Κωνσταντίνου Γανωτῆ
φιλολόγου-συγγραφέως
Ο Θεὸς ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο μὲν ἀλλὰ μὲ τὴν εὐχὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ γίνει ἅγιος ἔβαλε τὸν ἄνθρωπο μπροστὰ σὲ πειρασμοὺς καὶ προβλήματα ἀπὸ μεσ’ ἀπ’ τὸν Παράδεισο ἀκόμα. Ἔτσι ἔκανε τὴν ἁγιότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιβίωση ἀκόμα προβληματικὴ καὶ ἀντικείμενο ἀγῶνος καὶ θυσιῶν, ἀκόμα καὶ βασάνων καὶ μαρτυρίων.
Φαίνεται καθαρὰ μάλιστα ὅτι θέλει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἄξιον γιὰ τὰ μεγάλα αὐτὰ δῶρα καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἁγιότητα, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ὅμοιον μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἐπιβίωση ἔγινε πρόβλημα στὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν ἔξωση τῶν Πρωτοπλάστων. Γενικὰ ὅμωςὁ ἀνθρώπινος βίος ἀποτελεῖ ἕνα στάδιο ἀθλημάτων, δὲν εἶναι ἀνάπαυση καὶ ἠρεμία. Ἀρκεῖ μία ἀνάγνωση τῆς παγκοσμίου ἱστορίας καὶ τῆς μυθολογίας ἀκόμη ὅλων τῶν λαῶν γιὰ νὰ μᾶς πείσει ὅτι ἡ πολυπόθητη ἀνάπαυση καὶ εὐημερία ἦταν πάντα τόσο σύντομες περίοδοι, ὥστε νὰ μὴν ἐπηρεάζουν τὴν εἰκόνα τῆς ζωῆς.
Αὐτὸ ποὺ λέμε εἰρήνη στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν κρατῶν ἦταν πάντα τόσο εὔθραυστο, ὥστε καὶ ὅταν τὴν ἀπολάμβανε κανεὶς ζοῦσε μὲ τὸ φόβο ὅτι κάθε στιγμὴ διακινδυνευόταν. Γι’ αὐτὸ οἱ Ρωμαῖοι ἔλεγαν “si vis pacem, para bellum”, δηλαδὴ ἂν θέλεις εἰρήνη, παρασκεύαζε πόλεμο. Καταλαβαίνομε βέβαια ὅτΙ μιλοῦσαν γιὰ εἰρήνη στὶς διακρατικὲς σχέσεις, γιατί ὅταν ἑτοιμάζεις πόλεμο, ἡ καρδιά σου εἶναι ἀνήσυχη καὶ ἐκδικητική.
Ἂν ἀκόμα χρησιμοποιήσομε τὸ σοφὸ ρητὸ τῶν Ρωμαίων στὶς μεταξὺ μας διανθρώπινες σχέσεις, τότε ἀκόμα γιὰ λιγότερη εἰρήνη θὰ μιλοῦμε, ἀφοῦ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ διαρκῆ ὑποψία ἑτοιμοπόλεμοι μὲ τοὺς γείτονές μας. Γι’ αὐτό ὅταν μιλοῦμε γιὰ κίνδυνο τῆς πατρίδας μας, θὰ πρέπει νὰ πάει ὁ νοῦς μας σὲ μία διαρκῆ καὶ ἀδιάκοπη ἀνησυχία καὶ μία συνεχῆ ὀργάνωση ἄμυνας μέσα στὴν καθημερινότητα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Ἡ εἰρήνη μέσα στὴν ψυχή μας ἀπειλεῖται τὴν κάθε στιγμὴ ἀπὸ ἐξωτερικοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐσωτερικοὺς ἐχθρούς. Οἱ ἐμφύ λιοι πόλεμοι, οἱ δικαστικὲς διαμάχες, οἱ πολιτικὲς συγκρούσεις, οἱ ταξικές, οἱ συνδικαλιστικὲς ἀντιπαραθέσεις, οἱ θορυβώδεις ἐκδηλώσεις μέσα στὶς πόλεις, ὅλα αὐτὰ συμπληρώνουν μία εἰκόνα ἀσταμάτητου πολέμου καὶ ἡ εἰρήνη ἔχει πετάξει ἀπὸ τὴ ζωή μας ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα. Αὐτὴ ἡ ἀνεμοταραγμένη ζωὴ δὲν εἶναι ἡ ζωή, ποὺ ὀνειρεύεται καὶ ἐπιθυμεῖ κάθε βρεφάκι ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο, δὲν εἶναι μὰ ζωὴ ἀντάξια του εὐγενικοῦ καὶ θεαγάπητου πλάσματος τοῦ Θεοῦ.
