Φουντῆ Ἑλένης
Φιλολόγου Ὑποψηφίας Διδάκτωρος Α.Π.Θ.
Ἐν ἔτει 2016 ἡ ἑλληνικὴ ἀρθρογραφία βρίθει ἀφενὸς σοφισμάτων ὑπὲρ τῆς μείωσης διδακτικῶν ὡρῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο, ἀφετέρου ἐπιχειρημάτων γιὰ τὴν ἀξία της, ὄχι μόνο γιὰ τὴν παιδεία, ἀλλὰ καὶ γενικότερα γιὰ τὴ διαχρονικὴ προσφορά της στὸ σύγχρονο γίγνεσθαι.
Ἕνας φιλόλογος μπρὸς σὲ τέτοιες συζητήσεις δὲ μπορεὶ παρὰ νὰ θυμηθεὶ τὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τῶν Ἀρχαίων τῆς Α΄ Γυμνασίου, στὴν πρώτη ἑνότητα του ὁποίου παρατίθεται ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὀμιλία τοῦ Ξενοφῶντα Ζολώτα στὸ Διεθνὲς Νομισματικὸ Ταμεῖο στὶς 26/9/1957: “Our critical problems such as the numismatics plethora generate some agony and melancholy. This phenomenon is characteristic of our epoch…In parallel, a panethnic unhypocritical economic synergy and harmonization in a democratic climate is basic…”. Ἀδιαμφισβήτητα, παρὰ τὸ πολιτικο-οικονομικὸ περιεχόμενο τοῦ χωρίου (ἐπίκαιρο μὲν στὸ Εὐρωπαϊκὸ σκηνικό) ξεκάθαρα ἐφελκύει γλωσσολογικές παρατηρήσεις. Ἐπιπρόσθετα, δύσκολα λησμονεὶ κανεὶς ὅτι ἡ διεθνὴς Ἀγγλικὴ χρησιμοποιεῖ σήμερα πάνω ἀπὸ 50.000 λέξεις ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ὅπως λόγου χάρη democracy (<δημοκρατία), philosophy (<φιλοσοφία) καὶ history (<ἱστορία). Ἀρχαῖα ἢ διαχρονικά;
Πολλὰ τέτοια δάνεια ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σὲ ὅλες τὶς Ἰνδοευρωπαϊκὲς γλῶσσες ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀξία της σὲ ἠθικο-πνευματικὸ ἐπίπεδο. Ἡ γλῶσσα αὐτὴ μέσῳ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ μεταδίδει ἀξίες, ἤθη, ἔθιμα, μὲ μία λέξη «πολιτισμό». Γλῶσσα, ὅπως καὶ λόγος εὐρύτερα, σημαίνει ἐπικοινωνία. Τῷ ὄντι, μέσῳ αὐτῆς ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀνταλλαγὴ αἰσθημάτων, σκέψεων, ἰδεῶν καὶ ἁπλῶν πληροφοριῶν. Μελετώντας τὴν ἀρχαία γραμματεία διαπιστώνει κανεὶς ὅτι ἡ παραπάνω διαδικασία ἐπιτυγχάνεται σὲ μέγιστο βαθμό.
Κοινὸ αἴσθημα ἀποτελεῖ ἡ ἐγγύτητα ποὺ νιώθει κανεὶς μὲ ὅποιον μετέχει στὴν παιδεία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας παρὰ μὲ ὅσους ἔχουν ἑλληνικὴ καταγωγὴ ἀλλὰ ποτὲ δὲ γνώρισαν τὶς ῥίζες τους. Καὶ τοῦτο μπορεὶ νὰ συμβεὶ μὲ τὴ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελοῦν οἱ ὁμολογίες μαθητριῶν Λυκείου. Ἡ πρώτη παραδέχθηκε ὅτι μόνο μετὰ τὴ διδασκαλία τοῦ ἄγνωστου ἀρχαίου ἀποσπάσματος ἄρχισε νὰ κατανοεῖ καλύτερα ὅσα ἄκουγε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ δεύτερη ὑπογράμμισε ὅτι μελετώντας χριστιανικὰ κείμενα στὸ Κατηχητικὸ τῆς γεννιέται ἡ ἐπιθυμία νὰ τὰ ἀναλύσει συντακτικά.
Ἄν ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς μείωσης διδακτικῶν ὡρῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο ἀποτελεῖ ἡ ἀνάγκη αὔξησης ὡρῶν γιὰ τὴ διδασκαλία τῆς νέας ἑλληνικῆς, ἕνας φιλόλογος πιστοποιεῖ ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν «ἀριστούχων» μαθητῶν στὸ μάθημα τῶν Ἀρχαίων ταυτίζεται μὲ αὐτὴν τῶν «ἀριστούχων» στὰ Νέα. Ἡ ἀδυναμία τοῦ ἐπιχειρήματος αὐτοῦ ἐνισχύεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀπεριόριστη παραγωγικὴ ἱκανότητα λέξεων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ὅπως καὶ τὴν ὀρθογραφία της, καθῶς συμβάλλουν τὰ μέγιστα στὴν καλύτερη γνώση καὶ ἐκμάθηση τῆς Νέας ἑλληνικῆς.
Ἀλλὰ καὶ πέραν τοῦ σχολικοῦ μικρόκοσμου, ἡ σπουδαιότητα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας ἔγκειται κυρίως σὲ πολιτισμικο-ιστορικό ἐπίπεδο. Ὡς αὐτόνομο γνωστικὸ ἀντικείμενο ἡ σημασία της οὐκ ὀλίγη. Πρόκειται γιὰ τὴ μητέρα τῶν ἐπιστημῶν, οἱ τελευταῖες κυοφορήθηκαν σὲ πληθώρα ἀρχαίων ἔργων. Ὁ λόγος γίνεται γιὰ τὴν ποίηση, εἲτε εἶναι ἐπική, λυρική, χορικὴ ἤ δραματική, δηλαδὴ τραγωδία, κωμωδία ἢ ἀλλιῶς θέατρο. Ἀκόμη, δὲν εἶναι λίγα τὰ σπέρματα τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας, πεζογραφίας, ῥητορικῆς, μυθιστορήματος ἀλλά καὶ ἱστοριογραφίας. Ἐν κατακλεῖδι, παράλειψη θὰ ἀποτελοῡσε ἡ μὴ ἀναφορὰ στὴ συμβολὴ τῶν επιστημῶν: μαθηματικά, φυσική, νομική, ἀστρονομία, ἰατρική, βοτανική καὶ γλωσσολογία. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ εὔκολα ἐνστερνίζεται κάποιος τὰ λεγόμενα τοῦ Γερμανοῦ ποιητῆ, ἱστορικοῡ καὶ φιλοσόφου Schiller: «Καταραμένε Ἕλληνα, τὰ βρῆκες ὅλα, φιλοσοφία, γεωμετρία, φυσική, ἀστρονομία, τίποτα δὲν ἄφησες γιὰ μᾶς.»
Ἀντίθετα, μὲ γλῶσσες ὅπως τὰ χεττιτικὰ ἢ τὰ ἀσσυριακά, ποὺ ἐξαφανίστηκαν καὶ ἀντικαταστάθηκαν ἀπὸ ἄλλες γλῶσσες, τὰ ἑλληνικὰ δὲν εἶναι μιὰ ˝νεκρή˝ γλῶσσα- κάθε ἄλλο! Τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ θὰ τὰ χαρακτηρίζαμε πρώιμο στάδιο μιᾶς γλώσσας ποὺ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ μιλέται καὶ νὰ γράφεται. Ὡστόσο, ὅραμα πολλῶν ὄχι μόνον Ἑλλήνων, ἀποτελεῖ ἡ καθιέρωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὡς ἐπίσημης παγκοσμίως.
Ἡ Γαλλίδα συγγραφέας καὶ ἀκαδημαϊκός Margarite Yourceyar μᾶλλον θὰ ἦταν μία ἀπὸ αὐτούς, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὰ λόγια της: «Ἀγάπησα αὐτὴν τὴ γλῶσσα τὴν ἑλληνικὴ γιὰ τὴν εὔρωστη πλαστικότητά της, ποὺ ἡ κάθε λέξη πιστοποιεῖ τὴν ἄμεση καὶ διαφορετικὴ ἐπαφὴ της μὲ τὶς ἀλήθειες καὶ γιατὶ ὅ,τι ἔχει λεχθεὶ καλὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἔχει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λεχθεῖ σὲ αὐτὴν τὴ γλῶσσα».