ΤΟ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Εἰρήνης Ἀρτέμη, Θεολόγου-Φιλολόγου
MA Θεολογίας, Phd θεολογίας
Κατά τή διδασκαλία τοῦ Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτη καί τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας
Ο Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης δέν κάνει ἰδιαίτερη μνεία γιά τό ἀποκαλυπτικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ΠΔ Ἀντίθετα ὁ Κύριλλος ἀναφέρεται ἐκτενῶς στό θέμα αὐτό. Γιά τό λόγο αὐτό στό κεφάλαιο αὐτό κύρια πηγή μας θά ἀποτελέσει τό ἔργο τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας. Ἐξάλλου γιά ἄλλη μία φορά θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὅτι δέν ἀσχολήθηκαν καί οἱ δύο Πατέρες ἐξίσου ἐκτενῶς μέ δογματικά θέματα. Ὁ Ἰσίδωρος συνέγραψε τίς ἐπιστολές του μέ σκοπό κυρίως ἠθικοπαιδαγωγικό, γιά νά βοηθήσει τούς παραλῆπτες του νά ζήσουν ἐν νουθεσίᾳ Κυρίου. Ἀντίθετα ὁ Κύριλλος ἀσχολεῖται διεξοδικά μέ τίς δογματικές ἀλήθειες καί τήν καταπολέμηση τῶν διαφόρων αἱρετικῶν διδασκαλιῶν.
Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας θεωρεῖ ὅτι στό βιβλίο τῆς Γενέσεως ὁ Μωυσῆς διακήρυξε ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται πάνω ἀπό κάθε δημιούργημα, ἀφοῦ Αὐτός οἰκοδόμησε τό σύμπαν «δι᾽ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι»[1]. Ὅταν ἡ γῆ ἦταν ἀόρατη καὶ ἀκατασκεύαστη καὶ πάνω στὴν ἄβυσσο ὑπῆρχε σκότος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα αἰωροῦνταν πάνω ἀπὸ τὰ ὕδατα καὶ ἔπνεε πνοή ζωῆς στὴν ἄβυσσο[2]. Τό Πνεῦμα, κατά συνέπεια, καθιστᾶ αἰσθητή τήν παρουσία Του ἐπάνω ἀπό τήν ἀρχική κατάσταση τῆς δημιουργίας ὡς δυναμική δημιουργική ἀρχή. Ὁλόκληρη ἡ διαδικασία τῆς δημιουργίας συντελεῖται ὄχι μόνο μέ τή σύμπραξη τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἀλλά καί τοῦ Πνεύματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό τίθεται σέ ἐφαρμογή τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ νά ὁδηγήσει τά δημιουργήματα ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη. Ἔτσι ὁ Θεός θραύει τή σιωπή τῆς αἰωνιότητας καί ἡ Σοφία Του ἀποκαλύπτεται[3]. Γίνεται ἀντιληπτό, ἑπομένως, ὅτι ἡ ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική στήν οἰκοδομή τῆς ὁρατῆς δημιουργίας ὡς δυναμική καί δημιουργική ἀρχή. Ἡ συμμετοχή του στή δημιουργία τοῦ σύμπαντος ἐγγυᾶται τήν τελειότητα τῶν κτισμάτων, κατά τόν ἱερό Πατέρα τῆς Ἀλεξανδρείας: «πᾶσα γὰρ ἡ τελειότης τοῖς πεποιημένοις διὰ τοῦ πνεύματος»[4]. Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει: «στερεοῖ τὸ πνεῦμα τοὺς οὐρανοὺς καὶ δυναμοῖ τὴν κτίσιν»[5].
Ἔμμεσα τό Πνεῦμα ἀποκαλύπτεται στό Μωυσῆ. Μέ τή βοήθεια τοῦ Πνεύματος αὐτός θά μιλήσει, χρησιμοποιώντας ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις[6], γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου, θά ἄρει τό κάλυμμα τῆς ἄγνοιας πού σκεπάζει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπινων ὄντων καί θά τούς χαράξει τούς νόμους τούς θείους, ἐνῶ ταυτόχρονα θά τούς παιδαγωγήσει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι: «περιαιρεῖται τὸ κάλυμμα. Ὁ δὲ Κύριος τὸ πνεῦμά ἐστιν: «οὗ δὲ πνεῦμα Κυρίου, ἐλευθερία». Πρότερον τοίνυν εἰς τὴν καρδίαν αὐτῆς λαλήσειν ἐπαγγέλλεται, τοὺς θείους αὐτοῖς ἐγχαράττοντος νόμους καὶ παιδαγωγίαν τὴν ἄνωθεν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[7]. Στή συνέχεια ὁ ἱερὸς Πατὴρ τῆς Ἀλεξάνδρειας σημειώνει ὅτι τύπος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦσε στὴν ΠΔ τὸ ἔλαιο, μὲ τὸ ὁποῖο χρίονταν οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες καί τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ εἶναι «ἄτρυγον καὶ καθαρὸν»[8].