Ἂν δεχτοῦμε αὐτὴ τὴ ζωὴ σὰν φυσικὴ καὶ λογικὴ κατάσταση, ὅπως ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι «πόλεμος πάντων πατήρ, πάντων δὲ βασιλεύς…», θὰ ἀδικούσαμε τὸν δημιουργό μας.
Σ’ αὐτὸν τὸν ἀνελέητο πόλεμο ποὺ μαίνεται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κρατᾶ ἀναστατωμένους ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν ὁ Θεὸς ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τοὺς ἥρωες. Οἱ ἥρωες προετοιμάζουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ὑψηλὴ ἀποστολή τους. Ἀντὶ νὰ ταράζονται ἀπὸ τὴν ἀνησυχία καὶ νὰ τροχίζουν μαχαίρια κατὰ τῶν συμπολιτῶν τους, βάζουν τὸν ἑαυτό τους ὁ καθένας στὴ δοκιμασία τῶν ἀρετῶν. Δὲν γίνεται κανένας ἥρωας τὴ στιγμὴ τοῦ κινδύνου πάνω στὴ μάχη. Ὁ ἥρωας τότε ἐκδηλώνεται, ἀλλὰ ἥρωας γίνεται μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν ἄσκηση στὶς ἀρετές.
Μαθαίνει πρῶτα νὰ ἀγαπᾶ τοὺς πλησίον καὶ τοὺς μακράν. Καὶ ἀγαπῶντας ἑτοιμάζεται νὰ ὠφελήσει, νὰ βοηθήσει καὶ νὰ θυσιαστεῖ ἀκόμα γιὰ ὑπεράσπιση τῶν φίλων του. Αὐτὸς εἶναι ὁ πατριώτης. Ὁ πατριώτης δὲν ἐπιτίθεται γιὰ νὰ αὐξήσει τὴν ἔκταση ἢ τὸν πλοῦτο τῆς δικῆς του πατρίδας. Ὁ ἀρχαῖος Περικλῆς στὸν περίφημο Ἐπιτάφιό του καυχιέται γιὰ τοὺς Ἀθηναίους ὅτι πολεμοῦν τοὺς διπλανούς τους («τοὺς πέλας») ὅταν αὐτοὶ οἱ διπλανοί τους πολεμοῦν γιὰ τοὺς δικούς τους («περὶ τῶν οἰκείων») καὶ συνήθως τοὺς νικοῦν. Αὐτὸ δὲν εἶναι πατριωτισμὸς βέβαια ἀλλὰ εἶναι ἡ τέλεια ἔννοια τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ. Καὶ οἱ «ἥρωες» τέτοιων πολέμων δὲν εἶναι ἀληθινοί, ὅπως δὲν εἶναι καὶ οἱ ληστές, οἱ τρομοκράτες καὶ λοιποὶ κακοποιοί. Αὐτοὶ ἡ ψευτοήρωες τοῦ τριακονταετοῦς πολέμου, δὲν δίστασαν μετὰ τὴ ἅλωση τῆς Ἀθήνας τὸ 404 π.