Περσυνάκη Ἐμμανουὴλ
Καθηγητοῦ-Ἱεροψάλτου
Κανένα κοσμοϊστορικὸ γεγονὸς δὲν ἐπηρέασε τόσο τὸν βίο τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο θεμελίωσε μία διαφορετικὴ ἠθικὴ συμπεριφορὰ ἡ ὁποία ἐπέβαλε μία προσαρμογὴ τῆς τότε ἐξουσίας. Πολὺ σύντομα τίθεται ὑπὸ ἀμφισβήτηση ἡ μέχρι τότε κρατοῦσα ἄποψη καὶ πρακτικὴ γιὰ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία ἀναγκάζεται νὰ θέσει σὲ πρώτη θέση τὴν ἀξία τοῦ ἐξουσιαζόμενου. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία πρόβαλλε κοντὰ στὴν ἐξουσία ὡς αὐτόνομος καὶ αὐτοτελὴς ὀργανισμὸς ποὺ ἀντλοῦσε τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸν ἱδρυτὴ Ἰησοῦ Χριστό.
Ἦταν φυσικὸ νὰ βρεθεῖ ἀντιμέτωπη μὲ τὴν ἐπικρατοῦσα τότε Ρωμαϊκὴ ἐξουσία, ἡ ὁποία κατὰ τὸν τρίτο μ.Χ. αἰώνα παρουσίαζε σημεῖα ἠθικῆς, κοινωνικῆς ἀλλὰ καὶ πολιτικῆς ἀποσύνθεσης, τὰ ὁποῖα μὲ τὸν καιρὸ πλήθαιναν, μὲ ἀποτέλεσμα, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάπτυξη σὲ μεγάλο βαθμὸ δυσπιστίας μεταξὺ ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων. Ἡ αὔξηση τοῦ βάθους καὶ τοῦ πλάτους αὐτῆς τῆς δυσπιστίας μεγάλωνε καὶ τὴ βαναυσότητα τῆς Ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ θεωρεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀντικείμενο-πράγμα (res). Ἡ ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο δημιουργοῦσε ἐμπόδια στὴν τότε ἐξουσία, γι’αυτὸ οἱ Χριστιανοί, ποὺ ἦταν ἀντικείμενο ἐξουσίας, πλήρωναν μὲ αἷμα τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἶχαν ἀντίρρηση νὰ ὑποταχθοῦν στὴν ἐξουσία, ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ ἦταν «διάκονος εἰς τὸ ἀγαθόν». Ἡ ποιότητα τῆς Ρωμαϊκῆς ἐξουσίας ὅμως δὲν ἦταν τέτοια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀνατραποῦν τὰ μέχρι τότε ἰσχύοντα κριτήρια ἀξιολόγησης τῆς ἐξουσίας.
Ὁ τέταρτος μ.Χ. αἰώνας κατὰ τὸν Δ. Ζακυνθινὸ ὑπῆρξε αἰώνας τῶν μεγάλων ἀλλαγῶν, τομῶν τολμηρῶν προσανατολισμῶν, μεγάλων ἐπιτευγμάτων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐξέχουσα θέση κατέλαβε ἡ συμφιλίωση τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος μὲ τὶς ἀξίες τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας, ἡ πολιτικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἑνότητα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἡ θεμελίωση τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ἰδεολογίας.
Ὅλοι οἱ μελετητὲς συμφωνοῦν στὴν ἄποψη ὅτι οἱ πρωτεργάτες σ’ αὐτὲς τὶς μεταβολὲς ἀναδείχθηκαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος Θεολόγος, καὶ ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος , ἡ μνήμη τῶν ὁποίων τιμᾶται κάθε χρόνο στὶς 30 Ἰανουαρίου. «Μὲ τὴ μοναδικὴ ἑλληνικὴ παιδεία τους, παρόμοια τῆς ὁποίας εἶναι δύσκολο νὰ βρεῖ κανεὶς στοὺς χρόνους τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας, ἀδύνατο δὲ στὴ σημερινὴ Ἑλλάδα, καὶ μὲ τὴ βαθειά τους θρησκευτικὴ καλλιέργεια, κατέστησαν τὸν αἰώνα τους, τὸν τέταρτο μ.Χ. αἰώνα, ὄχι ἁπλῶς ἐφάμιλλο τοῦ κλασσικοῦ τετάρτου π.Χ. αἰώνα, ἀλλὰ καὶ πολὺ ὑπέρτερον ἐκεινοῦ».
