Η κ. Μαίρη Μπόση είναι καθηγήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Ειδικεύεται σε θέματα διεθνούς πολιτικής βίας και διεθνούς ασφάλειας. Κάνει την πρώτη της αποτίμηση για την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και σημειώνει ότι παρά την επικοινωνιακή καταιγίδα της υπερ-αισιοδοξίας για νέο ήρεμο κλίμα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ίδια έχει άλλη αίσθηση.
Μπορεί στην Ελλάδα όπως σημειώνει, να επικοινωνείται ότι το “κέρδος χρόνου με ηρεμία” είναι όφελος, η Τουρκία όμως πέραν της κυνικής τακτικής της σε αυτή την φάση για προσωπείο ηρεμίας δεν έχει και λόγους να χαλάσει το “κλίμα” από την στιγμή που όλες της οι αναθεωρητικές απαιτήσεις μένουν στο τραπέζι, ενώ την ίδια ώρα με δική μας συνυπογραφή ανοίγουμε νέο πεδίο δεσμεύσεων επί δικών μας δικαιωμάτων.
Η «Διακήρυξη της Αθήνας» μόνο ως πρόσχημα μπορεί να εκληφθεί το οποίο μπορεί να εργαλειοποιηθεί ως δαμόκλειος σπάθη, για να δικαιολογηθεί μια πιθανή επιθετική ενέργεια έναντι της Ελλάδας αφού μία οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις τουρκικές εξωφρενικές και άκρως υποτιμητικές απαιτήσεις, μπορεί να βαφτιστεί ως «υπονομευτική και απαξιωτική στο γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης», θέτοντας «σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας».
Μεταξύ αυτών, το να αναχαιτίζονται οι παραβιάσεις του ελληνικού FIR πέραν των 6 ν.μ., το να εξοπλίζονται νησιά που η ίδια θέλει αποστρατικοποιημένα, το να ασκεί η Ελλάδα απρόσκοπτα τα κυριαρχικά της δικαιώματα/κυριαρχία στις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες», το να διασφαλίζει τα σύνορά της έναντι των εργαλειοποιημένων μεταναστευτικών ροών, το να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από το Δίκαιο της Θάλασσας.
Ακόμη χειρότερα η ανάγνωση που κάνει η Τουρκία στην μειονότητα της Θράκης, ακόμη και μετά την παρέμβαση του Έλληνα Πρωθυπουργού, στο πεδίο, με το ποιους συνάντησε ο Ερντογάν, είναι αποκαλυπτική του πως χρησιμοποιεί τελικά αυτή την “Διακήρυξη Φιλίας”. Αντίστοιχα και ακόμη πιο επιθετικά αντιμετωπίζεται και η Κυπριακή Δημοκρατία.