ΠΟΙΟ «ΓΟΥΔΗ», ΠΟΙΟΥ…«ΓΟΥΔΟΧΕΡΗ»;

ΑΠΟΚΟΜΜΑ5 ΒΙΒΛΙΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ-ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΧΩΡΙΟ ΠΑΛΑΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΠΙΕΡΙΑΣ

τοῦ Ἀντ. Ἀ. Ἀντωνάκου*

 

Τὰ τελευταῖα χρόνια, εἰδικὰ στὴν μετὰ τὸ μονοτονικὸ ἐποχή, καὶ μαζὶ μὲ τὶς σκόπιμες καταργήσεις  τῆς γ΄ κλίσεως, τῆς ἱστορικῆς  γραμματικῆς καὶ τῆς ἱστορικῆς  ὀρθογραφίας, ἄρχισε καὶ μία σειρὰ  δημιουργίας «νέων ὀρθογραφιῶν» (στὴν πλειοψηφία τους ἀνορθογραφιῶν) ἢ νέων, ἀνυπάρκτων μέχρι τώρα, λέξεων, οἱ ὁποῖες δὲν ἀπέδιδαν ἐπ’ ἀκριβῶς τὸ νόημα.

Ἔτσι ξαφνικά, λοιπόν, πρὶν λίγα χρόνια, μᾶς προέκυψε καὶ ἡ λέξη … «Γουδῆ»! Μὲ «η»! Ἄλλαξαν πινακίδες καὶ αὐτὸς ὁ τόπος ποὺ γνωρίζαμε μέχρι σήμερα ὡς σύμβολο ἀποκαταστάσεως τῆς Δημοκρατίας (Κίνημα στὸ Γουδὶ) ἢ τόπο ἀπονομῆς Δικαιοσύνης καὶ Νεμέσεως (π.χ. «χρειάζεται ἕνα Γουδί»), ξαφνικὰ τὸ εἶδαν νὰ γράφεται ὡς «Γουδῆ». Καὶ οἱ ἀδαεῖς ἄνοιξαν τὸ στόμα καὶ εἶπαν: «Ἀ, οἱ εἰδικοὶ ἀπεκατέστησαν ἕνα λάθος».

Παρέβλεψαν ὅμως ὅλοι τους τὴν  ἐξελικτικὴ διαδικασία, τὴν ὁποία  ἀκολουθεῖ γιὰ αἰῶνες ἡ γλῶσσα, ἡ ὁποία ἔχει μία μοναδικὴ ἱκανότητα  προσαρμογῆς! Καὶ ἐξηγῶ ἀμέσως. Ἂν γιὰ παράδειγμα σᾶς ἔλεγα  ὅτι ἡ Γαργαρέτα, ἡ Βαρυμπό(μ)πη, ὁ Γέρακας, τὸ Κουκάκι, τὸ Περιστέρι καὶ πλῆθος ἄλλων τοπωνυμίων προέρχονται ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν ἰδιοκτητῶν τους, τί θὰ λέγατε; Καὶ ὅμως, ἔτσι εἶναι. Ἡ ἴδια ἡ γλῶσσα προσαρμόζει στὴν ἐξέλιξή της αὐτὰ τὰ τοπωνύμια σὲ κανόνες, ποὺ ἡ ἴδια ἐλέγχει. Εἶναι γνωστὲς π.χ. ἐκφράσεις, ὅπως μένω «στοῦ Μακρυγιάννη», «στοῦ Γκύζη», «στοῦ Χαριλάου»… Ἐδῶ ἡ γλῶσσα ἔχει προσαρμόσει στὴν γενικὴ κτητικὴ τὴν πρόθεση «εἰς», ποὺ δηλώνει τόπο καὶ δημιουργεῖ τὸν τύπο «εἰς τοῦ = στοῦ» (Μακρυγιάννη). Θὰ πρέπει νὰ καταλάβουν ὅμως ὅλοι, «εἰδικοὶ» καὶ «ἀγνοοῦντες εὐκολόπιστοι», ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἱστορικὴ προέλευση καὶ ἄλλο ἡ γλωσσικὴ προσαρμογὴ ποὺ ἡ ἴδια ἡ γλῶσσα ἐπέβαλλε στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Ὁ σωστὸς γλωσσολόγος θὰ ἀναφέρει τὸ πρῶτο ὡς ἱστορία ἀλλὰ θὰ στηρίξει τὸ δεύτερο ὡς γλῶσσα. Σὰν τὸν χείμαρρο ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ἤδη δημιουργηθεῖσα πορεία.

