Γιαννακᾶ Ζαχαρία
Φιλολόγου
Τὸ 312 μ.Χ, σὲ μία διηρημένη σὲ ἀνατολικὴ καὶ δυτικὴ περιφέρεια ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ὁ βασιλιὰς τῆς Δύσης Κωνσταντῖνος πολιορκεῖ τὴ Ρώμη καὶ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴν τελικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὸν Μαξέντιο, γιὸ τοῦ Αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. Εἶναι τότε ποὺ ἀποκαλύπτεται σὲ αὐτὸν ἡ θεϊκὴ βούληση, ὅταν εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μὲ τὴ φράση «Ἐν τούτῳ νίκα», ἐνῶ λίγο ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοῦ ὑπέδειξε ὅτι μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θὰ καταστοῦν ὁ ἴδιος καὶ ὁ στρατὸς τοῦ ἀνίκητοι. Πράγματι, ἡ θεϊκὴ ὑπόσχεση πραγματοποιήθηκε καὶ ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Κωνσταντίνου στὴ Ρώμη θὰ σημάνει τὴν ἀπαρχὴ κοσμογονικῶν ἐξελίξεων.
Τὸ 313 μ.Χ στὰ Μεδιόλανα, σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, θὰ ὑπογραφεῖ τὸ περίφημο διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, τὸ ὁποῖο καθιερώνει ἀνεξιθρησκία γιὰ τοὺς πολῖτες τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἀνακουφίζει γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ αἰῶνες τοὺς κατατρεγμένους χριστιανούς. Λίγο ἀργότερα ὁ Κωνσταντῖνος θὰ γίνει μονοκράτορας καὶ ἀπερίσπαστος πλέον στὴ διοίκηση τῆς αὐτοκρατορίας θὰ προβεῖ σὲ μία κίνηση στρατηγικῆς ἰδιοφυίας μεταφέροντας τὴν πρωτεύουσα ἀπὸ τὴ Ρώμη στὸ Βυζάντιο, περιοχὴ τοῦ Βοσπόρου, ἀποικία στὴν ἀρχαιότητα τῶν Μεγαρέων, καὶ κομβικὸ σημεῖο συνάντησης Ἀνατολῆς-Δύσης. Ὁ Αὐτοκράτορας θὰ δώσει στὴ νέα πόλη τὸ ὄνομά του καὶ στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 μ.Χ. θὰ γίνουν τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας πρωτεύουσας, τῆς Κωνσταντινούπολης, ποὺ γρήγορα θὰ ἐξελιχθεῖ σὲ παγκόσμιο οἰκονομικό, πολιτιστικὸ καὶ θρησκευτικὸ κέντρο.
Ἡ Κωνσταντινούπολη, ἢ ἀλλιῶς «Βασιλεύουσα», «Πόλη», «Ἑπτάλοφος τῆς Ἀνατολῆς» καὶ «Νέα Ρώμη», γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς προσωνυμίες ποὺ τῆς ἔχουν ἀποδοθεῖ, ταυτίζει τὴν ἱστορία της μὲ τὴν ἱστορία τῆς βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Θὰ ἀποτελοῦσε ἀτόπημα ἂν προσπαθούσαμε νὰ περικλείσουμε στὶς λίγες αὐτὲς σειρὲς τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴ λάμψη τῆς βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀπὸ ποὺ ν’ ἀρχίση κάποιος τὴν ἀπαρίθμηση τῶν ἐπιτευγμάτων καὶ ποὺ νὰ σταματήση. Κυριολεκτικὰ δὲν ὑπῆρχε ἔκφανση τοῦ ἀνθρώπινου βίου ποὺ νὰ μὴν παρατηρήθηκε πρόοδος καὶ δημιουργικὴ πνοή. Στὸν οἰκονομικὸ τομέα ἔχουμε ἄνθιση τοῦ ἐμπορίου μὲ ἀνοίγματα καὶ συναλλαγὲς σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, οἱ ἐπιστῆμες ἐξελίσσονται καὶ ἴσως εἶναι ἄγνωστο στοὺς περισσότερου ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ ἐπέδειξαν ἰδιαίτερα ἐπιτεύγματα στὴν ἰατρική.