Ὁ Κύριλλος ὁμιλεῖ γιά τή φανέρωση τοῦ Πνεύματος στήν ΠΔ Ἐκεῖνο ἀποκαλύπτει τά τοῦ Θεοῦ φωτίζοντας τό Μωυσῆ[9], τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους ἄνδρες, γιά νά καταστήσουν φανερό στούς ἀνθρώπους καί κυρίως στό λαό τοῦ Ἰσραήλ τήν ὕπαρξη τοῦ ἑνός Θεοῦ, τήν κατανόησή Του μέ διάφορα σύμβολα καί τήν προτύπωση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ ΠΔ δέν ἀποτελεῖ ἀποκλειστικά τήν ἱστορία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Σέ αὐτήν καταγράφονται ἐπιλεκτικά τά βασικά γεγονότα πού σχετίζονται, ἄμεσα ἤ ἔμμεσα, μέ τήν παρέμβαση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στήν πορεία τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, μέσω τοῦ ὁποίου θά προετοιμαζόταν ὁλόκληρος ὁ κόσμος νά ὑποδεχθεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἡ ΠΔ, λοιπόν, ἀποτελεῖ τό θεμέλιο λίθο τῆς κατανοήσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας πού λαμβάνει χώρα στήν ΚΔ.
Ὁ ρόλος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατά τό μακρύ αὐτό χρονικό διάστημα τῆς ΠΔ, εἶναι βέβαια μυστικός καί κρυμμένος, ὡστόσο κατ᾽ ἐξοχήν οὐσιαστικός καί ἀποτελεσματικός. Καί τοῦτο, ὄχι μόνο στό πλαίσιο τοῦ ἔργου τῆς θείας Οἰκονομίας, στήν ἱερή, δηλαδή, ἱστορία, ἀλλά καί ἔξω ἀπό αὐτή, στήν κοσμική καί καθημερινή διάσταση τῆς ζωῆς τῶν μεταπτωτικῶν ἀνθρώπων. Γιά παράδειγμα, ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου καί ἡ ἐγκατάστασή του στή γῆ τῆς Ἐπαγγελίας[10] ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν προσωπική δραστηριότητα τοῦ πνεύματος τοῦ Κυρίου, τό ὁποῖο ἀναλαμβάνει τό ρόλο αὐτό. Ἔτσι ὁ Κύριλλος σημειώνει χαρακτηριστικά: «Κύριος τὸ πνεῦμά ἐστιν, ἐνεργεῖ γὰρ διὰ τοῦ ὁμοουσίου πνεύματος»[11].
Ὁ Μωυσῆς μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκει ὁ ἱερός Κύριλλος, ἀποκαλύπτει τό νόμο τοῦ Θεοῦ στὸν ἐκλεκτὸ λαό τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ νόμος ἦταν ἀτελής, γιά νά κατανοήσουν ὅσα ἐπρόκειτο νά συμβοῦν μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τέλειος ὅμως, γιά νά παιδαγωγηθεῖ ὁ νοῦς τῶν Ἰσραηλιτῶν στό γράμμα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἀργότερα νά βρίσκονται σέ θέση οἱ ἑπόμενες γενιές νά ἀποδεχθοῦν τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί νά διεισδύσουν πνευματικά σ᾽ αὐτό: «…ὅτι τέλειός τε ὁμοῦ καὶ ἀτελὴς ὁ νόμος. Καὶ τέλειος μέν, εἰ νοοῖτο πνευματικῶς, λαλεῖ γὰρ ἡμῖν τοῦ Χριστοῦ μυστήριον, ἀτελὴς δὲ αὖ εἰ μέχρις ἴοι τοῦ γράμματος τῶν παιδαγωγουμένων ὁ νοῦς» [12]. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος φωτίζει καί ἐνδυναμώνει τούς ἱερούς ἄνδρες, προφῆτες, κριτές, βασιλεῖς, συγγραφεῖς, ἀφενός γιά νά βρεθοῦν πνευματικά ὀχυρωμένοι ἔναντι ὁποιασδήποτε πλάνης, καί ἀφετέρου νά ἔχουν τή δυνατότητα τῆς ὀρθῆς κατανοήσεως τῆς σημασίας καί τῶν νοημάτων και τῶν γεγονότων τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στήν κτίση καί στήν ἱστορία. Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι κάθε Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος συνεισφέρει μέ διαφορετικό τρόπο στήν ἀποκάλυψη καί κατανόηση τῆς θείας ἀλήθειας ἀπό τόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία ἀλλά τό κάθε Πρόσωπο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ προσφέρει τήν πρισματική ἑκάστοτε πλευρά τῆς ἀλήθειας αὐτῆς.