Ἐκτὸς λοιπὸν ἀπὸ τὸν τοπωνυμικὸ τύπο «στοῦ (Μακρυγιάννη)», ὑπάρχουν καὶ  ἄλλοι, ὅλοι προερχόμενοι ἀπὸ ὀνόματα  ἰδιοκτητῶν. Τὰ τοπωνύμια ὅμως αὐτὰ σὲ πλεῖστες ἄλλες περιπτώσεις μετατρέπονται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν γλῶσσα ἀποκλειστικὰ εἴτε σὲ ἀρσενικά, εἴτε σὲ θηλυκὰ εἴτε σὲ οὐδέτερα. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν κάποια ἀπὸ αὐτά, μὲ ὁδηγὸ τὸ ἐξαίρετο βιβλίο τοῦ Κώστα Μπίρη μὲ τίτλο «Αἱ Τοπωνυμίαι τῆς Πόλεως καὶ τῶν Περιχώρων τῶν Ἀθηνῶν» (Ἀθῆναι 1971), ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ μὲ τὴν σειρά του τὰ βιβλία ἀναφορᾶς τοῦ Καμπούρογλου, τὸν Κώδικα τοῦ συμβολαιογράφου «Π. Πούλου», τὸν «Χάρτη τῶν Ἀθηνῶν» τοῦ Κάουπερτ, πανεπιστημιακοὺς ὅπως ὁ Κ. Ἄμαντος καὶ πολλοὺς ἄλλους σημαντικοὺς ἐρευνητές, ἀνὰ περιοχή, τῶν Ἀθηνῶν.

Γιὰ παράδειγμα ἡ «Γαργαρέτα», ἀποτελεῖ παλαιὰ τοπωνυμία, προκύψασα ἀπὸ κτήματα τῆς ἀθηναϊκῆς οἰκογενείας τοῦ Γαργαρέτα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ «Βαρυμπό(μ)πη», ἡ ὁποία εἶναι τοπωνυμία περιοχῆς τῆς μεσημβρινῆς πλαγιᾶς τῆς Πάρνηθος, προκύψασα ἀπὸ κτήματα τῆς παλαιᾶς ἀθηναϊκῆς οἰκογενείας Βαρυμπόπη, «ἀνηκούσης κατὰ πᾶσαν πιθανότητα εἰς τὴν τάξιν τῶν Ἀρβανιτῶν Στρατιωτῶν, οἵτινες ἐπώκισαν εἰς τὰς παρυφὰς τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα», ὅπως μᾶς λέει ὁ Μπίρης. Κι ὅμως αὐτὰ τὰ δύο γνωστὰ τοπωνύμια καὶ ἀρκετὰ ἄλλα «θηλυκοποιήθηκαν». Ὁ λαὸς δὲν λέει «μένω στοῦ Γαργαρέτα» ἢ «πάω στοῦ Βαρυμπό(μ)πη» ἀλλὰ «στὴν Γαργαρέτα» καὶ «στὴν Βαρυμπό(μ)πη».

Εἶναι γνωστὴ ἀκόμη ἡ τοπωνυμία  «Γέρακας», ἡ ὁποία καλύπτει ἐκτεταμένη περιοχὴ πρὸς δυτικὰ τῆς ὁδοῦ Ἀθηνῶν-Μαραθῶνος, κατὰ τὴν διασταύρωσή της μὲ τὴν καταργηθεῖσα γραμμὴ τοῦ σιδηροδρόμου Λαυρίου. Ἡ περιοχὴ αὐτή, κατάφυτη ἄλλοτε ἀπὸ ἐλαιόδενδρα, ἀνῆκε κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα «εἰς τὸν ἐξ’ Ἀθηνῶν καταγόμενον μέγαν Λογοθέτην τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Ἱέρακα, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου προῆλθεν ἡ τοπωνυμία. Ἐπωλήθη δὲ ὑπ’ αὐτοῦ εἰς τὴν Μονὴν Πεντέλης». Κι ἐδῶ ὅμως, ὁ λαὸς δὲν λέει «μένω στοῦ Γέρακα» ἀλλὰ «μένω στὸν Γέρακα»! Δηλαδὴ «ἀρσενικοποιεῖ» τὸ τοπωνύμιο. Ἔτσι εἶναι. Ἡ γλῶσσα ἀκολουθεῖ τὴν μέθοδο τοῦ χειμάρρου. Ἀκόμη κι ἂν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ τὴν ἀλλάξουμε ἡ ῥοή της εἶναι πιὸ δυνατή! Κι ὅπως, ἂν κτίσεις στὴν κοίτη, θὰ σοῦ γκρεμισθεῖ τὸ σπίτι, ἔτσι κι ἂν προσπαθήσεις νὰ ἀλλάξεις παγιωμένη σὲ πολλὲς δεκαετίες ἢ αἰῶνες κατάσταση, τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι ἐξ’ ἴσου καταστροφικό.