Χ. νὰ κατασφάξουν καὶ τοὺς συμπολῖτες τους, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθῆνα ἡ ἀρχὴ τῶν τριάκοντα τυράννων. Ἔτσι ἐλέγχονται οἱ πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες δῆθεν πατριῶτες Ἀθηναῖοι ὅτι δὲν ἄξιζαν τοὺς ἐπαίνους τῶν ρητόρων, ποὺ ἀγόρευαν τοὺς ἐπιτάφιους γι’ αὐτούς. Ὅταν ὅμως τὸ 490 ἀντιμετώπιζαν τοὺς Μήδους στὸ Μαραθῶνα καὶ μάλιστα ἐνίκησαν νίκην λαμπρὰν παρὰ τὸ ἄνισον τῶν δυνάμεών τους ἀπέναντι στὸ ἀσιατικὸ πλῆθος, ἀπέ-σπασαν τὸ θαυμασμὸ τοῦ κόσμου καὶ ἡ δόξα τοὺς παρέμεινε αἰώνια. Τότε ἦταν ἥρωες ἀληθινοὶ ὅπως καὶ οἱ ἀπόγονοί τους ὑπερασπιστὲς τῆς Βασιλεύουσας τὸ 1453, ὅπως οἱ ἥρωες τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, ὅπως οἱ ἀπελευθερωτὲς τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Θρᾴκης στὰ 1912 καὶ 13, ὅπως οἱ ἐπαναστάτες τῆς Κρήτης καὶ τὰ παλληκάρια τοῦ 1940-41.
Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐθνικές μας περιπέτειες καὶ σὲ ἄλλες ποὺ παραλείπομε ἀναδείχτηκαν ἥρωες, ποὺ οἱ περισσότεροι σκοτώθηκαν, ἀλλὰ ὅποιος μελετήσει τὴ ζωὴ τῶν ἡρώων αὐτῶν καὶ τὸ ἦθος ποὺ καλλιέργησαν στὸν ἑαυτό τους, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ ἡρωισμός τους φύτρωσε καὶ γιγάντωσε πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τοὺς κάλεσε ἡ πατρίδα, καὶ στὴν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα ὁ ἡρωισμός τους ἀναδείχτηκε καὶ φάνηκε τὸ μεγαλεῖο του. Ἐπειδὴ ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι οἱ πολλοὶ εἶναι καὶ ἀδύνατοι καὶ δειλοὶ καὶ ἀμαθεῖς, καλλιεργεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ἡρώων γιὰ νὰ τοὺς ἐμπιστευθεῖ τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδας. Καὶ αὐτοὶ οἱ ἥρωες, ὅταν βρεθοῦν κι ἀναλάβουν νὰ σηκώσουν τὸ χρέος τους, γίνονται θαύματα. Καὶ τὰ θαύματα ὁ Θεὸς δὲν τὰ κάνει μόνος του, τὰ πραγματοποιεῖ μὲ τὴ λεβεντιὰ καὶ τὴ αὐτοθυσία τῶν ἡρώων μας, γιὰ νὰ ἔχουμε καὶ τὰ παραδείγματά τους μαθήματα στὶς ἑπόμενες γενιές. Γι’ αὐτὸ δίνομε τόση σημασία στὴνπαιδεία, ποὺ χρέος ἔχει νὰ καλλιεργεῖ ὑγιεῖς ἠθικοὺς χαρακτῆρες καὶ νὰ μεταδίδει τὴν ἐθνικὴ ἱστορία στὰ νέα βλαστάρια τοῦ ἔθνους, ἔτσι θὰ ξέρουν τὰ παλληκάρια μας γιατί χρωστοῦν νὰ πολεμήσουν, γιὰ ποιά πατρίδα καὶ μὲ ποιά παραδείγματα ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν προγόνων τους.