Τό Πνεῦμα[13] ὁδηγεῖ στή γνώση τῆς πληρότητας τῆς ἄφραστης Τριαδικῆς θεότητας[14] καί συνεισφέρει στή φανέρωση τοῦ γεγονότος τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος στούς «ἀρχαίους» καί τούς «νομικούς» μέσω «τῶν προφητικῶν παιδευμάτων»[15]. Μέ τούς χαρακτηρισμούς «ἀρχαῖοι» καί «νομικοί» ἐννοεῖ τούς προπάτορες τῶν Ἰσραηλιτῶν καί τούς διάφορους ἑρμηνευτές τοῦ Νόμου και τῶν προφητειῶν. Ἡ χρίση τῶν βασιλέων καί τῶν ἀρχόντων, ἐκλεκτῶν στήν ἱστορία τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, γινόταν «καταχρίσει δέ καί ἐλαίῳ, τῷ νοητῷ δηλονότι καί ἁγιάζοντι, καί ὡς ἐν μεθέξει νοουμένῳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[16].Τό χρίσμα ἀποτελεῖ τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἔμμεσα ἀποκαλύπτεται στό λαό τοῦ Ἰσραήλ. Δέν παρέχει μόνο τό χάρισμα τῆς προφητείας ὡς μία ἁπλή δύναμη, ἀλλά παρέχει τή δυνατότητα στό χριόμενο νά καταστεῖ κάτοχος τῆς θείας ἀλήθειας καί τῆς ἀγαθότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Στήν ἐποχή τῆς ΠΔ τό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπιδαψιλεύει στούς προφῆτες φωτισμό τῆς διανοίας τους, γιά νά μποροῦν νά διεισδύσουν στό βάθος τῆς θεόπνευστης Γραφῆς καί νά κατανοήσουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: «διὰ τοῦ Πνεύματος, καὶ τὸν παρ᾽ αὐτοῦ φωτισμόν εἰς νοῦν καὶ διάνοιαν ἐσχηκόσιν ἀμφιλαθῶς, oἳ καὶ ἐν μεθέξει γεγόνασι θείων χαρισμάτων καὶ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς τό βάθος»[17]. Λάμπει τό Πνεῦμα μέσα τους καί τούς ἀποκαλύπτεται τό θεῖο σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἐκεῖνοι, λοιπόν, γίνονται «μεσῖται»[18] μεταξύ τῆς θείας ἀλήθειας καί τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό διαλύεται ὁ γνόφος τῆς ἄγνοιας σχετικά μέ τόν Ἕνα καί Ἀληθινό Θεό καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θείου Λόγου, πού θά πραγματοποιοῦνταν σέ κάποια χρονική στιγμή στό μέλλον: «Οἱ μακάριοι προφῆται τῇ τοῦ Πνεύματος δᾳδουχίᾳ τὸν τῆς διανοίας φαιδρύνοντες ὀφθαλμόν, οὐχὶ μόνην τῶν ἐσομένων εἰσδέχονται γνῶσιν ἀλλὰ γὰρ καὶ αὐτῶν ἔσθ᾽ ὅτε τῶν πραγμάτων τὴν θέαν οἷάπερ ἐν πίνακι γραφομένην ὁρῶντες, αὐτοί τε κατατεθήπασι, συνδιακεῖσθαί τε σφισὶν αὐτοῖς ἀναπείθουσι τοὺς ἀκροωμένους, τὰς τῶν ὁράσεων δυνάμεις διατρανοῦν εὖ μάλα σπουδάζοντες»[19]. Κατά συνέπεια ἡ προφητεία θεωρεῖται οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀποτελεῖ τήν ὑλοποίηση τῆς θείας βουλῆς καί τήν ἐξωτερίκευση τῶν θείων ἐνηχήσεων. Ὁ ἐμπλουτισμός τῶν πιστῶν διά τοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖο, ὅπως προαναφέρθηκε ἐρευνᾶ «τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ»[20], καθιστᾶ τήν προφητεία οὐσιῶδες φαινόμενο τῆς δράσεως τοῦ Πνεύματος.