Ακούσαμε έκπληκτοι τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, Παύλο Μαρινάκη, να απαντά σε ερώτηση δημοσιογράφου σχετικά με την τοποθέτηση ενός μητροπολίτη περί της ομοφυλοφιλίας ως αμαρτήματος. Είπε, λοιπόν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ότι «προφανώς δεν είναι αμάρτημα και είναι λυπηρό να ακούγονται αυτές οι διατυπώσεις, που νομίζω δεν εκπροσωπούν ούτε τους πιστούς ούτε την Εκκλησία συνολικά. Είναι μειοψηφικές και μας βρίσκουν σθεναρά απέναντι». Το ζήτημα, βέβαια, δεν είναι οι δηλώσεις του «επί γης θεού» Μαρινάκη, που εξυπηρετεί τους δικούς του σκοπούς και αντιτίθεται πλήρως στον Αγιογραφικό και Πατερικό λόγο. Το θέμα είναι: Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να ορίζει την αμαρτία;
Μα τούτο ήταν επόμενο, όταν πριν από τέσσερα χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία της ιεραρχίας, εγκαταλείποντας την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, υιοθέτησε την «πολιτική» εκκλησιολογία, παραδίδοντας τα κλειδιά της Εκκλησίας στον Καίσαρα. Οι ναοί έκλειναν και άνοιγαν, από την πολιτεία, με μία Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ). Στη δεύτερη περίπτωση, των «ανοικτών» εκκλησιών, η ΚΥΑ καθόριζε και τον μέγιστο αριθμό των πιστών, ο οποίος ήταν ανάλογος του αριθμού των τετραγωνικών. Για να φτάσουμε όμως σε αυτή την «τετραγωνική» λογική προηγήθηκε, όπως είπαμε, η νέου τύπου «εκκλησιολογία», η οποία ανατρέπει τη νοηματοδότηση των εννοιών, με κεντρική αυτή της αμαρτίας.
Με το κλείσιμο της Εκκλησίας, λοιπόν, διεγράφη το πρόσωπο της Παναγίας. Αφού Εκείνη ανοίγει την πόρτα του ναού στους πιστούς ως Μητέρα του Θεού. Διαγράφοντας όμως τη Θεοτόκο, διαγράφεται και το γεγονός της Αειπαρθενίας της. Με αποτέλεσμα τη «νομιμοποίηση», πλέον, κάθε είδους αμαρτήματος. Με την ίδια «λογική», ο κυβερνητικός εκπρόσωπος «μεταμορφώνεται» σε επίγειο θεό, ορίζοντας και την έννοια της «αμαρτίας»!
Αναστάσιος Ομ. Πολυχρονιάδης