Πολλὲς φορές, πολλοὶ πολλὰ ἔγραψαν γιὰ τοὺς τιμωμένους Ἁγίους. Νομίζω ὅτι θὰ ἦταν χρήσιμο νὰ ἀναφερθοῦμε στὶς ἀπόψεις-θέσεις τους, ποὺ εἶχαν γιὰ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ἐλπίζοντας νὰ προκαλέσουμε τὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀσκούντων τὴν ἐξουσία γιὰ τὴ βαθύτερη ἔρευνα ποὺ πολὺ θὰ τοὺς ὠφελοῦσε.
Στὴν προσπάθειά τους νὰ καθορίσουν τὶς σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ ἐξουσίας μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφὴ διατύπωσαν ἀπόψεις καὶ θέσεις γιὰ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία διαχρονικῆς ἀξίας. Τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων μὲ τὸ ὁποῖο κατοχυρώθηκε ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, ἡ ὁποία κατὰ τὴ γνώμη τῶν καθηγητῶν Σβώλου καὶ Βλάχου, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικότερα ἀτομικὰ δικαιώματα, χωρὶς τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία, τοὺς προσέφερε πρόσφορο ἔδαφος, γιατί διαμέσου αὐτοῦ ἡ πολιτεία ἔμμεσα ἀποδεχόταν ὅτι λαμβάνει ὑπόψη τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας στὶς νομοθετικὲς ρυθμίσεις. Ἔτσι στὴν ἀρχὴ τοῦ τέταρτου μ.Χ. αἰώνα ἄρχισε νὰ διαμορφώνεται μία καινοτόμος ἀντίληψη γιὰ τὴν ἀποστολὴ καὶ τὸν χαρακτήρα τῆς ἐξουσίας σὲ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο.
Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες χωρὶς νὰ εἶναι πολιτειολόγοι κατόρθωσαν χάρη στὴ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ διαφωτίσουν καὶ νὰ καθοδηγήσουν τὸν λαό, νὰ περιγράψουν τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς ἐξουσίας ὅπως τὰ ἤθελε ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἐξουσία ἀπορρίπτεται πάντοτε, γιατί εἶναι ἕνα μικρὸ ἢ μεγάλο κακό, δὲν εἶναι ὀρθή. Ἐπιθυμοῦν τὴ συζυγία τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας μὲ τὴν ἀγάπη διὰ μέσου αὐτῆς ἡ ἐξουσία. «Κοινὸν ἀγαθὸν ἀνθρώποις ἐκ Θεοῦ χάροιτος». Γιὰ τὸν Ἱερὸ Χρυσόστομο ἡ συνύπαρξη ἐξουσίας καὶ Ἐκκλησίας οἰκονομεῖται γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων «Χριστῷ συνάρχουσι Χριστῷ συνδιοικοῦσι» πάντα μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη. «Οὐκ ἐστὶν ἐξουσία εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ τεταγμένη», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος προσδιορίζοντας τὸν Θεὸ ὡς πηγὴ ἐξουσίας. Μία ἄποψη ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴ σύγχρονη ἀντίληψη περὶ πηγῆς τῆς ἐξουσίας. Σήμερα ὅλοι δέχονται ὡς πηγὴ ἐξουσίας τὸν λαὸ , ὁ ὁποῖος διαθέτει δῆθεν ἀλάνθαστο πολιτικὸ αἰσθητήριο γιὰ νὰ μποροῦν ἔτσι νὰ τοὺς μεταθέτουν εὔκολα κάθε πολιτικὴ εὐθύνη.