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα φανερώνεται φωτίζοντας τήν ἀνθρώπινη διάνοια καί ἐμπνέοντας τούς ἀνθρώπους τόσο στόν προφορικό ὅσο καί στό γραπτό λόγο, γιά νά μιλήσουν καί νά βιώσουν τή θεία Ἀποκάλυψη. Σχετικά ὁ Κύριλλος ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεός, φωτίζοντας τόν προφήτη Ἰεζεκιήλ[21], ἀποκαλύπτει μέσω τοῦ στόματός του ὅτι εἶναι ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ ἐκλεκτός λαός του θά καταστεῖ τό μέσο, γιά νά ἀποκαλυφθεῖ ὁ Θεός σέ ὅλα τά ἔθνη καί νά τά ἁγιάσει. Ὁ ἱερός Πατήρ, σχολιάζοντας τή φανέρωση τῆς θείας ἀλήθειας, ὑπογραμμίζει τή συγκεκριμένη ὑπόσχεση. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἁγιάζει τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν καί ἀποδέχονται τόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό, γιατί «Θεὸς ἄρα τὸ Πνεῦμα, καὶ ἀλλότριον τῆς ἀνωτάτω πασῶν οὐσίας»[22]. Κατά συνέπεια τό κτιστό ἔλλογο ὄν ἀποκτᾶ ἐπίγνωση τῆς ἄκτιστης ἀλήθειας καί γίνεται μέσω αὐτῆς φανερό ὅτι ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται ἀλλά ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο, ἡ ὕπαρξη τοῦ ὁποίου φωτίζεται ἀπό τή χάρη τοῦ Πνεύματος.
Τό ἀποκαλυπτικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν περιορίζεται μόνο στό νά ἀπομακρύνει τίς ἕωλες σκέψεις καί τήν ἀχλύ τῆς ἄγνοιας τῶν ἀνθρώπων σχετικά μέ τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί νά φανερώνει τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στήν προφητεία γεγονότων τῆς ἱστορίας τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· «τὰ ἐν ἐσχάτοις καιροῖς συμβησόμεθα τοῖς ἐξ Ἰσραήλ»[23], «τὸ διά φωνῆς Ἱερεμίου πρὸς τήν Ἱερουσαλήμ εὖ μάλα καὶ σοφῶς εἰρημένον «Πόνῳ καὶ μάστιγι παιδευθήσῃ»»[24]. Σύμφωνα μέ τίς προσρήσεις τοῦ προφήτη Ἱερεμία[25], ἡ χώρα τῶν Ἰουδαίων ἐπρόκειτο νά κατακτηθεῖ ἀπό τούς Βαβυλωνίους τό 587 καί τό 597 π.Χ., ὁ λαός της νά σφαγιασθεῖ, ὁ Ναός νά λεηλατηθεῖ καί οἱ ἐπιφανεῖς Ἰουδαῖοι νά συρθοῦν αἰχμάλωτοι στή Βαβυλώνα[26].
Τό Ἅγιο Πνεῦμα παρέχει τή δυνατότητα στούς προφῆτες νά καθίστανται γνῶστες τῶν γεγονότων τοῦ μέλλοντος, τά ὁποῖα νοερῶς διαδραματίζονται ἐνώπιόν τους τή στιγμή τῆς προφητείας: «προαναφαίνων αὐτοῖς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὰ ἐσόμενα, καὶ ὡς ἤδη παρόντα μονονουχί καὶ ἐν ὄψει τιθείς»[27]. Σημειώνει, λοιπόν, ὁ ἱερός Κύριλλος ὅτι ὁ Δαβίδ γεμάτος μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα προέλεγε μέσα ἀπό τούς ψαλμούς του γιά τό εὐοίωνο μέλλον, τό ὁποῖο ἦταν πρό τῶν πυλῶν, ἄν καί τή συγκεκριμένη χρονική στιγμή ὁ ἰσραηλιτικός λαός βρισκόταν στή δίνη φοβερῶν δυσκολιῶν καί ἦταν δέσμιος ἄσχημων καταστάσεων: «…καὶ γοῦν ὁ μακάριος Δαυίδ τήν ἐπ̉ αὐτοῖς ἐσομένην ἡμερότητα προεγνωκώς διὰ τοῦ Πνεύματος, καὶ μονονουχί τῶν τῆς αἰχμαλωσίας δεσμῶν ἀνιεμένους ὁρῶν, ψάλλει καὶ φησιν· «Εὐδοκήσας Κύριε, τὴν γῆν σου, ἀπέστρεψας τὴν αἰχμαλωσίαν Ἰακώβ. ἀφῆκας τὰς ἀνομίας τῷ λαῷ σου, ἐκάλυψας πάσας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν» »[28].