Ἡ πατρίδα μας ποὺ μᾶς ὑποδέχτηκε στὴ ζωὴ καὶ μᾶς χάρισε τὰ πρῶτα τοπία της καὶ μᾶς ἔθρεψε μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά της εἶναι ὁ πρῶτος στόχος τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν μας, ποὺ χωρὶς νὰ τοὺς προκαλοῦμε ἁπλώνουν βέβηλα χέρια, γιὰ νὰ μᾶς τὴν ἀποσπάσουν. Ἄλλοι ὀρέγονται τὰ νησιά μας, ἄλλοι τὴ Θράκη μας, ἄλλοι τὴ Μακεδονία, τὴν Ἤπειρο. Κι ἀπ’ αὐτὸ ἀκόμα μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσομε καλύτερα τὴν ἀξία τῆς πατρίδας μας, ἀπὸ τὸ ὅτι πολλοὶ λαοὶ γύρω μας ζηλεύουν τὰ κάλλη της καὶ θέλουν νὰ τῆς τὰ πάρουν. Ἀλλὰ δὲν ἔχουμε μία μόνο πατρίδα. Ἐπειδὴ ζοῦμε καὶ στὴ γῆ αὐτὴ καὶ στὸν οὐρανὸ συγχρόνως, ἔχουμε καὶ τὴν οὐράνια πατρίδα μας, ποὺ κι αὐτὴ ζητάει τὴν ἀγάπη μας, κι αὐτὴ διώκεται καὶ κινδυνεύει τὴν κάθε στιγμὴ ἀπὸ ἐξω τερικοὺς καὶ ἐσωτερικοὺς ἐχθρούς. Ἡ οὐράνιά μας πατρίδα βέβαια δὲν κινδυνεύει ἡ ἴδια, κινδυνεύουμε ὅμως ἐμεῖς νὰ τὴ χάσουμε καὶ νὰ βρεθοῦμε ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἡ σωτηρία μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ὑπαρξιακό μας πρόβλημα. Καὶ τὰ ἐμπόδιά μας σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα μὲ τὰ ἀνυπολόγιστα μεγάλα ἔπαθλα εἶναι πολλὰ καὶ μάλιστα τὰ πιὸ κρίσιμα ἀπ’ὅλα προέρχονται ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας.
Ἡ ραθυμία μας, ὁ ἐγωισμός μας, ἡ λιποψυχία μας μπροστὰ στὶς ἀπειλές, ἡ προσκόλλησή μας στὶς ἡδονὲς εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ ἐμπόδια ποὺ βάζομε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στὴ σωτηρία μας. Καὶ οἱ Πατέρες μᾶς λένε ὅτι αὐτὰ εἶναι τὰ μεγαλύτερα καὶ τὰ κρισιμότερα ἐμπόδια στὴ σωτηρία μας. Ὁ ἀγῶνας μας γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀπαιτεῖ πρῶτα ἀπόφαση καὶ στὴ συνέχεια λεβεντιά. Οἱ πολλοὶ ὅμως εἶναι πάντα ράθυμοι καὶ ὅσο μποροῦν ξένοι ἀπὸ τὸν Θεό. Πῶς λοιπὸν ὁ Θεός, ποὺ δὲν παύει νὰ φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία μας, πῶς θὰ μᾶς φιλοτιμήσει νὰ ἀναθαρρήσομε; Σ’ αὐτὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς τοὺς ἁγίους, ὁσίους καὶ μάρτυρες, τοὺς «καλῶς ἀθλήσαντας καὶ στεφανωθέντας». Οἱ ἅγιοί μας ἀναδεικνύονται πάντοτε ὑπερασπιστὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ οἱἄνθρωποι οἱ πολλοὶ σὰν ἐμᾶς εἶναι διαρκῶς πολιορκούμενοι ἀπὸ πάθη καὶ περιστασιακὲς ἁμαρτίες. Οἱ πολλοὶ δὲν ἔχουν οὔτε πίστη ἀρκετή, οὔτε παρρησία, πῶς νὰ ἀποσπάσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Οἱ προσευχὲς ὅμως τῶν ἁγίων εἰσακούονται καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ παρατείνεται. Ἂν ἡ ἐπίγεια πατρίδα μας ἔχει ἐμφανῆ ἐμπόδια καὶ συγκεκριμένους ἐχθρούς, ἡ Ἐκκλησία μας ποὺ μέσα τῆς τελετουργεῖται τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μᾶς ἔχει ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς.
