Τοῦ Μεγάλου Βασιλείου
Ἡ νηστεία εἶναι ἡ ὁμοίωση τῶν Ἀγγέλων, ἡ συγκάτοικος τῶν δικαίων, ἡ ἐγκράτεια τῆς ζωῆς. Αὐτὴ τὸν Μωϋσῆ ἔκαμε νομοθέτη· ὁ Σαμουὴλ εἶναι καρπὸς τῆς νηστείας.
Ἀφοῦ ἐνήστευσε ἡ Ἄννα προσευχήθηκε στὸν Θεό· «Κύριε, Κύριε, Θεὲ τῶν Δυνάμεων, ἐὰν πράγματι εἰσακούσεις τὴν δούλη σου καὶ μοῦ δώσεις τέκνο ἀρσενικό, θὰ σοῦ τὸ ἀφιερώσω ἐνώπιόν σου» (Α´ Βασ. 1, 11). «Δὲν θὰ πιεῖ oἶνο καὶ σίκερα ἕως τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου» (Κριτ.13, 14). Αὐτὴ ἀνέθρεψε τὸν μεγάλο Σαμψών, καὶ ἕως τότε ποὺ συντρόφευε τὸν ἄνδρα, κατὰ χιλιάδες φονεύονταν οἱ ἐχθροί, καὶ κατακρημνίζονταν οἱ πύλες τῶν πόλεων, καὶ τὰ λιοντάρια δὲν ἄντεχαν τὴν δύναμη τῶν χεριῶν του.
Γιατί ἡ νηστεία εἶναι ὠφέλιμη
Ἡ νηστεία μὲν λοιπὸν εἶναι ὠφέλιμη γιὰ ὅλο τὸν χρόνο γιὰ αὐτοὺς ποὺ τὴν προτιμοῦν (διότι οὔτε ἡ δαιμονικὴ ἐπήρεια δὲν ἀποθρασύνεται κατὰ τοῦ νηστευτῆ, καὶ οἱ φύλακες τῆς ζωῆς μας ἄγγελοι μὲ περισσότερη προθυμία παραμένουν στοὺς καθαρισμένους στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ νηστεία)· πολὺ δὲ περισσότερο τώρα, ὁπότε σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη διαδίδεται τὸ κήρυγμα. Καὶ οὔτε κάποιο νησί, οὔτε ἤπειρος, οὔτε πόλη, οὔτε ἔθνος, οὔτε ἄκρη τῆς γῆς, ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν ἀκούεται τὸ κήρυγμα.
Ἀλλὰ καὶ τὰ στρατόπεδα καὶ οἱ ὁδοιπόροι καὶ oἱ ναῦτες καὶ οἱ ἔμποροι, ὅλοι ὁμοίως καὶ ἀκούουν τὴ διδασκαλία καὶ μὲ χαρὰ τὴν ὑποδέχονται, ὥστε κανεὶς νὰ μὴν ἑξαιρέσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν νηστευτῶν.
Σ’ αὐτὸν συμπεριλαμβάνονται ὅλα τὰ γένη καὶ κάθε ἡλικία καὶ ὅλες οἱ διαφορὲς τῶν ἀξιωμάτων.
Ἄγγελοι εἶναι ποὺ ἀπογράφουν σὲ κάθε ἐκκλησία τοὺς νηστευτές. Πρόσεχε μὴ στερηθεῖς γιὰ τὴ μικρὴ ἡδονὴ τῶν φαγητῶν τὴν ἀπογραφὴ τοῦ ἀγγέλου, ὑπόδικο δὲ κάνεις τὸν ἑαυτό σου στὸν στρατολόγο, γιὰ δίκη ἐπὶ λιποταξίᾳ. Μικρότερος εἶναι ὁ κίνδυνος κάποιου ποὺ πέταξε τὴν ἀσπίδα στὴ μάχη νὰ τιμωρηθεῖ παρὰ νὰ φανεῖ ὅτι ἀπορρίπτει τὸ μεγάλο ὅπλο τῆς νηστείας.
Εἶσαι πλούσιος;
Μὴν βρίζεις τὴ νηστεία, ἀπαξιώνοντας νὰ τὴν κάνεις ὁμοτράπεζο· μήτε νὰ τὴν ἀποπέμψεις ἀπὸ τὸ σπίτι σου ἀτιμασμένη ἀπὸ τὴν ἡδονή, γιὰ νὰ μὴν σὲ καταγγείλῃ κάποτε στὸ νομοθέτη τῶν νηστειῶν καὶ σοῦ ἐπιφέρει πολλαπλάσια τὴν στέρηση ἀπὸ καταδίκη, ἢ σωματικὴ ἀρρώστια, ἢ κάποια ἄλλη δυσχερὴ περίσταση.
Ὁ φτωχὸς νὰ μὴν εἰρωνεύεται τὴ νηστεία, διότι ἀπὸ πολὺ παλαιὰ τὴν ἔχει συγκάτοικο καὶ ὁμοτράπεζο. Στὶς γυναῖκες δὲ ὅπως ἡ ἀναπνοή, ἔτσι καὶ ἡ νηστεία εἶναι οἰκεία καὶ φυσιολογική.
Τὰ παιδιά, ὅπως τὰ θαλερὰ ἀπὸ τὰ φυτά, μὲ τὸ νερὸ τῆς νηστείας ἂς ποτίζονται.
Στοὺς μεγαλύτερους ἐλαφρώνει τὸν κόπο ἡ παλαιὰ οἰκείωση μὲ αὐτή· διότι οἱ κόποι ποὺ ἔχουν ἐμπεδωθεῖ κατόπιν μακρᾶς συνηθείας, δὲν προκαλοῦν τόσον πόνο στοὺς γυμνασμένους.
Στοὺς ὁδοιπόρους ἡ νηστεία εἶναι καλὸς συνταξιδιώτης.
Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἡ τρυφὴ τοὺς ἀναγκάζει νὰ σηκώνουν βάρη, κουβαλώντας μαζί τους τὶς ἀπολαύσεις, ἔτσι ἡ νηστεία τοὺς κάνει ἐλαφροὺς καὶ εὐκίνητους.
Ἔπειτα, ὅταν ἀναγγελθεῖ ἐκστρατεία ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς χώρας, τὰ ἀναγκαῖα, ὄχι ἐκεῖνα ποὺ εἶναι γιὰ τέρψη, προμηθεύονται οἱ στρατιῶτες· ἐμεῖς δὲ ποὺ ἐξερχόμαστε στὸν πόλεμο κατὰ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν καὶ μετὰ τὴ νίκη αὐτῶν τρέχουμε πρὸς τὴν οὐράνιο πατρίδα, δὲν θὰ ἁρμόζει πολὺ περισσότερο, σὰν νὰ τρεφόμαστε σὲ στρατόπεδο, νὰ ἀρκούμαστε σ᾿ αὐτὰ τὰ ἀναγκαῖα;