Στήν ΠΔ ὁ Θεός τῶν ὅλων[29] ἑνώνεται μέ δεσμούς ἀγάπης μέ ἐκείνους πού ἔχουν δικαιωθεῖ καί ἁγιασθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μαρτυρία ἀδιάψευστη ἀποτελοῦν τά λόγια τοῦ προφήτη Ἀββακούμ: «Καί ἐγώ συνεπόδισα τόν Ἐφραῒμ͵ ἀνέλαβον αὐτὸν ἐπὶ τὸν βραχίονά μου͵ ἐξέτεινα αὐτοὺς ἐν δεσμοῖς ἀγαπήσεώς μου. ὁ δέ γε δεσμὸς εἰς τραχήλους ἐνθάδε νοεῖται καὶ τὸ εὐήνιον τῶν ὑποτεθεικότων αὐτῷ τὸν τῆς διανοίας αὐχένα, καὶ τὸν χρηστὸν ἀληθῶς τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ὑποδεδυκότων ζυγόν»[30].
Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ἑρμηνεύοντας τίς συνέπειες τῆς ἀγάπης μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῶν φορέων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή τῶν προφητῶν, ὑπογραμμίζει: «Ἔθος τοῖς ἁγίοις προφήταις τὴν εἰς καρδίαν καὶ νοῦν ἐπιτήρησιν, ἣν ἂν ποιοῖντο τυχόν, προενηχοῦντος αὐτοῖς τοῦ ἁγίου Πνεύματος τῶν ἐσομένων τὴν γνῶσιν, φυλακήν ἀποκαλεῖν ἤγουν ἀκοήν»[31]. Ἡ ἐπίνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρός τούς ἀνθρώπους ἐπικεντρώνεται στό νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ πιστοῦ. Ἡ ἐπιδαψίλευση τοῦ θείου φωτός λαμπρύνει ὄχι μόνο τό νοῦ τοῦ πιστοῦ ἐν Χριστῷ, ἀλλά φωταγωγεῖ καί δαδουχεῖ καί τήν καρδιά του. Ὁ νοῦς διευρύνεται καί ὀξύνεται μέ τή χάρη τοῦ Πνεύματος καί μπορεῖ νά κατανοεῖ «πάντα» τά τῆς ἀληθείας. Ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου προσοικειώνεται τή φωτιστική ἐνέργεια τοῦ τρίτου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔτσι γίνεται δεκτική τῶν δώρων τοῦ Πνεύματος πρός τό ἔλλογο ὄν. Κατά συνέπεια στήν κατάσταση τοῦ πνευματικοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργό ρόλο ἔχουν τόσο ἡ καρδία ὅσο καί ὁ νοῦς, ὅπου εἶναι τό λίκνον τῶν σκέψεων καί τῶν συναισθημάτων.[32]. Τὸ Πνεῦμα φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς μὲ τρόπο ἐμφανῆ ἢ ἀμυδρό, τὶς ἀλήθειες καὶ τὰ μυστήρια πού ἀφοροῦν στὸν Τριαδικό Θεό, τὰ ὁποῖα εἶναι ἕτοιμοι νὰ δεχθοῦν καὶ νὰ κατανοήσουν «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ πλάτους τῆς καρδίας» καί «κατὰ τὴν προπαρασκευήν τῆς καθαρότητος»[33]. Ἔτσι ὁ θεσπέσιος Δαβίδ, ἀκτινοβολώντας ἀπό τό φωτισμό τοῦ Πνεύματος, ἀνέπεμπε μελωδίες πρός τόν Θεό λέγοντας γιά τό Σωτήρα τῆς ἀνθρωπότητας, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό[34].