Ο Μ. Βασίλειος λέγει «Κύριος καθιστᾶ Βασιλεῖς». Τί συμβαίνει ὅμως σήμερα μὲ τὰ διάφορα ἐκλογικὰ καὶ πολιτικὰ παιχνίδια ποῦ παίζονται στὴν πλάτη τοῦ λαοῦ; Θεωρητικὰ ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσοπολιτείας ἐμποδίζει τὴν προνομιακὴ ἀντιμετώπιση κάποιων πολιτῶν σὲ σχέση μὲ ἄλλους. Εἶναι γνωστὸ ὅμως σὲ ὅλους μας τὸ τί συμβαίνει μὲ τὸ λεγόμενο «περιβάλλον» τῶν πολιτικῶν. Αὐτὴ ἡ τακτική, φαινόμενο τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου καυτηριάζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο ὁ ὁποῖος ὑπογραμμίζει «Οὐ φύσει (δηλ. κληρονομικῷ, φιλικῷ πολιτικῷ δικαιώματι) κρατοῦσιν (οἱ ἡγεμόνες) τῶν ὁμοδούλων».
Ἡ λαϊκὴ ἀλλὰ καὶ θεϊκὴ ἐντολὴ πρέπει νὰ συνυπάρχουν γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας κατὰ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες. Πρῶτος ὁ Μ. Κωνσταντῖνος θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἐπίσκοπο γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις τῶν ὑπηκόων του, ὅταν ἀπευθυνόμενος στοὺς πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔλεγε: «Ἀλλ’ὑμεῖς μὲν τῶν εἴσω τῆς Ἐκκλησίας, ἐγὼ δὲ τῶν ἐκτὸς ὑπὸ Θεοῦ καθιστάμενος ἐπίσκοπος ἂν εἴην». Αὐτὴ ἡ φιλοσοφία διακατεῖχε τὰ ἐκλεκτορικὰ σώματα τῶν Βυζαντινῶν. Ἔτσι ἡ ἐξουσία δὲν ἐγκλωβίζεται σὲ σκοπιμότητες καὶ δὲν παράγει κρίσεις, οὔτε διαφθείρει τὰ ἄτομα ποὺ τὴν ἀσκοῦν.
Φιλόθεος, φιλάνθρωπος ἀλλὰ καὶ ὁμόδουλος πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἐξουσία, ἰδιότητες ποὺ πηγάζουν ἀπὸ τὴ θεία προέλευσή της . «Οἱ ἄρχοντες Χριστῷ συνάρχουσι καὶ συνδιοικοῦσι» λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος θέλει τὴν ἐξουσία νὰ ἀποφεύγει τὶς βαναυσότητες , ἀλλὰ καὶ νὰ χαρίζει τὰ χρέη αὐτῶν ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ τὰ ἐξοφλήσουν ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν φιλανθρωπία της . Ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς ὁμόδουλοι, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦν τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. «Ὅς ἐὰν θέλῃ ἐν ἠμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος καὶ ὃς ἐὰν θέλη ἐκ ὑμὶν εἶναι πρῶτος, ἔσται πάντων ὑμῶν δοῦλος».
Γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ἡ ἐξουσία διακονεῖ τὸν λαό, ἐξομαλύνει τὶς κοινωνικὲς ἀνισότητες, λυτρώνει τὸν λαὸ ἀπὸ τὰ δεινά. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γράφει: «Ὁ Βασιλεὺς σώματα ἐμπιστεύεται (φροντίζει) καὶ «τὸ οἰκονομεῖν τὰ ἐπὶ τῆς γὴς ἔργον τῆς ἐξουσίας εἶναι». Ἐὰν ἡ ἐξουσία ἔτσι κινεῖται, τότε ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ τὴ θεωρεῖ «συνεργὸ καὶ βοηθό της».