Ἔχει ἀσταμάτητο πόλεμο «πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου». Σ’ ἕνα τέτοιο πόλεμο χρειάζονται πνευματικὲς δυνάμεις, λεβεντιὰ ψυχικὴ καὶ σωματική. Γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀγωνιζόμαστε μὲ ὁλόκληρη τὴν ὑπόστασή μας στὴν πίστη μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία μας στὰ ἔργα μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ φιλανθρωπία. Καὶ ὅπως τὰ κοπάδια τῶν προβάτων ἔχουν τὸν ποιμένα ἀλλὰ καὶ τοὺς πιστικοὺς καὶ τὰ μαντρόσκυλα ποὺ παλεύουν τοὺς λύκους ἔτσι κι ἐμεῖς πορευόμαστε μὲ τὸν ποιμένα τὸν καλὸν καὶ μὲ τοὺς ἁγίους μας. Λένε συνήθως πὼς ὅταν ἡ Ἐκκλησία διώκεται, βγάζει ἁγίους. Μὰ πότε δὲν διώκεται ἡ Ἐκκλησία; Κάθε στιγμὴ τὸ σαρκικό μας φρόνημα τὴ διώχνει ἀπὸ πάνω μας καὶ στὴ ζωὴ μέσα ὁ κόσμος, ποὺ ἔχει ἀνοίξει πόλεμο ἀπ’ ἀρχῆς ἐναντίον της, μάχεται τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἐκμεταλλεύεται κάθε ἀδύνατο σημεῖο στὴν πανοπλία τους, γιὰ νὰ τοὺς παραπλανήσει. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὀνόμασε τὴν ἁμαρτία ἔτσι,ἐνῷ στὴν ἀρχαιότητα τὴν ἔλεγαν «ὕβριν», γιατί τὴν θεωρεῖ ἀστοχία, λάθος καὶ ὄχι συνειδητὴ ἄρνηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ φαίνεται ἀκόμα καὶ στὸν πολὺ καὶ ἀμύητο κόσμο εἶναι ἡ μεγάλη ἐποποιία τῶν διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανεὶς γιατί ὅλος, μὰ ὅλος ὁ κόσμος ρίχτηκε δύο χιλιάδες χρόνια ἐπάνω στοὺς χριστιανοὺς μὲ τόση ἀγριότητα, ἐνῷ οἱ χριστιανοὶ δὲν ἐδίωξαν κανένα. Βέβαια εἴχαμε τὴ βιαιότητα τῶν λεγόμενων Σταυροφόρων, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν λογαριάζονται χριστιανοί. Μόνο τὸ ὄνομα εἶχαν, ἀπὸ τὸ χριστιανισμό.
Στοὺς διωγμοὺς τῶν πρώτων αἰώνων ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, καθὼς καὶ στοὺς διωγμοὺς ποὺ ἔκαναν οἱ Ζωροαστρινοί,οἱ πυρολάτρες κι ἀργότερα οἱ Μουσουλμάνοι στὴν Αἴγυπτο, στὴν Ἀσία καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου εἴχαμε ἑκατομμύρια μάρτυρες. Κι ἀκόμα στὶς μέρες μας ἔχουμε διωγμοὺς μαρτυρικοὺς στὴ Συρία καὶ σὲ ἄλλα μέρη. Λογικὰ οἱ διῶκτες περίμεναν νὰ σβήσει ἡ Ἐκκλησία τῶν χριστιανῶν κάτω ἀπὸ τὰ ἀνελέητα χτυπήματα τῶν διωγμῶν. Καὶ ὅμως μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἡ αὔξηση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν καὶ ἡ κατάκτηση τῆς ἐξουσίας τοῦ πανίσχυρου ρωμαϊκοῦ κράτους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὀφείλεται στὴν ἀντιστροφὴ τῆς λογικῆς τῶν διωκτῶν.