Ἡ καλλιέργεια τῶν τεχνῶν καὶ τῶν γραμμάτων βρίσκει μεγάλη διάδοση καὶ οἱ Βυζαντινοὶ θεωροῦνται ἄξιοι διάδοχοι καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, τὸ πνεῦμα τῶν ὁποίων γονιμοποιεῖται τώρα ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ κοσμοθεωρία ποὺ κυριαρχεῖ στὴν Αὐτοκρατορία. Ἡ πίστη τῶν Βυζαντινῶν πηγάζει ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο καὶ ἀντανακλᾶται στὶς καλλιτεχνικές τους δημιουργίες. Ἡ Ἁγία Σοφία, δημιούργημα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἀντανακλᾶ τὴ δόξα τοῦ Βυζαντίου, τὸ θρίαμβο τῆς ὀρθοδοξίας καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀνεπανάληπτο μνημεῖο συγκερασμοῦ καλλιτεχνικῆς ἰδιοφυίας, ὀρθόδοξης πνευματικότητας καὶ ἀρχιτεκτονικῆς ἁρμονίας.
Ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ εὐσέβεια τῶν Βυζαντινῶν ἀγκαλιάζει τὸ σύνολο τῶν ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων καὶ οἱ Αὐτοκράτορες, ὄχι ὅλοι, αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἀποτελοῦν πρότυπα ἀρετῆς καὶ μίμησης γιὰ τὸ λαό. Καθιερώνονται νόμοι ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ἄλλοτε σκληρὸ καὶ ἄτεγκτο ρωμαϊκὸ δίκαιο ἐξανθρωπίζεται καὶ σταδιακὰ ἡ νομοθετικὴ σκέψη ἐμπλουτίζεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπιείκειας. Στὴν ἄσκηση τῆς κοινωνικῆς πολιτικῆς κυριαρχεῖ ἡ ἔννοια τῆς φιλανθρωπίας καὶ εἶναι συγκλονιστικὰ τὰ λόγια του αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ τοῦ Α’ τοῦ Λεκαπηνοῦ,ὁ ὁποῖος τὸ 934 μ.Χ στὴν εἰσαγωγὴ μίας Νεαρᾶς, δηλαδὴ νόμου, γράφει τὰ ἑξῆς σχετικὰ μὲ τὴ διευθέτηση κτηματικῶν διαφορῶν μεταξὺ πλουσίων καὶ φτωχῶν: «Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ καλλιεργοῦν τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ μοιάσουν μὲ τὸν Δημιουργό. Ὅσοι παραγνωρίζουν αὐτὸ τὸ καθῆκον, εἶναι μοιραῖο νὰ γίνουν σκλάβοι τῶν παθῶν τους. Ἀπ’ αὐτὸ ξεπηδοῦν οἱ ἀπειράριθμες ἀδικίες, ἀπ’ αὐτὸ ἡ μεγάλη καὶ αἰώνια μιζέρια τῶν φτωχῶν, οἱ ἀτελείωτοι βόγγοι τους, ποὺ ἡ ἠχὼ τοὺς ἀφυπνίζει τὸν Κύριο. Ἂν ὁ Θεὸς ξεσηκώνεται γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τοὺς πόνους τους, πῶς ἐμεῖς μποροῦμε νὰ παραγνωρίζουμε τὰ παράπονά τους;
Ὅταν ἐνεργοῦμε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὁδηγούμαστε ἀπὸ τὸ μίσος ἢ τὸν φθόνο ἐναντίον τῶν Δυνατῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀπὸ τὴν πρόθεσή μας νὰ τοὺς προστατεύσουμε καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία μας νὰ σώσουμε τὴν αὐτοκρατορία, γιατί αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἡ Θεία Πρόνοια ἔδωσε δύναμη καὶ πλοῦτο δὲν φροντίζουν γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ ἀντίθετα τοὺς βλέπουν σὰν λεία καὶ δύσκολα συγκατατίθενται νὰ μὴ τοὺς ἁρπάξουν ἀμέσως τὰ κτήματά τους».