Τέλος παρατηρεῖται ὅτι ὁ Ἰσίδωρος κάνει μία πολύ μικρή ἀναφορά στό ἀποκαλυπτικό ἔργο τοῦ Πνεύματος κατά τήν ΠΔ Ἀντίθετα ἡ ἀναφορά τοῦ Κυρίλλου γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα κατά τήν ΠΔ εἶναι ἀρκετά ἱκανοποιητική. Ἐκεῖνο φωτίζει τούς θεοφόρους ἄνδρες τῆς ΠΔ καί τούς φανερώνει τά μέλλοντα. Ταυτόχρονα τό Ἅγιο Πνεῦμα φωτίζει τό Δαβίδ καί τοῦ ἀποκαλύπτει τή θεία ἀλήθεια γιά τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία. Ἐν κατακλείδι, μπορεῖ κάποιος νά συμπεράνει ὅτι ὁ Κύριλλος ἀναφέρεται στόν ἀποκαλυπτικό ρόλο τοῦ Πνεύματος στήν ΠΔ μέσα κυρίως ἀπό τά λόγια τῶν προφητῶν. Ἄλλωστε οἱ τελευταῖοι γίνονται δοχεῖα τοῦ Πνεύματος, μέσω τῶν ὁποίων ἡ Τρίτη Ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει στούς ἀνθρώπους ὄχι μόνο τό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀλλά καί ὅσα πρόκειται νά διαδραματιστοῦν στό μέλλον μέχρι τήν ἔλευση τοῦ Σωτήρα. Θά μποροῦσε νά λεχθεῖ ὅτι ἡ δράση τοῦ Πνεύματος κατά τήν ΠΔ ἀποτελεῖ τήν ἔμμεσα δυναμική ἀποκάλυψη τοῦ Πνεύματος στά ἔλλογα ὄντα. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή κατανοεῖται καλύτερα μέσα ἀπό τά γεγονότα τῆς ΚΔ καί κυρίως μετά τήν Πεντηκοστή, ὅπου τό Πνεῦμα εἰσέρχεται φανερά καί μέ δυναμικό τρόπο στήν ἀνθρώπινη ἱστορία.
[1] Κυρίλλου, Κατά Ἰουλιανοῦ, Δ΄, PG 76, 717C.
[2] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, A΄, SC 322, 2821 (=PG 76, 536A). Πρβλ. Γεν. 1, 2. Ψαλμ. 103 (104), 3 καί Ἠσ. 42, 5.
[3]Βλ. Καλαντζάκη, «Οἱ περί τοῦ Πνεύματος ἀντιλήψεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης», ΕΕΘΣΑΠΘ 2 (1992) 206. G. Barrois, The Face of Christ in the Old Testament, New York 1974, p. 56. Συναφῶς πρβλ. E. Trubetskoi, Icons: Theology in Color, New York 1973, p. 52.
[4] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΛΔ΄, PG 75, 584D.
[5]Τοῦ ἰδίου, Περί τῆς ἁγίας καί ζωοποιοῦ Τριάδος – Κεφάλαια περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 75, 1129C. Πρβλ. Ψαλμ. 32 (33), 6. 103 (104), 30. Ἠσ. 48, 16. Ἰουδίθ 16, 14. Πρβλ. Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 41 – Εἰς τήν Πεντηκοστήν 14, PG 36, 448A: «Τοῦτο τὸ Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲν Υἱῷ καὶ τὴν κτίσιν καὶ τὴν ἀνάστασιν. Καὶ πειθέτω σε τὸ, Τῷ Λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν, καὶ τῷ Πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν· Πνεῦμά τε θεῖον τὸ ποιῆσάν με».
[6] Κυρίλλου, Γλαφυρά εἰς τήν Γένεσιν, Α-Ζ΄, PG 69, 13-385.
[7]Τοῦ ἰδίου, Εἰς τοὺς 12 προφήτας – Εἰς Ὠσηὲ, Β, 2, Pusey, vol. I, σ. 689-13 (=PG 71, 81D, 84A).
[8] Αὐτόθι, ΙΙΙ, 1, vol. I, σ. 36914 (=PG 73, 405A).
[9] Κυρίλλου, Κατά Ἰουλιανοῦ, A΄, SC 322, 3113 (=PG 76, 537C).
[10] Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας εἶναι ἡ χώρα, τήν ὁποία εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός στούς Ἑβραίους, ἡ γῆ Χαναάν. Οὐσιαστικά χαρακτηρίζεται ἡ περιοχή πού ἐκτείνεται μεταξύ τῆς Μεσογείου, τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας, τοῦ ροῦ τοῦ Ἰορδάνη καί τοῦ Λιβάνου. Κατά τόν Ε΄ αἰώνα π.Χ. τό νότιο τμῆμα τῆς περιοχῆς αὐτῆς ὀνομαζόταν Παλαιστίνη.
[11] Κυρίλλου, Εἰς τόν προφήτην Ἠσαῒαν, V, E΄, PG 70, 1389C.
[12]Τοῦ ἰδίου, Εἰς τοὺς 12 προφήτας –Εἰς Ὠσηὲ, Β΄, 3, Pusey, vol. I, σ. 8525 (=PG 71, 105Β). Σε ἄλλο σημεῖο αὒτοῦ τοῦ ἔργου του χαρακτηριστικά ἀναφέρει «… καὶ ἐνοικοῦντα φέρειν διὰ τοῦ Πνεύματος, οἶκος δὲ αὐτοῦ ὁ νοῦς καθαρός, καὶ καρδία διεσηγμένη» Αὐτόθι, Β΄, 3, σ. 8830 (=PG 71, 109Α).