Μία τέτοια ἐξουσία πρέπει νὰ ἔχει καὶ τὰ ἀνάλογα μέσα, ἐπιβολῆς στὰ ὁποῖα ὅμως ἐπιβάλλεται, αὐστηρὰ ἐπιλογή. Ἀπὸ τὰ μέσα αὐτά, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἀποκλείουν τὴ βία καὶ τὴ θανατικὴ ποινή, δέχονται ὅμως τὸν νόμο, τὴν ἀπειλή, τὸν ἐξαναγκασμό. «Ὁ βασιλεὺς ἀναγκάζει» γράφει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἀναλύοντας τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Γρηγόριος Θεολόγος τονίζει: «Μαζὶ μὲ τὴν ἐξουσία οἱ ἄρχοντες λαμβάνουν καὶ τὸ ξίφος ὄχι ὅμως γιὰ χρήση, ἀλλὰ γιὰ ἀπειλὴ καὶ ἐκφοβισμό, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ παραδώσουν, καθαρὸ ὡς ἀνάθημα στὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἔδωσε, ὅταν παραδώσουν τὴν ἐξουσία».
Δέχονται τὸν νόμο, ὅταν αὐτὸς ἀντιστέκεται στὸ δίκαιο καὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτὸ πιστοποιεῖ τὴν ἀναξιότητά τους. Βρίσκονται στὰ ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τους οἱ ἄρχοντες μόνο ὅταν οἱ πράξεις τους εἶναι θεάρεστες καὶ τοὺς συνιστοῦν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες «Σκῆπτρον ἐξουσίας παρὰ Θεοῦ δεξάμενος σκέπτου πῶς ἀρέσεις τῷ ταύτην σοι δεδωκότι». Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος θέλει τὸν ἄρχοντα νὰ ὑποτάσσεται στὸ νόμο γι’αὐτὸ τονίζει «ἄρχοντες ἀρχόντων εἰσὶν οἱ νόμοι». Παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ αὐτὴ δίδει τὸ δικαίωμα ἀμφισβήτησης τῆς ἐξουσίας, γιατί δέχεται «οὐδέ σοι πάντα ἔξεστιν , ὦ βασιλεῦ. Αὐτὸ γὰρ τοῦτο ἐστὶ βασιλεία τὸ μὴ πάντα τῆς ἐπ’αὐτῆς ἐξεῖναι».
Κάθε ἐξουσία πολιτικὴ ἢ ἐκκλησιαστικὴ πρέπει νὰ μένει «ἔσω τῶν οἰκείων ὅρων», δὲν πρέπει νὰ ἀναμιγνύεται στὶς δικαιοδοσίες τῆς μίας ἢ ὅτι οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καθορίζουν τὰ ὅρια τῆς ἐξουσίας ὥστε νὰ ἀσκεῖται χωρὶς ἐπικαλύψεις καὶ σφετερισμούς.
Ὅταν οἱ ἄρχοντες ἀποδειχθοῦν ἀνίκανοι ἢ ἀκατάλληλοι, ἢ ἐπίορκοι, ἢ σκαναδαλίζουν τὸν λαό, τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος προτιμᾶ «ὄχι τὸν τοῦ κρατοῦντος νόμον, ἀλλὰ τὸν τοῦ κτίσαντος». Γι’αὐτὸ καὶ στὸ Βυζάντιο ὅταν οἱ αὐτοκράτορες ἀπέκλιναν ἀπὸ τὴν ἀποστολή τους, κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἰ. Καραγιανόπουλο, τότε ὁ λαὸς ἀσκοῦσε τὸ δικαίωμα τῆς ἀντιστάσεως μὲ πρωτοπόρους τοὺς κληρικοὺς τῶν ὁποίων ἡ δύναμη καὶ ἡ παρρησία ἀπέβη τὸ βῆμα τῆς λαϊκῆς θελήσεως καὶ τοῦ δικαίου.
Αὐτὸ τὸ πρότυπο ἐξουσίας ζητοῦν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες σήμερα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες. Νὰ γιατί ἀποτελοῦν γιὰ τὴ σύγχρονη ἐξουσία καὶ τὸν ἐξουσιαζόμενο λαό, ποὺ ζητᾶ δημοκρατία ὅσο ποτέ, μία πρόκληση. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τιμοῦνται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀσκοῦντες τὴν ἐξουσία, πρὸς τοὺς ὁποίους, πολλὰ ἔχουν νὰ ὑποδείξουν, ὥστε ἡ ἐξουσία νὰ ἀσκεῖται ἐπ’ἀγαθῷ τοῦ λαοῦ καὶ εἰς δόξαν Θεοῦ.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012