρα προέλευσής τους, ἄσχετα μὲ τὸ βαθμὸ γνώσης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τὴν ὁποία, στὴ μέγιστη πλειονότητά τους, ἀγνοοῦν παντελῶς. Σημειωτέον, βέβαια, ὅτι στὰ Σχολεῖα ποὺ φοιτοῦν παιδιὰ μεταναστῶν, πάρα πολὺ σπάνια ἐφαρμόζεται ἡ κείμενη νομοθεσία, ἡ ὁποία προβλέπει τὴ λειτουργία τμημάτων ὑποδοχῆς καὶ φροντιστηριακῶν γιὰ τὴ γλωσσικὴ ἐνίσχυση τῶν ξένων μαθητῶν.
Τὸ μεγάλο μας πρόβλημα, ὅμως, δὲν εἶναι οἱ ἀλλόγλωσσοι μαθητὲς (ποὺ στὸ κάτω κάτω, ἂν ἐφαρμοσθεῖ μὲ ἀκρίβεια ὁ νόμος, θὰ ὠφεληθοῦν καὶ οἱ ἴδιοι περισσότερο). Τὰ ἑλληνόπουλα διδάσκονται στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση ἐπὶ ἕξι χρόνια ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ βιβλίων ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴ Νεοελληνικὴ γλώσσα. Γιὰ τὶς τρεῖς τάξεις τοῦ Γυμνασίου διαθέτουμε τρία βιβλία τοῦ μαθητῆ, τρία ἐργασιῶν, τρία τοῦ καθηγητή, ἕνα γραμματικῆς, ἕνα συντακτικοῦ, ἕνα γλωσσικῶν ἀσκήσεων, δεκάδες σελίδων στὸ βιβλίο τῶν Ὁδηγιῶν τῶν φιλολογικῶν μαθημάτων τοῦ Γυμνασίου καθὼς καὶ ἱκανὸ ἀριθμὸ σελίδων γιὰ τὴ λεγόμενη διαθεματικότητα. Δεκατέσσερα βιβλία, συνολικά, γιὰ τὸ Γυμνάσιο, μὲ συνολικὸ ἀριθμὸ σελίδων γύρω στὶς χίλιες ἑπτακόσιες. Γιὰ τὶς τρεῖς τάξεις τοῦ Λυκείου, ἐξάλλου, διαθέτουμε τρία βιβλία τοῦ μαθητῆ, τρία τοῦ καθηγητή, ἕνα γλωσσικῶν ἀσκήσεων, ἕνα θεματικῶν κύκλων, δεκάδες σελίδων στὸ βιβλίο τῶν Ὁδηγιῶν τοῦ Λυκείου καθώς, ἐπίσης, καὶ τρία εὐμεγέθη βιβλία Ἀξιολόγησης τῆς Ἔκφρασης-Ἔκθεσης, τὰ ὁποία ἀρκετοὶ συνάδελφοι χρησιμοποιοῦν. Δώδεκα βιβλία, συνολικά, γιὰ τὸ Λύκειο μὲ συνολικὸ ἀριθμὸ σελίδων γύρω στὶς πέντε χιλιάδες ἑκατὸν τριάντα. Σύνολο σελίδων γιὰ τὴ Νεοελληνικὴ Γλώσσα περισσότερες ἀπὸ 6.800. Κυριολεκτικὰ μία βιομηχανία βιβλίων Νεοελληνικῆς Γλώσσας, χωρίς, φυσικά, νὰ ὑπολογίζονται τὰ ἐξωσχολικὰ βοηθήματα!
Παρὰ ταῦτα ἡ γλωσσικὴ παιδεία τῶν μαθητῶν μας στὸν γραπτὸ καὶ προφορικὸ λόγο εἶναι ἄκρως ὑποβαθμισμένη, τόσο ὑποβαθμισμένη ὅσο σὲ καμμιὰ ἄλλη στιγμὴ τοῦ Νεοελληνικοῦ κράτους, ἐνῶ ἡ εἰκόνα τῶν γραπτῶν τους στὸ μάθημα τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας τῶν Πανελληνίων Ἐξετάσεων τῆς Τρίτης τάξης τοῦ Λυκείου καὶ τῶν Τ.Ε.Ε. εἶναι ἀπελπιστική, καὶ νομίζουμε ὅτι κανεὶς ἀπό μᾶς, ποὺ ἔχει ἔστω καὶ λίγη σχετικὴ ἐμπειρία, δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν πραγματικότητα αὐτή. Ποτὲ ἄλλοτε δὲ διδασκόταν στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση τόσο μεγάλος ὄγκος ὕλης στὴ Νεοελληνικὴ Γλώσσα καὶ ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἦταν σὲ τόσο ἀπόλυτο βαθμὸ ἀντιστρόφως ἀνάλογη ἡ πληθώρα τῆς ὕλης μὲ τὴν πρόοδο τῶν μαθητῶν στὴ γλώσσα καὶ τὴ συναφῆ μὲ αὐτὴν ἐπιτυχία τους στὶς ἐξετάσεις! Ὑπάρχει ὄντως πρόβλημα. Καὶ ὄχι μόνο γλωσσικό. Περισσότερο σύνθετο. Θά μποροῦσε κάποιος νὰ τὸ ἐξετάση καὶ ἀπὸ ἄλλες πλευρὲς πέραν τῆς γλώσσας. Ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν οἰκονομικῶν συνεπειῶν.
Ὅλοι μας γνωρίζουμε ἀνθρώπους παλαιοτέρων ἐποχῶν, οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας φοιτήσει γιὰ ἕνα-δύο χρόνια στὸ Γυμνάσιο, μποροῦσαν καὶ διάβαζαν καὶ κατανοοῦσαν τὸν Παπαδιαμάντη, τὸν Κάλβο ἢ τὸν Παπαρρηγόπουλο. Σήμερα –τὸ γνωρίζουμε καλὰ– ἡ δυνατότητα αὐτὴ δὲν ὑφίσταται στοὺς πιὸ πολλοὺς ἀποφοίτους τῶν Λυκείων μας, Γενικῶν καὶ Ἐπαγγελματικῶν (γιατί ἄραγε πρέπει νὰ λαμβάνουν ἀπολυτήριο Λυκείου –καὶ μάλιστα ἁβρόχοις ποσὶ– οἱ πάντες;). Καὶ τοῦτο γιατί ὅλο καὶ περισσότερο τὰ κείμενα αὐτὰ παραγκωνίζονται, ἄρα καὶ ἡ γνώση τῆς γλώσσας μας στὴ διαχρονία της περιορίζεται. Οἱ ἀπόφοιτοί μας, δυστυχῶς, συνήθως δὲν κατανοοῦν πλήρως, ἂν δὲν προηγηθεῖ σχολαστικὴ ἐξομάλυνση ἀπὸ τοὺς καθηγητές τους, οὔτε κείμενα σοβαρά, δοκιμιακοῦ χαρακτήρα, γραμμένα ἀπὸ σύγχρονους συγγραφεῖς στὴ Δημοτική.
*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010