Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος
Μιὰ μορφὴ καλῆς ἀγωνίας παρουσιάζεται στὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἀναγιγνώσκεται στὶς Ἐκκλησίες μας τὴν Κυριακὴ ΙΒ’ Ματθαίου (ιθ’ 16-24). Καὶ μάλιστα ἡ καλὴ αὐτὴ ἀγωνία διακατέχει ἕναν νέο, ὁ ὁποῖος προσερχόμενος στὸν Κύριο τὸν ῥωτᾶ: «τί ἀγαθὸν ποιήσω, ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (ὅ. π. 16)
Εἶναι, πράγματι, παρήγορο ὅτι ἕνα τέτοιο ἐρώτημα ἀπασχολεῖ ἕναν νέο ἄνθρωπο. Αὐτὸ δείχνει ὅτι ὁ νέος ἐκεῖνος εἶχε τὴν κατάλληλη προπαιδεία στὴν ἐν Χριστῶ ζωὴ καὶ ποθοῦσε κάτι παραπάνω. Εἶχε τὸ ὅραμα νὰ ἀποκτήσῃ τὸ εἰσιτήριο γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Πόσο ἅγιος ὁ πόθος του καὶ πόσο ὄμορφη ἡ ἀγωνία του!
Ἀκόμη καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ νέος ἀποκαλεῖ τὸν Κύριο ἁπλῶς «ἀγαθὸν διδάσκαλον», δὲν τὸν ἀναγνωρίζει δηλαδὴ ὡς Θεό, δὲν ὑποβαθμίζει τὴν γνησιότητα καὶ τὴν εἰλικρίνεια τοῦ ἐνδιαφέροντός του, λένε οἱ Πατέρες, καὶ μάλιστα ὁ Χρυσόστομος, ποὺ σχολιάζουν ὅτι ὁ συγκεκριμένος νέος δὲν εἶναι σὰν τὸν ἄλλον, τὸν νομικό, ποὺ «ἐκπειράζει» καὶ μοιάζει νὰ εἰρωνεύεται τὸν Κύριο (Λουκ., ι’ 25). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ἀναφέρει σχετικὰ ὅτι «ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν.» (Μαρκ., ι’ 21).
«Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός», τοῦ ἀπαντᾶ, διακριτικά, ὁ Κύριος καὶ δέχεται νὰ τὸν συμβουλεύσῃ ὡς ἁπλός διδάσκαλος: «εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς.» (Ματθ., ιθ’ 17). Σημειωτέον ὅτι λέει «εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν», διότι μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή, ἡ αἰωνία!
Αὐτονόητα ὁ νέος ζητᾶ νὰ μάθῃ «ποίας» ἀπ’ ὅλες τὶς ἐντολὲς νὰ τηρήσῃ, καθὼς ὁ μωσαϊκὸς νόμος εἶχε ἑξακόσιες τόσες ἐντολές! Οἱ Πατέρες, στὸ σημεῖο αὐτό, ἐπισημαίνουν καὶ πάλι ὅτι ὁ Κύριος, ὄχι τυχαῖα, ἀσφαλῶς, δίνει ἔμφαση στὶς κοινωνικές ἀρετές, ποὺ σχετίζονται μὲ τὸν συνάνθρωπο: «οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.» (Ματθ., ιθ’ 18-19).
Ὅσο γιὰ τὴν ἐντολή «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» εἶναι ἡ «δευτέρα ὁμοία» τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ ἴδιο βασικὴ μὲ τὴν «πρώτη» ἐντολή «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Μάρκ., ιβ’ 28), γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «Μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι.» Ὁ δὲ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, λέει χαρακτηριστικά: «Καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ’ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ.» (Α’ Ἰωάν., δ’ 21), συμπληρώνοντας μὲ νόημα: «εἰ οὕτω ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν.» (ὅ. π. 11).
Ἡ ἀπάντηση τοῦ νέου στὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου, κατ’ ἀρχάς, ἐντυπωσιάζει: «πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Τί ἔτι ὑστερῶ;» ( Ματθ., ιθ’ 21). Πράγματι, ὁ νέος ἐφήρμοζε ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ νόμου, ἦταν ὁ ἴδιος καθαρὸς καὶ ἄμεμπτος καὶ δὲν ἔβλαπτε σὲ τίποτε τοὺς συνανθρώπους του. Ποιός σημερινὸς νέος –καὶ ὄχι μόνον- μπορεῖ νὰ ἰσχυριστῆ ὅτι πράττει καὶ ἐκεῖνος τὸ ἴδιο;
Ἐνῶ, ὅμως, ἦταν ἠθικὸς καὶ ἄμωμος, ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου ἔνοιωθε, κατὰ βάθος, ὅτι κάτι τοῦ λείπει καὶ γι’ αὐτὸ ῥωτάει τὸν Κύριο: «Τί ἔτι ὑστερῶ;» Ὅταν κάποιος ἀκολουθῆ μόνον τὶς ἐντολὲς τοῦ Παλαιοῦ Νόμου, δὲν μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται πλήρης, σημειώνουν οἱ Πατέρες, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς ἦλθε νὰ συμπληρώσῃ τὸν νόμο αὐτὸν μὲ τὴν «καινὴν ἐντολήν», τῆς ἀγάπης: «καὶ ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.» (Ἰωάν., ιγ’ 35).
Σ’ αὐτό, ἀκριβῶς, ὑστεροῦσε ὁ νέος μας, στὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό, ἡ συμβουλὴ τοῦ Κυρίου: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.», τὸν ἔκανε νὰ ἀπέλθῃ «λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά.» (Ματθ., ιθ’ 21-22).