[13] Κυρίλλου, Εἰς τοὺς 12 προφήτας –Εἰς Ὠσηὲ, ΣΤ΄, 11,. Pusey, vol. I, σ. 23618 (=PG 71, 273ΒC): «Ἐπιτρέχει τῶν ἁγίων Προφητῶν ἔσθ᾽ ὅτε τὸν νοῦν ἀκριβῶς τῶν ἐσομένων ἡ γνῶσις, ἐναστράπτοντος τὸ χρῆμα αὐτοῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοιγάρτοι καὶ μεταξύ τῶν ἰδίων λόγων, ἤτοι τῶν ἄνωθεν καὶ παρά Θεοῦ, τάς τινων ἔσθ᾽ ὅτε προανακεκράγασι φωνὰς…».
[14] Τοῦ ἰδίου, Κατά Ἰουλιανοῦ, A΄, SC 322, 3315-22 (=PG 76, 540ΒC): «ὡς χρὴ συνομολογεῖν ἐν ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ Τριάδι, τὸ τῆς ἀφράστου θεότητος νοεῖσθαι πλήρωμα˙ μεμορφώμεθα δὲ ἡμεῖς πρὸς τὴν ἀληθῆ καὶ ἀκριβεστάτην εἰκόνα τοῦ Πατρὸς, τουτέστι πρὸς τὸν Υἱόν, καὶ ταῖς ἡμετέραις ψυχαῖς τὸ θεῖον αὐτοῦ κάλλος ἐνσημαίνεται διά μετοχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
[15] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ὠσηὲ, Δ΄, 6, Pusey, vol. I, σ. 13823 (=PG 71, 164C).
[16] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἰωήλ, Α΄, 1, Pusey, vol. I, σσ. 30227, 3031 (=PG 71, 344D).
[17] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, IV, Δ΄, PG 70, 1089A. Περί τῆς ἔννοιας τοῦ Πνεύματος στήν Π. Δ. βλ. Ν. Μπρατσιώτου, Ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, 1: Ὁ ἄνθρωπος ὡς θεῖον δημιούργημα, ἐν Ἀθήναις 1967, σσ. 123 κ.ἑ.
[18] «μεσῖται πρὸς μόνους εἰσίν οἱ προφῆται τοὺς λόγους διαπορθμεύουσι γὰρ εἰς ὑμᾶς ἅπερ ἂν αὐτοῖς ἐντείλωμαι διὰ τοῦ Πνεύματος», Κυρίλλου, Εἰς Ἀμώς, Β΄, 3, Pusey, vol. I, σσ. 42225, 4231-2 (=PG 71, 460Β).
[19] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἀμώς Δ΄, 9, Pusey, vol. I, σ. 5265–11 (=PG 71, 561C).
[20] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΛΕ΄, PG 75, 653AΒ. Πρβλ. Α΄ Κορ. 2, 10-12.
[21] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΛΔ΄, PG 75, 580AΒ. Πρβλ. Ἱερ. 23,24.
[22] Κυρίλλου, Θησαυρός, ΛΔ΄, PG 75, 580AΒ.
[23] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἀββακούμ, Γ΄, 59, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 16115 (=PG 71, 937C).
[24] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Σοφονίαν, Β΄, 22, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 20816-17 (=PG 71, 985Β).
[25] Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τούς Ἀριθμούς, PG 69, 604C. Πρβλ. Ἱερ. 4, 31 καί 4, 1.
[26] Τό 587 π.Χ. ἡ καταστροφή ἀπό τούς Βαβυλωνίους ἦταν ὁλοκληρωτική. Ἡ Ἱερουσαλήμ παραδόθηκε στίς φλόγες καί ἄρχισε ἡ περίοδος τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας «Κατατεθηγμένος τοίνυν ἐπ᾽ αὐτοὺς ὁ πάντα ἰσχύων Θεὸς, κατεξανέστησε τὸν Ναβουχοδονόσορ, ὃς εἷλέ τε τὴν Ἰουδαίαν, καὶ κατεμπρήσας τὰς ἐν αὐτῇ πόλεις τε καὶ κώμας προσκατέστησε τὸν Σεδεκίαν. … ὁ Ἀσσύριος κατεστράτευσε πάλιν τῆς Ἱερουσαλήμ· καὶ δὴ καὶ ἑλὼν, καὶ αὐτὸν δὲ τὸν θεῖον κατεμπρήσας ναὸν, ὑπενόστησε εἰς τὴν ἑαυτοῦ», Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαΐαν, ΙΙΙ, Β΄, PG 70, 669D.