Ἀφοῦ λοιπὸν εἴδαμε πὼς «ἀρσενικοποιοῦνται» ἢ «θηλυκοποιοῦνται» τοπωνυμίες, ἂς δοῦμε καὶ τὴν τρίτη καὶ πλέον πολυπληθῆ περίπτωση, ὅπου τὰ ὀνόματα «οὐδετεροποιοῦνται»! Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση στὴν ὁποία ἀνήκει καὶ «τὸ Γουδί» ὑπάρχουν ἄπειρες περιπτώσεις, τὶς ὁποῖες ὅμως οἱ «εἰδικοί» δὲν τόλμησαν νὰ τὶς ἀγγίξουν. Ἴσως γιατὶ βαδίζουν μεθοδικά. Βῆμα – βῆμα. Ἂς ἐξετάσουμε ὅμως τὶς πιὸ τρανταχτές, οἱ ὁποῖες εἶναι ἱκανὲς νὰ ἀποδείξουν «τὸ λάθος».

Γνωρίζετε ὅλοι τὸ «Γαλάτσι». Ὅπως ἀναφέρεται στὸν Κώδικα Π. Πούλου τὸ Γαλάτσι εἶναι «Μεσαιωνικὴ τοπωνυμία, ἐν χρήσει ἀκόμη καὶ σήμερον, προκύψασα ἀπὸ κτήματα τῆς ἀθηναϊκῆς οἰκογενείας Γαλάκη, τῆς ὁποίας τὸ ὄνομα προεφέρετο κατὰ τὸ παλαιὸν ἀθηναϊκὸν ἰδίωμα Γαλάτση». Κανεὶς ὅμως δὲν λέει «μένω στοῦ Γαλάτση» ἀλλὰ «στὸ Γαλάτσι».

Τὸ «Δουργούτι» εἶναι  «παλαιὰ τοπωνυμία, προκύψασα ἀπὸ  ἰδιοκτήτην Δουργούτην. Προεφέρετο εἰς παλαιοτέρας ἐποχὰς καὶ Δριγούτι». Τὸ ἐπώνυμο φέρουν σύγχρονες οἰκογένειες τῶν Ἀθηνῶν. Τὸ «Κατσιπόδι», ἐπίσης, εἶναι μεσαιωνικὴ τοπωνυμία, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπὸ κτήματα τῆς οἰκογενείας Κατσιπόδη καὶ τὴν κτητορική τους ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Κατσιποδοῦς. (Εὑρετήριο τῶν Μεσαιωνικῶν Μνημείων τῆς Ἑλλάδος).

Ὑπάρχει, ἐπίσης, τὸ «Κερατσίνι», τὸ ὁποῖο ἦταν γνωστὸ ἀπὸ τὴν κατὰ τοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας ἐν χρήσει τοπωνυμία «Κόσολα Τζερατιά» (Κερατιὰ τοῦ Προξένου), ἐννοώντας τὸν πρόξενο τῆς Γαλλίας Γκασπαρί, ὁ ὁποῖος κληρονόμησε τὰ κτήματα ἀπὸ τὸν Καϋράκ, συγγενῆ του καὶ μοναδικὸ πάροικο τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ κερατιὰ αὐτὴ ταυτίζεται μὲ τὴν μεγάλη Ξυλοκερατιὰ (χαρουπιά), ποὺ ἀπαντᾶται κατὰ τοὺς πρώτους μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση χρόνους καὶ μὲ τὸν ἀναφερόμενο ὡς ἰδιοκτήτη στὴν περιοχὴ αὐτὴ κατὰ τὴν τελευταία περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας Τζίνην ἢ Γκίνην. Ὅπως γράφει δὲ ὁ Μπίρης, «μὲ τὸ ὄνομα Κερατόπυργος τῆς πρὸς δυτικῆς ἄκρας τοῦ ὅρμου, πείθει ὅτι ἀρχικῶς ἢ τοπωνυμία ἦταν Κερατιὰ τοῦ Τζίνη ἢ Κερατιὰ Τζίνη. Μετέπεσε δὲ ἀργότερον στὸν μονολεκτικὸν τύπον «Κερατζίνι» καὶ «Κερατσίνι».