Ἂς μὴν μᾶς παραξενεύῃ ἡ ἀντίδραση τοῦ νεανίσκου. Ἐξ ἄλλου καὶ ἐμεῖς, οἱ περισσότεροι, στὴν πρόσκληση τοῦ Κυρίου νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, στεκόμαστε μόνον στὸ «ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς», λέγοντας: «Ἔ, ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνωμε αὐτό. Δὲν εἴμαστε πλούσιοι. Ἂς δώσουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν.»
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ νὰ διαθέσῃ κανεὶς ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν του, χωρὶς νὰ κρατήσῃ τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, εἶναι δεῖγμα τελείας ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν συνάνθρωπο. Μόνον ὅποιος ἀγαπᾶ τελείως, ὁλοκληρωτικά, τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ ἐμπιστευτῆ τελείως τὸν ἑαυτό του στὰ χέρια Του, διότι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον.»
Ἐμεῖς, ὅμως, φοβόμαστε, διότι δὲν ἀγαπᾶμε τὸν Κύριο, οὔτε ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ μᾶς προσφέρει γιὰ τὴν θυσία μας: «… καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ». Ἔτσι, δὲν ἀγωνιζόμαστε κἄν, ὄχι γιὰ νὰ γίνωμε τέλειοι, ἀλλὰ οὔτε καὶ γιὰ νὰ γίνωμε σωστοὶ Χριστιανοί.
Αὐτὸ στὴν πράξη σημαίνει ὅτι ἀρεσκόμαστε νὰ δουλεύωμε «δυσὶν κυρίοις», καὶ στὸν Χριστὸ καὶ στὸν μαμωνά, τὸν Θεὸ τοῦ κέρδους. Ἐπίσης, νὰ πηγαίνωμε στὴν Ἐκκλησία ποὺ μᾶς κηρύσσει ὅτι ὁ Σωτήρας Χριστὸς εἶναι ἡ «βεβαία ἐλπίδα» καί, συγχρόνως, νὰ ἐμπιστευώμαστε καὶ τοὺς κάθε λογῆς ψευδοσωτῆρες, ποὺ μᾶς «φλομώνουν» μὲ ἐλπίδες. Ἐπὶ πλέον, νὰ λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς χαρίζει τὴν αἰωνία δόξα, καί, παραλλήλως, νὰ λατρεύωμε τὶς δόξες καὶ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου τούτου. Πάνω ἀπ’ ὅλα, ὅμως, νὰ λατρεύωμε τὸν κακό μας ἑαυτὸ καὶ τὰ πολλά μας πάθη, τὰ ὁποῖα, μάλιστα, συχνὰ προβάλλομε ὡς κατορθώματα!
Ἂς μὴν βιαστοῦμε, ἑπομένως, νὰ κατηγορήσωμε τὸν νέο τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὸ δικό του πάθος. Ἐκεῖνος ἦταν τόσο πολὺ προσκολλημένος στὰ πολλά του ἀγαθά, ὥστε «ἐλυπήθη σφόδρα», ὅταν ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νὰ τὰ χαρίσῃ, ἀποδεικνύοντάς του, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὅτι δὲν φτάνει μόνον νὰ θέλῃ κανεὶς νὰ γίνῃ τέλειος Χριστιανός, χρειάζεται νὰ κάνῃ καὶ τὶς ἀνάλογες θυσίες.
Καὶ ὅμως, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι, στὴν πραγματικότητα, οὔτε ἐμεῖς δὲν ἔχομε διάθεση νὰ κάνωμε καμμία θυσία γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν εἰκόνα Του, τὸν συνάνθρωπό μας, ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης παραβλέπει τὶς ἐλλείψεις ἢ καὶ παραλείψεις μας, γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας μας.
Ἀπόδειξη, ὅταν οἱ μαθητές Του τὸν ῥωτοῦν μὲ ἀπορία «τίς ἄρα δύναται σωθῆναι;» μόλις κάνει τὴν διαπίστωση «…εὐκοπώτερόν (=εὐκολώτερο) ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν.», Ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντᾶ μὲ βεβαιότητα: «τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῶ ἐστίν.» (Ματθ., ιθ’ 24-26).
Νὰ σημειωθῆ ὅτι, κατὰ τὴν ἀντίληψη τῶν Ἑβραίων, οἱ πλούσιοι θὰ σώζονταν, ἐπειδὴ εἶχαν εὐλογηθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὰ ἀγαθὰ ποὺ κατεῖχαν. Βεβαίως, γιὰ τὸν Κύριο ἡ εὐλογία παραμένει ὅταν καὶ ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀγαθῶν εἶναι τίμια καὶ ἡ διαχείρισή των ὀρθὴ καὶ συνετή, καὶ μάλιστα πρὸς ὄφελος τῶν ἐν περιστάσει ὄντων ἀδελφῶν μας. Ἐξ ἄλλου, μὴν λησμονοῦμε ὅτι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ» καὶ ὅλα τὰ ἀγαθὰ ἐπίσης!
Κοντολογίς, ἂς υἱοθετήσωμε καὶ ἐμεῖς τὴν καλὴ ἀγωνία τοῦ νέου γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς αἰωνίου ζωῆς ἀλλὰ ἂς μὴν τὸν μιμηθοῦμε στὴν ἀπροθυμία του νὰ συνδράμῃ τὸν ἀδελφό του, ὅταν μάλιστα αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐπιθυμία τοῦ Κυρίου καὶ ἐπιταγὴ τοῦ Εὐαγγελίου Του. Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι, ἀγωνιζόμενοι «τὸν καλὸν ἀγῶνα» (Β’ Τιμ., δ’ 7), θὰ λάβωμε περισσὴ εὐλογία, χάρη καὶ ἔλεος παρὰ τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Σωτῆρος καὶ πανανθρωπίνου Εὐεργέτου μας. Ἀμήν! Γένοιτο!