Ὁ Θεὸς ποὺ κυβερνᾶ τὸν κόσμο ποὺ ἔπλασε βραβεύει τοὺς μάρτυρές του μὲ τὸ θρίαμβο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἁγιάζει τὸν κόσμο καὶ ἀντιστρέφει τὰ ἀποτελέσματα τῆς κοσμικῆς πολιτικῆς τῶνἐχθρῶν του. Καὶ αὐτὸ γίνεται μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς μάρτυρες. Θὰ μποροῦσε βέβαια ὁ Θεὸς νὰ ἀναλάβει ὁλόκληρο τὸ θαῦμα καὶ νὰ ἀναδείξει τὴν Ἐκκλησία ἀήττητη. Φαίνεται ὅμως καθαρὰ ὅτι θέλει νὰ νικήσει τοὺς ἐχθρούς του μὲ τὴ συνεργασία τῶν ἁγίων του. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ κάθε διωγμὸ «παράγει» ἁγίους-παλληκάρια. Κι ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο ἐπιβιώνει ἀλλὰ καὶ θριαμβεύει.
Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ μεγάλο παλληκάρι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μπορεῖ νὰ κηρύσσει ἀπὸτὸν ἄμβωνα μ’ αὐτὸ τὸ ἐμβατήριο τὸ μεγαλεῖο της Ἐκκλησίας. «Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία, πολεμουμένη νικᾷ, ἐπιβουλευομένη περιγίνεται, ὑβριζόμενη λαμπροτέρα καθίσταται, δέχεται τραύματα καὶ οὐ καταπίπτει ὑπὸ τῶν ἑλκῶν, κλυδωνίζεται, ἀλλ’ οὐ καταποντίζεται, χειμάζεται, ἀλλὰ ναυάγιον οὐχ ὑπομένει, παλαίει, ἀλλ’ οὐχ ἡττᾶται, πυκτεύει ἀλλ’ οὐ νικᾶται».
Ἀκοῦμε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Χρυσοστόμου καὶ βλέπομε ὅτι ἀποδεικνύονται ἀκέραια μὲ τὰ συναξάρια καὶ μὲ τὴ ἱστορία καὶ ἀποροῦμε πῶς συμβιβάζονται μὲ τὴ ἀδυναμία μας καὶ μὲ τὴ χαλαρότητά μας. Βλέπομε ὅμως ὅτι, ἐνῷ οἱ πολλοὶ θαυμάζουν μόνο καὶ τιμοῦν μὲ εὐλάβεια τοὺς ἁγίους, οἱ ἅγιοι μπαίνουν μπροστὰ σημαιοφόροι καὶ χαίρονται μὲ τὰ βασανιστήρια τῶν διωγμῶν τους, ἀναφωνοῦν μαζὶ γιὰ τὸν σύγχρονό μας ἅγιο Λουκᾶ τὸν ἐπίσκοπο Συμφεροπόλεως «Ἀγάπησα τὸ μαρτύριό μου». Ἂς δοξάσομε λοιπὸν τὸν Θεὸ γιατί δὲν μᾶς ἀφήνει στὴν ἀνεπάρκειά μας ἀβοήθητους, ἀλλὰ στέλνει στὴν πατρίδα ποὺ κινδυνεύει τοὺς ἥρωες καὶ στὴν Ἐκκλησία ποὺ διώκεται τοὺς ἁγίους της. Ἰδιαίτερα τὴν πατρίδα μας τὴ χριστιανικὴ Ἑλλάδα τὴν ἐπροίκισε μὲ ἥρωες πολεμιστές, μὲ ἥρωες εὐεργέτες, μὲ ἁγίους ὁσίους, μὲ ἁγίους σοφοὺς Πατέρες καὶ μὲ θαυμαστοὺς μάρτυρες καὶ γι’ αὐτὸ κανεὶς νὰ μὴν ἀπελπίζεται γιὰ τὸ μέλλον της.
Ἀναδημοσίευση ἀπό 5-2-2016