Ἕνα ἀκόμη πασίγνωστο τοπωνύμιο εἶναι τὸ «Κουκάκι». Αὐτὸ προέκυψε γύρω στὸ 1900 ἀπὸ μοναχικὴ οἰκία, τὴν ὁποία ἔκτισε τότε, στὴν γωνία τῶν ὁδῶν Δημητρακοπούλου 89 καὶ Γεωργάκη Ὀλυμπίου, ὁ Γεώργιος Κουκάκης, ἐργοστασιάρχης σιδηρῶν κρεβατιῶν. Γνωστὸ καὶ τὸ «Κουτσικάρι», τοπωνυμία τῆς περιοχῆς μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Νίκαιας, ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ δημάρχου τῶν Ἀθηνῶν Ἐμμ. Κουτσικάρη, ὁ ὁποῖος ἀγόρασε τὴν ἔκταση αὐτὴ ἀπὸ ἀπερχομένη τουρκικὴ οἰκογένεια κατὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἀθηνῶν.

Ἂν ὅμως αὐτὸ εἶναι  ἁπλῶς γνωστό, τὸ «Μενίδι» εἶναι πασίγνωστο. Εἶναι Μεσαιωνικὴ ὀνομασία τῶν ἀρχαίων Ἀχαρνῶν, «ὑπάρχουσα ἐν χρήσει κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα, πολὺ πρὸ τοῦ 18ουαἰῶνος, καθ’ ὃν ἔγινεν ἡ ἐποίκησις αὐτόθι Ἀρβανιτῶν ἐκ Πελοποννήσου καί, κατὰ συνέπειαν, ἄσχετος πρὸς αὐτούς. Προέκυψε τὸ τοπωνύμιον ἀπὸ ἐπώνυμον τιμαριούχου Βυζαντινοῦ ἄρχοντος Μενίδη, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὰ δύο τιμάρια τοῦ Καματηροῦ, τὸ ἐν πλησίον τῶν Λιοσίων καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὴν Σαλαμῖνα», μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μπίρης.

Ὁμοίως καὶ τὸ «Μπουρνάζι», «τοπωνυμία τῆς κατ’ ἐπέκτασιν τοῦ συνοικισμοῦ Περιστερίου περιοχῆς, πρὸς βόρεια τῆς ἀπὸ τὰ Σεπόλια ἀγούσης ὁδοῦ καὶ πρὸς δυτικὰ τοῦ ῥέματος τῆς Καναπιτσερῆς, προελθοῦσα ἀπὸ κτήματα τῆς παλαιᾶς ἀθηναϊκῆς οἰκογενείας Μπουρνάζου». Τὸ ἴδιο καὶ τὸ «Περιστέρι», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ παλαιὰ τοπωνυμία περιοχῆς «κατὰ τὴν δυτικὴν πλευρὰν τοῦ Κηφισοῦ πέραν τῆς Κολοκυνθοῦς, προκύψασα ἀπὸ κτήματα ὁμωνύμου μεσαιωνικῆς ἀθηναϊκῆς οἰκογενείας (Περιστέρη)». Κι ἂς τελειώσω μὲ τὸ πασίγνωστο «Τατόι», τοπωνυμία, προκύψασα ἀπὸ τὸ ἐπώνυμο τῆς οἰκογενείας Τατόη, «ἀνηκούσης εἰς τὴν τάξιν τῶν Ἀρβανιτῶν, οἵτινες ἐγκατεστάθησαν εἰς τὰς παρυφὰς τοῦ λεκανοπεδίου τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τὸν 14ον αἰῶνα. (Μν. Καμπ., τόμ. Ι, σελ. 179).

Τὸ ἴδιο, λοιπόν, ποὺ  συνέβη μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ «οὐδετεροποιημένα» τοπωνύμια, συνέβη καὶ μὲ τὸ «Γουδί». Ὁ Μπίρης, ποὺ γράφει σωστὰ τὸ Γουδὶ μὲ ἰῶτα, μᾶς πληροφορεῖ (καὶ ἱστορικῶς σωστὰ) ὅτι ἀποτελεῖ «παλαιὰν ὀνομασίαν τῆς περιοχῆς καὶ ἐπώνυμον τῆς αὐτόθι ἠρειπωμένης ἐκκλησίας τῆς Παναγίας, ἀπὸ κτήματα μεσαιωνικῆς οἰκογενείας Γουδῆ, ἀνήκοντα σήμερον εἰς τὴν οἰκογένειαν Κακαβᾶ».