[27] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἀββακούμ, Α, 1, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 7015-17 (=PG 71, 848Α). Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Εἰς Μαλαχίαν, Α, 1, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 5488-15 (=PG 72, 280C): «ἐδέχοντο γὰρ οἱ μακάριοι προφῆται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τῶν ἐσομένων τὴν γνῶσιν, τάς τε συμβουλὰς καὶ μὴν καὶ τὰς ἐπιπλήξεις ἐποιοῦντο πρός τινας, οὐκ ἐξ ἰδίας αὐτοὶ καρδίας, οὓς ἂν ἕλοιντο τυχὸν ἀνασπῶντες λόγους, ἢ ψευδοεποῦντες κατά τινας, διερμηνεύοντες δὲ τὰ παρὰ Θεοῦ, καὶ τοὺς ἄνωθεν τοῖς ἄλλοις καθαρῶς τε καὶ ἀμωμήτως διαπορθμεύοντες λόγους. Οὐκοῦν τῆς προφητείας τὴν λῆψιν γενέσθαι φησὶ παρὰ Κυρίου».
[28] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἀββακούμ, Α, 13, Pusey, vol. ΙΙ, σσ. 8423-25, 851-3 (=PG 71, 861C).
[29]Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, Pusey, vol. ΙΙΙ, σ. 23715 (=PG 74, 844C). Τοῦ ἰδίου, Γλαφυρά εἰς τήν Ἔξοδον, Β΄, PG 69, 420Α, 468C. Τοῦ ἰδίου, Εἰς τούς Ψαλμούς, (Ψαλμ. ΜΖ, ±Δ , ΡΙΔ) , PG 69, 1064Α, 1241D, 1269Β. Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν, IV΄, Γ΄, PG 70, 977Β καί PG 70, 1013Β. Τοῦ ἰδίου, Ἑόρτιος ‘Επιστολή, XIV, SC 434, 71715-16 (=PG 77, 717Β). κ.ἄ.
[30] Κυρίλλου, Εἰς Ἀββακούμ, Γ΄, 55, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 1563-5 (=PG 71, 933Α).
[31] Αὐτόθι, Γ΄, 59, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 16022-25 (=PG 71, 937Β). Πρβλ. Ἀββ. 2, 1.
[32] Κυρίλλου, Εἰς Ἰωάννην, ΧΙ, Α΄, Pusey, vol. II, σ. 6451-7 (=PG 74, 460BC): «…τῇ τοῦ Πνεύματος δᾳδουχίᾳ λελαμπρυσμένοι τὸν νοῦν, πάντα λοιπὸν δύνωνται νοεῖν, καὶ εἰ μὴ παρόντα τυχὸν διερωτῷεν αὐτὸ (=τόν Κύριον). Οὐ γάρ ὅτι δεήσονται μὲν οὐκέτι φωταγωγίας τῆς παρ̉ αὐτοῦ τὰ τοιαῦτά φησιν ὁ Σωτήρ, ἀλλ̉ ὅτι τὸ ἴδιον αὐτοῦ δεξάμενοι Πνεῦμα, καὶ ἐνοικοῦν ἔχοντες ἐν καρδίαις, ἀπροσδεᾶ παντὸς ἀγαθοῦ καὶ γνώσεως τῆς τελειωτάτης ἀνάπλεων τὴν διάνοιαν ἕξουσι». Τοῦ ἰδίου, Εἰς Σοφονίαν Α΄, 1, Pusey, vol. ΙΙ, σ. 1682-6 (=PG 71, 945Α): «ἀλλ᾽ ἦν ἀληθῶς προφήτης, τοὺς ἐκ στόματος Κυρίου διαπορθμένων λόγος, καὶ Ἁγίου μὲν ἀναπιμπλάμενος Πνεύματος, ἀναβρύων δὲ ὥσπερ πηγῆς ἀγαθῆς τῆς καρδίας αὐτά τά ἀγαθά: «ψευδηγορεῖν γάρ οὐκ οἶδε τῶν ἁγίων ἡ γλῶττα»». Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἠσαῒαν Ι, Α΄, PG 70,13BC καί τοῦ ἰδίου, Εἰς Ὠσηέ, III, Δ΄, Pusey, vol. Ι, σ. 9226-29 (=PG 71, 113Α).
[33] Τοῦ ἰδίου., Εἰς τούς Ψαλμούς, PG 69, 1032B. Πρβλ. Ψαλμ. 44.
[34] Κυρίλλου, Εἰς Ἠσαῒαν, V, B΄, PG 70, 1217C.