Ποιὸ πειστικότερο τεκμήριο ἀπὸ τὸ παραπάνω θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήση κάποιος, γιὰ ν’ ἀποδείξη τὴν ἔμπρακτη εὐσέβεια πολλῶν ἐκ τῶν βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων; Ἡ εὐσέβεια τοὺς ἐκφράστηκε ποικιλοτρόπως καὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία στήριζαν στὸ πλούσιο πνευματικό, κοινωνικὸ καὶ φιλανθρωπικό της ἔργο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν περίοδο αὐτὴ κυριολεκτικὰ κατέστη θεματοφύλακας τῆς εὐαγγελικῆς Ἀλήθειας καὶ τῶν ἀποστολικῶν ἐντολῶν, ἀφοῦ μέσα ἀπὸ τὶς οἰκουμενικὲς συνόδους θεμελίωσε τὰ σωτηριολογικὰ δόγματα, πολέμησε τὶς αἱρέσεις καὶ κακοδοξίες, καὶ ἀνέδειξε πλῆθος ἁγίων. Ὁ μοναχικὸς βίος, ἡ ἀνάδειξη πατερικῶν μορφῶν, ἡ ἱεραποστολὴ ἀγάπης σὲ ἄγριους μέχρι τότε λαούς, ὁ φωτισμὸς τῶν Σλάβων ἀπὸ τοὺς Κύριλλο καὶ Μεθόδιο, οἱ ἀπαράμιλλες σὲ ἐκφραστικότητα βυζαντινὴ ἁγιογραφία καὶ μουσική, εἶναι μερικὰ ψήγματα μόνο τῆς ἀνεκτίμητης προσφορᾶς τῆς Ἐκκλησίας.
Μετὰ τὸ σχίσμα τῶν ἐκκλησιῶν τὸ 1054 ἡ ψυχρότητα τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν ἀνατολικὴ ἄρχισε νὰ μετατρέπεται σὲ φανερὴ ἐχθρότητα, τὰ ἔκδηλα σημάδια τῆς ὁποίας δὲν ἄργησαν νὰ φανοῦν. Μετὰ τὴ μάχη τοῦ Ματζικὲρτ τὸ 1071 καὶ τὴν ἥττα τῶν Βυζαντινῶν ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους Τούρκους, ἀλλάζουν τὰ οἰκονομικὰ καὶ γεωστρατηγικὰ δεδομένα καὶ παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν Κομνηνῶν γιὰ ἀνασυγκρότηση τοῦ κράτους, τὸ τελευταῖο, εὐάλωτο πιά, ἀρχίζει νὰ ὑποχωρῆ στὴν οἰκονομικὴ ἰσχὺ τῶν Ἰταλικῶν πόλεων, ἀνοίγοντας τὴν ὄρεξη στοὺς Φράγκους γιὰ μεγαλύτερες κατακτήσεις.
Ἔτσι λοιπὸν θὰ πορευθεῖ ἡ Αὐτοκρατορία τὸν μοναχικὸ καὶ συνάμα μαρτυρικό της δρόμο λίγο πρὶν «τὸ κύκνειο ἄσμα της». Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ἔμελλε νὰ εἶναι ὁ τελευταῖος Αὐτοκράτορας καὶ ὑπερασπιστὴς τῆς Βασιλεύουσας. Ἀντίπαλός του μία μεγάλη προσωπικότητα καὶ ἀνερχόμενος ἡγέτης ὁ νεαρὸς σουλτάνος Μωάμεθ ὁ Β’, ὁ ἀποκαλούμενος καὶ Πορθητής, ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου κατορθώματος ποὺ πέτυχε, νὰ κατακτήση τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ Πολιορκία τῆς Πόλης εἶχε ἀρχίσει μῆνες πρὶν τὴν τελικὴ ἕφοδο καὶ τὴν ἅλωση ἀπὸ τοὺς Τούρκους, καὶ ὁ Μωάμεθ στὶς 21 Μαΐου τοῦ 1453 γνωρίζοντας πλέον τὴ θέση ἰσχύος τοῦ στρατοῦ του καὶ τὴ δυσμενῆ θέση τῶν Βυζαντινῶν πρότεινε στὸν Κωνσταντῖνο συνθηκολόγηση μὲ πολὺ εὐνοϊκοὺς ὅρους τόσο γιὰ τὸν ἴδιο ὅσο καὶ γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Πόλης. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Αὐτοκράτορα ἦταν ἀφοπλιστικὴ καὶ ἐνδεικτική του μεγαλείου της ἑλληνικῆς ψυχῆς: «Τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ. Κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἠμῶν». Ἡ τελικὴ ἐπίθεση δὲν ἄργησε νὰ διαδεχτῆ τὴν ἡρωικὴ αὐτὴ ἀπάντηση καὶ ἔτσι στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 διατάχτηκε γενικὴ ἕφοδος τοῦ πολυάριθμου καὶ πανίσχυρου τουρκικοῦ στρατοῦ ἀπέναντι στοὺς λίγους Ἕλληνες καὶ ξένους στρατιῶτες ποὺ μὲ ἀρχηγὸ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο μάχονταν μὲ συγκινητικὴ αὐτοθυσία καὶ αὐταπάρνηση στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν προδιαγεγραμμένο. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν καὶ ὁ Κωνσταντῖνος θανατώθηκε στὰ πεδία τῶν μαχῶν σὰν ἁπλὸς στρατιώτης. Τὴν ἑπομένη τῆς Ἅλωσης ὁ Μωάμεθ εἰσῆλθε στὴν Πόλη θριαμβευτικὰ κατευθύνθηκε στὴ Μεγάλη του Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἀμέσως μετέτρεψε σὲ τζαμὶ καὶ προσευχήθηκε. Οἱ Τοῦρκοι ἐπιδόθηκαν σὲ σφαγὲς τοῦ ἄμαχου πληθυσμοῦ, λεηλασίες καὶ καταστροφὲς ἐξωτερικεύοντας τὸ μένος ποὺ ἔτρεφαν γιὰ τὴν ἀντίσταση ποὺ βρῆκαν ἀπὸ τοὺς λίγους καὶ τελευταίους ὑπερασπιστὲς τῆς Βασιλεύουσας. Ἡ Κωνσταντινούπολη ὡς πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας τῶν Ρωμηῶν πέρασε στὴν Ἱστορία. Γιὰ αἰῶνες, μέχρι καὶ στὶς μέρες μας, πέρα ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ βιβλία συνεχίζει νὰ βρίσκεται ζωντανὴ στὰ παραμύθια τῆς γιαγιᾶς, στοὺς θρύλους καὶ τοὺς μύθους γιὰ τὸ μαρμαρωμένο βασιλιά, τὴν κόκκινη μηλιὰ καὶ τὴ θεία Λειτουργία ποὺ δὲν ὁλοκληρώθηκε καὶ θὰ τελειώσει, ὅταν ὁ παππᾶς ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα θὰ βγεῖ μὲ τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, τὴν ἐποχὴ ποὺ θὰ ἀναστηθεῖ τὸ Ρωμέηκο.
Ἡ πνευματικὴ παρακαταθήκη τοῦ Βυζαντίου δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ λαογραφικὴ παράδοση, γιατί τότε θὰ ἦταν μάταιο νὰ μιλᾶμε γιὰ προσδοκία. Ὁ πόθος τῆς ἀποτίναξης τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ καὶ τῆς ἀνάστασης τοῦ γένους δὲν ἔπαψε νὰ πυρπολῇ τὶς καρδιὲς τόσο τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, ὅσο καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς διασπορᾶς. Οἱ διδαχὲς τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ λειτουργοῦσαν ὡς βάλσαμο στὶς καρδιὲς τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων καὶ ἀποτελοῦσαν ἰσχυρὸ ἀνάχωμα στὴν προσπάθεια τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας γιὰ βίαιους ἐξισλαμισμούς. Λίγο ἀργότερα μὲ τὸ ξέσπασμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 θὰ ἀποδειχθεῖ περίτρανα ὅτι οἱ Ἕλληνες ποτὲ δὲν ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὸ παρελθόν τους, ἔστω κι ἂν κάποιοι τοὺς ἤθελαν ὑποτελεῖς στοὺς Τούρκους ἢ δέσμιους καὶ ἄβουλες μαριονέτες στὰ χέρια τῶν δυτικῶν-προστάτιδων δυνάμεων.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης, μὲ τὸ γνήσιο λαϊκό του αἰσθητήριο, τὴν ἄδολη καρδιὰ καὶ τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα εἶχε διακρίνει, σὲ ἀντίθεση δυστυχῶς μὲ τοὺς σημερινοὺς πολιτικούς, τὰ πραγματικὰ κίνητρα ὅλων ἐκείνων ποὺ παρουσιάζονταν μὲ τὸ προσωπεῖο τῶν φίλων καὶ προστατῶν τῆς μαχόμενης γιὰ ἀνεξαρτησία Ἑλλάδας. Ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματά του ἀντλοῦμε τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ σχόλια γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ τοὺς Εὐρωπαίους τῆς ἐποχῆς του: «Αὐτῆνοι δὲν τήραγαν νὰ θησαυρίσουνε μάταια καὶ προσωρινά, τήραγαν νὰ φωτίσουν τὸν κόσμο μὲ φῶτα παντοτινά. Ἕντυναν τοὺς ἀνθρώπους ἀρετή, τοὺς γύμνωναν ἀπὸ τὴν κακὴ διαγωγὴ καὶ τοιούτως θεωροῦσαν γενικῶς τὴν ἀνθρωπότη, καὶ γένονταν δάσκαλοι τῆς ἀλήθειας. Κάνουν καὶ οἱ μαθηταὶ τοὺς οἱ Εὐρωπαῖοι τὴν ἀνταμοιβὴ εἰς τοὺς ἀπογόνους ἐμᾶς-γύμναση τῆς κακίας καὶ τῆς παραλυσίας. Τέτοια ἀρετὴ ἔχουν, τέτοια φῶτα μας, δίνουν». Ἡ ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα θὰ βρεῖ σιγὰ σιγὰ τὸ βηματισμό της πρὸς τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀνεξαρτησία καὶ σὲ αὐτὸ καθοριστικὸ ρόλο θὰ διαδραματίσουν κορυφαῖες πολιτικὲς προσωπικότητες ὅπως ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος συνδύαζε σπάνια πολιτικὰ χαρίσματα μὲ ἐθνικοὺς ὁραματισμοὺς καὶ μία βαθειὰ πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὁ 21ος αἰῶνας, ὁ αἰῶνας τῶν μεγάλων ἀνακατατάξεων, ὅπως ἔχει χαρακτηριστεῖ, βρίσκει τὴν Ἑλλάδα ἐμπλεκόμενη σὲ δύο βαλκανικοὺς , δύο παγκοσμίους πολέμους καὶ ἀντιμέτωπη μὲ τὴν τραγωδία τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς. Κορυφαῖοι πολιτικοί, τουλάχιστον στὶς πρῶτες δεκαετίες αὐτοῦ του αἰῶνα, δὲν ἔπαψαν νὰ ἐμφοροῦνται στὴν ἄσκηση τῆς ἐξωτερικῆς τους πολιτικῆς ἀπὸ τὸ ὅραμα τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐθνικισμοῦ καὶ τῆς βίαιης ἀλλαγῆς τῶν συνόρων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῶν δίκαιων καὶ ἱστορικὰ ἀναγνωρισμένων δικαιωμάτων τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Δυστυχῶς, ὅμως, τὸ αἰώνιο σαράκι ποὺ κατατρώει τὶς σάρκες τῶν Ἑλλήνων, οἱ πολιτικὲς ἔριδες καὶ ὁ διχασμός, ἔκαναν ἰδιαίτερα αἰσθητὴ τὴν παρουσία τους κατὰ τὸν προηγούμενο αἰῶνα μὲ τὴ μορφὴ πολλῶν ἐκτροπῶν, ὅπως ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, οἱ δικτατορίες, οἱ πολιτικὲς διώξεις καὶ δολοφονίες, καὶ πλῆθος ἄλλων θλιβερῶν γεγονότων.
Μὲ τὸ πέρασμα τῶν δεκαετιῶν καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ μεταπολίτευση καὶ ἔπειτα ἡ Ἑλλάδα ἄρχισε νὰ ὀρθοποδῆ κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ἔνταξή της, πρὶν ἀπὸ τρεῖς περίπου δεκαετίες, στὴν τότε Εὐρωπαϊκὴ Οἰκονομικὴ Κοινότητα καὶ μετέπειτα Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Πολλοὶ βιάστηκαν νὰ πανηγυρίσουν πιστεύοντας ὅτι ἡ χώρα μας θὰ βίωνε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο, καὶ σχεδὸν κανένας δὲν ἄκουγε τὶς φωνὲς ἔντιμων πολιτικῶν ἀπὸ ὅλους τους χώρους, σοβαρῶν διανοουμένων καὶ φωτισμένων μορφῶν τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ποὺ προειδοποιοῦσαν ὅτι αὐτὰ τὰ πακέτα στήριξης μοιάζουν μὲ τὸ κουτὶ τῆς Πανδώρας καὶ κάποια στιγμὴ θὰ ἀπελευθερώνονταν δυνάμεις μὲ ἀνεξέλεγκτες συνέπειες γιὰ τὴ χώρα. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, δικαιωμένοι πλέον σήμερα ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις, ἀποδείχτηκε ὅτι γνώριζαν πολὺ καλὰ τὴν ἰδιαίτερη φύση καὶ ψυχοσύνθεση τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ τὰ μακροπρόθεσμα σχέδια τῶν Εὐρωπαίων δανειστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅπως φαίνεται, δὲν σκόπευαν σὲ μία εἰρηνικὴ ἕνωση τῶν λαῶν, ἀλλὰ στὴ δημιουργία ἑνὸς μηχανισμοῦ οἰκονομικῆς στήριξης, οὐσιαστικὰ Δούρειου Ἵππου γιὰ τὴν οἰκονομικὴ ἅλωση καὶ μεταγενέστερα τὴν κοινωνικὴ καὶ ἐθνικὴ ὑποδούλωση τῶν λαῶν.
Δυστυχῶς, στὴν παγίδα αὐτὴ δὲν ἔπεσαν μόνο πολιτικοὶ παράγοντες, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων σήμερα ἀποδεικνύονται διεφθαρμένοι, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες μὲ τὴν ἀνάπτυξη ἑνὸς συστήματος πελατειακῶν σχέσεων καὶ ἀθέμιτων συμφωνιῶν μὲ τὴν πολιτεία, προκειμένου νὰ καρπωθοῦν, ἔστω καὶ γιὰ κοινωφελεῖς σκοπούς, οἰκονομικὰ ὀφέλη. Στὴν παγίδα αὐτὴ τελικὰ ἔπεσε τὸ σύνολο τῶν νεοελλήνων ποὺ στὸ βωμὸ τοῦ χρήματος θυσίασαν τὰ πάντα, προκειμένου νὰ ἀπολαύσουν μία πρόσκαιρη καὶ χιμαιρικὴ εὐημερία, τοὺς πικροὺς καρποὺς τῆς ὁποίας γεύονται τώρα καὶ ἄγνωστο γιὰ πόσο ἀκόμα.
Ὅμως, εὔλογα θὰ διερωτηθεῖ κάποιος: Αὐτὸ τελικὰ εἶναι τὸ πεπρωμένο τοῦ ἑλληνισμοῦ; Ὁ ἐξευτελισμός, ἡ ὑποτέλεια καὶ ὁ διεθνὴς διασυρμὸς ποὺ ὑφίσταται σήμερα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι κατηγορηματικὰ ὄχι. Συλλογικὴ ἡ εὐθύνη γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τοῦ πρόσφατου παρελθόντος συλλογικὴ καὶ ἡ μετάνοια ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδείξουμε ὡς λαός, ὥστε νὰ ἀλλάξουμε ρότα στὴ ζωή μας. Ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς ποὺ θὰ προκύψει ἀπὸ τὴ σημερινὴ δοκιμασία δὲν θὰ ἔχει καμία σχέση μὲ τὸ σύγχρονο ἑλλαδικὸ κρατικὸ μόρφωμα καὶ τὰ ἐπιγεννήματά του. Ἡ δύναμή του θὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μακρινὸ παρελθόν, ἀπὸ τὴν Ἱστορία τῶν Ρωμηῶν καὶ θὰ κτιστεῖ πάνω σὲ δύο πυλῶνες:α) Τὸν ἀπόδημο Ἑλληνισμὸ καὶ β) τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ὁ ἀπόδημος Ἑλληνισμὸς διασώθηκε καὶ μεγαλούργησε ἁπανταχοῦ της γῆς, γιατί διαφύλαξε παραδοσιακὲς ἀρετὲς τῶν Ἑλλήνων, ὅπως τὸ φιλότιμο, ἡ ἐργατικότητα, ἡ προσαρμοστικότητα στὶς δυσκολίες καὶ τὸ κοινοτικὸ πνεῦμα, κύριος ἐκφραστὴς τοῦ ὁποίου εἶναι οἱ ὀρθόδοξες ἐνορίες τῆς διασπορᾶς. Ἡ Ὀρθοδοξία θὰ μεγαλουργήσει στὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται, σύμφωνα καὶ μὲ διαπιστώσεις σπουδαίων πνευματικῶν ἀνθρώπων τοῦ περασμένου αἰῶνα ὅπως ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν, κορυφαῖος Βρετανὸς ἀκαδημαϊκὸς καὶ βυζαντινολόγος, ὁ ὁποῖος ἔβλεπε στὴν Ὀρθοδοξία τὴ γνήσια καὶ αὐθεντικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων, τῶν θείων μυστηρίων καὶ τῶν ἀποκαλυπτικῶν νοημάτων. Κύριοι ἐκφραστὲς τῆς Ὀρθοδοξίας, πέρα ἀπὸ τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, θὰ ἀναδειχθοῦν τὸ Ἅγιο Ὅρος μὲ τὴν ἀσκητική του παράδοση, τὴ νηπτικὴ θεολογία καὶ τὶς ἁγιασμένες μορφὲς ποὺ συνέχεια ἀναδεικνύει, καθὼς καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, στὸ ὁποῖο συντελεῖται σήμερα ἕνα μεγαλειῶδες θαῦμα, ἀφοῦ καταφέρνει καὶ συντηρεῖται σὲ ἕνα μουσουλμανικὸ κράτος, μὲ συνεχεῖς ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς ἀπειλές, καὶ μὲ ἕνα ὀλιγάριθμο πλῆθος Ἑλλήνων πιστῶν, ἀλλὰ μὲ μία τεράστια οἰκουμενικὴ ἀκτινοβολία, ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ ποὺ διαρκῶς ἐπεκτείνεται σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς οἰκουμένης.
Δὲν γνωρίζουμε ἂν «πάλι μὲ χρόνια μὲ καιροὺς πάλι δικά μας θὰ ’ναι», ὅπως λέει ἡ παροιμιώδης αὐτὴ λαϊκὴ φράση ἀναφερόμενη στὰ μεγαλεῖα του παρελθόντος. Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸν τελικὸ λόγο καὶ «βάζει τὴν ὑπογραφή του σὲ κάθε σελίδα τῆς ἱστορίας». Αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι, γιατί ἔχουμε βιωματικὴ ἐμπειρία, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι πάντοτε τὴ θυσία τὴν ἀκολουθεῖ ἡ δικαίωση καὶ τὸ σταυρὸ ἡ Ἀνάσταση. Στὶς δύσκολες μέρες ποὺ διανύουμε ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἑλληνικὸς λαός, ὅσο κι ἂν κάποιοι λυσσομανοῦν νὰ τοῦ ξεριζώσουν τὴν ἀξιοπρέπεια, εἶναι περήφανος λαός, πλούσιος σὲ μαρτυρικοὺς ἀγῶνες καὶ θυσίες ποὺ ἔχουν γραφεῖ μὲ χρυσὰ γράμματα στὸ βιβλίο τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Εἴμαστε σίγουροι πὼς ἂν οἱ καιροὶ τὸ ἀπαιτήσουν δὲν θὰ φανοῦμε κατώτεροι τῶν περιστάσεων καὶ τῶν προσδοκιῶν τῶν προγόνων μας. Ἂς ἔχουμε αὐτὰ στὸ νοῦ μας γιὰ τὶς ἡμέρες ποὺ ἔρχονται καὶ ἂς εἴμαστε προετοιμασμένοι ἀκόμα καὶ γιὰ μαρτύριο, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι μετὰ τὴ βαρυχειμωνιὰ ἔρχεται ἡ ἄνοιξη, ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ μετάβαση στὴν ἀληθινὴ ζωή.