Ἐπειδὴ λοιπὸν οἱ «εἰδικοὶ γλωσσολόγοι», καὶ οἱ «προοδευτικοὶ  δημοσιογράφοι», ποὺ τοὺς συνέδραμαν, αὐτοὶ ποὺ ἄλλαξαν τὴν λέξη σκόπιμα ὡδήγησαν νέους, ἐπίδοξους συγγραφεῖς καὶ νέους δημοσιογράφους σὲ σωρεία λαθῶν ἐπειδὴ «δὲν κατάλαβαν» ὅτι τὸ τοπωνύμιο «οὐδετεροποιήθηκε» ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν γλῶσσα, διότι ὁ λαὸς δὲν λέει «μένω στοῦ Γουδῆ» ἀλλὰ «μένω στὸ Γουδί»! Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρω πὼς εἶδα τουλάχιστον δύο διαφορετικὰ βιβλία γιὰ «τὸ κίνημα στὸ Γουδί»! Τὸ ἕνα ἔγραφε «τὸ κίνημα στὸ … Γουδή»! Σαφέστατο λάθος, διότι κανένα οὐδέτερο δὲν τελειώνει σὲ «η»! Τὸ ἄλλο ἔγραφε «τὸ κίνημα τοῦ Γουδῆ», ἀφήνοντας νὰ ὑπονοηθεῖ ὅτι τὸ κίνημα, τὸ ἔκανε κάποιος Γουδής.

Γλωσσικὴ ἀναρχία, βαβυλωνία  σκόπιμη γιὰ νὰ προκληθεῖ σύγχυση, μέσα ἀπὸ κάτι τάχα λανθασμένο, ποὺ ἔπρεπε νὰ διορθωθεῖ. Ἄλλαξαν ἕνα τοπωνύμιο καὶ ἄφησαν ὅλα τὰ ἄλλα. Ὁ σοφὸς λαός, ὅμως, ὅποτε δὲν παρεμβαίνουν μὲ νόμους «εἰδικοί», διορθώνει μόνος του τὴν γλῶσσα του, χιλιάδες χρόνια τώρα. Καὶ δὲν χρειάζεται «εἰδικούς», ποὺ δὲν γνωρίζουν πώς λειτουργεῖ ἡ γλῶσσα! Ὅπως π.χ. κανεὶς σήμερα δὲν λέει «μένω στοῦ Κουκάκη», «στοῦ Γαλάτση», «στοῦ Κερατσίνη», «στοῦ Μενίδη», «στοῦ Περιστέρη», «στοῦ Τατόη» ἀλλὰ λέει «στὸ Κουκάκι», «στὸ Γαλάτσι», «στὸ Κερατσίνι», «στὸ Μενίδι», «στὸ Περιστέρι», «στὸ Τατόι», ἔτσι πρέπει νὰ λέει, «στὸ Γουδὶ» καὶ ὄχι «στοῦ Γουδῆ», πολὺ δὲ περισσότερο ὄχι στὸ χείριστο «στὸ Γουδή»!

Δυστυχῶς ὅμως, δὲν ξέρω πότε κάποιος μὲ τὸ προσωνύμιο «Γουδοχέρης» θὰ παραλάβει τοὺς ὀπαδοὺς «τοῦ Γουδῆ» γιὰ νὰ τοὺς περιποιηθεῖ δεόντως. Καὶ τότε μπορεῖ νὰ μὴ θυμοῦνται «τὸ Γουδὴ» ἀλλὰ σίγουρα θὰ θυμοῦνται ὅτι ἔγινε … «τοῦ Γουδοχέρη». (σ.σ. Τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο ἀποτελεῖ προδημοσίευση τμήματος τοῦ συντόμως ἐκδοθησομένου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις «ΚΑΔΜΟΣ» βιβλίου μου μὲ τίτλο «Μαθήματα Ἑλληνικῆς Γλώσσης μὲ δάσκαλο τὰ λάθη τῶν ΜΜΕ»).

 

* Ὁ Ἀντώνιος Ἀντωνάκος εἶναι Καθηγητής, Κλασικὸς Φιλόλογος, Ἱστορικός, Συγγραφέας καὶ Μέλος τοῦ ΟΔΕΓ.

 

Πηγή: Περιοδικό ΄΄ΕΛΛΗΝΙΚΗ-ΔΙΕΘΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑ΄΄, ΙΑΝ.-ΙΟΥΝ. 2013

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα