Και διατί, ρωτούν, στέλλει το παιδί «Εις την Αίγυπτον» ;
Με ακρίβεια αναφέρει την αιτία ο Ευαγγελιστής· «Ίνα πληρωθή γαρ ο λόγος “Ότι εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου”. Συγχρόνως απευθύνοντο εις την οικουμένην προμηνύματα αγαθών ελπίδων. Η Βαβυλών και η Αίγυπτος περισσότερον από κάθε άλλο μέρος της γης κατεκαίοντο από το πυρ της ασεβείας. Δεικνύουν λοιπόν εξ αρχής ότι θα διορθώση και τα δύο και θα τις κάμη καλύτερες, και δημιουργών με αυτά την πίστιν να προσδοκούμεν το καλόν δι’ όλην την οικουμένην, εις την μίαν απέστειλεν τους μάγους, εις την άλλην επήγεν ο ίδιος με την μητέρα του.
Εκτός των όσων είπαμε και κάτι άλλο διδασκόμεθα, το οποίον δεν συντελεί ολίγον εις την πνευματικήν κατάρτισίν μας.
Ότι εξ αρχής πρέπει να περιμένωμε πειρασμούς και επιβουλές. Βλέπεις ότι τούτο γίνεται από τα σπάργανα. Ευθύς ως εγεννήθη, μαίνεται ο τύραννος, ακολουθεί η φυγή και η εγκατάστασις εις χώραν εξορίας και εξορίζεται η αθώα μητέρα εις χώραν βαρβαρικήν. Ακούων αυτά, όταν αξιωθής να αναλάβης πνευματικήν διακονίαν και έπειτα δης να σε ευρίσκουν συμφοραί αθεράπευτοι και να υπομένης μυρίους κινδύνους, πρόσεξε να μη ταραχθής. Και κυρίως να μη ειπής· Τι σημαίνει τούτο; Και όμως έπρεπε να στεφανωθώ και να ανακηρυχθώ νικητής, να αποκτήσω όνομα και δόξαν, εφ’ όσον έπραξα την εντολή του Κυρίου. Αντιθέτως, να δεχθής τα πάντα με γενναιότητα, γνωρίζων ότι αυτή ακριβώς είναι η ακολουθία της πνευματικής ζωής· έχει παντού πειρασμούς κληρουμένους μαζί με αυτήν.
Κοίταξε πως δεν συμβαίνει τούτο εις το παιδί μόνον και εις την μητέρα του αλλά και εις τους βαρβάρους εκείνους (τους μάγους). Και εκείνοι κρυφά, ως φυγάδες, αναχωρούν.
Και εκείνη πάλιν, η οποία ουδέποτε διεσκέλισε το κατώφλιον του σπιτιού της, λαμβάνει εντολή να υπομείνη τόσον δρόμον, γεμάτον ταλαιπωρίες, εξ αιτίας του θαυμαστού παιδιού της και των πνευματικών ωδίνων.
Πρόσεξε και εδώ το παράδοξον. Η Παλαιστίνη καταδιώκει, και η Αίγυπτος υποδέχεται και σώζει τον καταδιωκόμενον. Διότι δεν εγίνοντο μόνον εις τα τέκνα του Ιακώβ προεικονίσεις αλλά και εις αυτόν τον Χριστόν και επρομηνούσαν όσα θα εξελίσσοντο αργότερο. Όπως έγινεν εις την περίπτωσιν του όνου και του πώλου.
Επαρουσιάσθη λοιπόν ο άγγελος και δεν απευθύνεται εις την Μαρίαν αλλά εις τον Ιωσήφ. Και του λέγει· «Εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού». Δεν λέγει εδώ την γυναίκα σου, αλλά την μητέρα του. Αφού εγεννήθη το παιδί και είχε διαλυθή η υποψία και είχε βεβαιωθή ο Ιωσήφ, ομιλεί απροκάλυπτα ο άγγελος· και δεν ομιλεί ούτε δια παιδί ιδικόν του, ούτε δια γυναίκα του. Αλλά του λέγει· «Παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και φεύγε εις Αίγυπτον». Συμπληρώνει δε την αιτίαν της φυγής. «Μέλλει γαρ ο Ηρώδης», λέγει, «ζητείν την ψυχήν του παιδίου».
Δεν εσκανδαλίσθη ο Ιωσήφ, όταν τα ήκουσεν αυτά, ούτε είπε το πράγμα είναι αίνιγμα· δεν έλεγες προηγουμένως, ότι «Σώσει τον λαόν αυτού»; Τώρα ούτε τον εαυτόν του δεν σώζει, αλλά είναι ανάγκη να φύγωμεν, να αποδημήσωμεν και να ζήσωμεν αλλού πολύν καιρόν. Τα πράγματα είναι αντίθετα προς τις υποσχέσεις. Δεν λέγει τίποτε από αυτά. Επίστευεν εις τον Θεόν. Ούτε δια τον χρόνον της επιστροφής δείχνει περιέργειαν, μολονότι ο άγγελος ωμίλησεν αορίστως δι’ αυτόν. «Έως γαρ αν είπωσοι, ίσθι εκεί». Ούτε και εις αυτό έδειξεν απροθυμίαν. Υπακούει, τον πιστεύει και υπομένει μετά χαράς όλους τους πειρασμούς.
Διότι συνεδύασεν με τα οδυνηρά αυτά ο φιλάνθρωπος Θεός και ευχάριστα· δεν δίδει ούτε τους κινδύνους ούτε τα ευχάριστα, κατά συνέχειαν, αλλά και με αυτά και με εκείνα υφαίνει τον βίον των δικαίων. Το ίδιο έκαμε και εδώ. Όταν επρόσεξεν ο Ιωσήφ την εγκυμοσύνην της Παρθένου, εταράχθη και ευρέθη εις την εσχάτην αμηχανία. Υπωπτεύθη την κόρην δια μοιχείαν. Ήλθε όμως ευθύς ο άγγελος, ο οποίος διέλυσε την υποψίαν και εξεδίωξε τον φόβον. Όταν είδε το παιδί, το οποίον εγεννήθη, εδοκίμασε την μεγαλυτέραν χαράν. Την χαράν όμως αυτήν διεδέχθη κίνδυνος και μάλιστα όχι μικρός· η πόλις ήτο ταραγμένη, ο βασιλεύς μαινόμενος αναζητούσε το νεογέννητον. Την ταραχήν όμως αυτήν διαδέχεται άλλη χαρά, ο αστήρ και η προσκύνησις των μάγων. Και άλλην μίαν φοράν μετά την ευχαρίστησιν αυτήν επακολουθεί φόβος και κίνδυνος. «Ζητεί γαρ», φησίν, «ο Ηρώδης την ψυχήν του παιδίου»· και είναι ανάγκη να φύγη και κατά το ανθρώπινον να μετοικήση.
Δεν έπρεπε να θαυματουργήση από τότε. Εάν έκαμνε θαύματα από μικράς ηλικίας, δεν θα εθεωρείτο άνθρωπος. Δια τούτο δεν δημιουργείται αμέσως τέλειος ναός, αλλά προηγείται η κυοφορία, το διάστημα των εννέα μηνών, αι ωδίνες, ο τοκετός, ο θηλασμός, η πολυχρόνιος ησυχία εν αναμονή της ανδρικής ηλικίας. Δια να γίνη με όλα αυτά ευκόλως δεκτόν το μυστήριον της οικονομίας.
Δια ποιον λοιπόν έγιναν αυτά τα σημεία εξ αρχής; ρωτά.
Δια την μητέρα, δια τον Ιωσήφ, δια τον Συμεών, ο οποίος επρόκειτο να αποθάνη, δια τους ποιμένας, δια τους μάγους, δια τους Ιουδαίους. Εάν ήθελον να προσέξουν εις αυτά, δεν θα απεκόμιζαν μικρόν ωφέλειαν δια την μελλοντικήν ζωήν.
Εάν οι προφήται δεν κάμνουν λόγον δια τους μάγους, μη ταταραχθής. Δεν ωμίλησαν βέβαια δι’ όλα ούτε και δι’ όλα εκράτησαν σιγήν. Όπως το να ιδής να έρχωνται τα πράγμα τα χωρίς να έχης ακούσει τίποτε δι’ αυτά σου προκαλεί μεγάλην έκπληξιν και ταραχήν, ομοίως και η ενημέρωσις δι’ όλα θα έκαμε τον ακροατήν να κοιμάται και δεν θα άφηνε τίποτε εις τους Ευαγγελιστές.
Και εάν αμφιβάλλουν οι Ιουδαίοι δια την προφητείαν λέγοντες ότι δι’ αυτούς έλέχ0η ο λόγος· «εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου», θα τους απαντήσωμεν ότι αυτός είναι ο νόμος της προφητείας· πολλές από αυτές πολλάκις διατυπώνονται δι’ άλλα πράγματα και εκπληρώνονται εις άλλα. Όπως η προφητεία δια τον Συμεών και τον Λευί· «Διαμεριώ γαρ αυτούς εν Ιακώβ και διασπερώ αυτούς εν Ισραήλ». Αυτό όμως εξεπληρώ0η εις τους απογόνους των.
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΟΜΙΛΙΑ Η’ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ – ΕΠΕ – σελ. 265-271, ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