Μαρίας Σαμλίδου θεολόγου
Ὁ Παπαδιαμάντης γεννήθηκε, ἔζησε καὶ πέθανε φτωχός. Τὸ νὰ γεννιέσαι φτωχὸς δὲν σημαίνει τίποτε. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ φτώχεια. Ἡ πνευματικὴ στάση μας ὅμως ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση σημαίνει πολλά. Καὶ ἄλλοι γεννηθήκανε, ζήσανε καὶ πεθάνανε φτωχοί. Ἡ στάση τῆς ζωῆς τους ὅμως ἦταν ριζικὰ ἀντίθετη πρὸς τὴ φτώχεια τους. Γιατὶ ἦταν μὲν φτωχοί, ἀλλὰ ζήσανε καὶ πεθάνανε μὲ τὸν καημὸ καὶ τὴ λαχτάρα τοῦ πλούτου. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ξεχωρίζουνε σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν πλούσιο. Ὁ πλοῦτος εἶναι τὸ ἰδανικό τους, καὶ ἡ ἀδυναμία τους νὰ τὸν φτάσουν εἶναι ἡ δυστυχία τους.
Ἡ φτώχεια τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ ἀρκετοὶ φτωχοὶ ποὺ κινοῦνται στὸ ἔργο του δὲν ἔχουν τίποτε κοινὸ μ’ αὐτοὺς τοὺς παραχαράκτες τῆς φτώχειας καὶ τοῦ φτωχοῦ, γιατὶ ὁ Παπαδιαμάντης δὲν πέθανε μὲ τὸν καημὸ τοῦ πλούτου. Ἀγαποῦσε τὴ φτώχεια, ὄχι ἀπὸ συνήθεια ἢ κάνοντας τὴν ἀνάγκη του φιλοτιμία, ἀλλὰ γιατὶ πίστευε πὼς ὁ πλοῦτος εἶναι ἡ ἁμαρτία. Τὸ κλειδὶ τῆς ζωῆς του εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν χωροῦσε στὸν νοῦ του πῶς ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν Χριστὸ μπορεῖ νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεὸ μιὰ ζωὴ διαφορετικὴ ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἔζησε ὁ Υἱός του. Ὁ Θεός, καὶ μόνον Αὐτός, γνωρίζει τὴν πραγματικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου σὲ τροφὴ καὶ σὲ ροῦχα. Αὐτὸ ποὺ μετράει γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη εἶναι ἡ ψυχή. Πρώτη καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλα. Αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι τὸ κέντρο τῆς ἔγνοιάς μας.
Εἶχε βαθύτατη ἐπίγνωση τί λογῆς παγίδα εἶναι ὁ πλοῦτος. Χωρὶς περιστροφὲς τὸ ὑπογράμμισε ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε πὼς εὐκολότερα μπορεῖ νὰ περάσει χοντρὸ σχοινὶ ἀπὸ τὴν τρῦπα μιᾶς βελόνας, παρὰ νὰ μπεῖ ὁ πλούσιος στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ πλοῦτος στὰ μάτια τοῦ Παπαδιαμάντη, τοῦ θρεμμένου μὲ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς, παγιδεύει τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάνει ἀλαζόνα, τὸν σπρώχνει στὸ ψέμα, τὴν κλεψιά, τὴν ἀδικία, τὴ ματαιοδοξία καὶ τὸν ναρκισσισμό. Ὁ Παπαδιαμάντης ἀσκεῖται στὴ φτώχεια μὲ τὴν ὀντολογικὴ σημασία τοῦ ὅρου. Ὁ πλοῦτος εἶναι ὁ κύκλος τῆς κόλασης. Εἶναι ἡ μεγάλη «πεῖνα», τὸ ἀβάσταχτο πένθος, ἡ ἀπελπισία. Εἶναι ὁ αἰώνιος θάνατος. Ἡ γενικὴ ἐπιδοκιμασία τῆς κοινωνίας ὅταν συναντάει τὸν πλοῦτο καὶ τὸν πλούσιο, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ ψευτοπεργαμηνὴ ποὺ χαρίζουνε στοὺς ψευδοπροφῆτες. Γνωρίζει ἐπίσης πολὺ καλά πὼς ἡ κοινωνία δὲν θέλει νὰ ἐπιδοκιμάσει τὴν ἀλήθεια. Ἀντίθετα, ἀνοίγει τὴν ψυχή της σ’ ὅλους τοὺς ἐμπόρους τῆς ψευτιᾶς, σ’ ὅλους τοὺς κάπηλους τοῦ πνεύματος, σ’ ὅλους τοὺς κακοδιαχειριστὲς τῆς ἐξουσίας, στοὺς δυνατοὺς τοῦ χρήματος. Ὅμως, μέσα στὸ Εὐαγγέλιο πουθενὰ δὲν μνημονεύεται ὄνομα κανενὸς πλουσίου, ἀντίθετα μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ φτωχοῦ. «Ἦτο ἄνθρωπός τις πλούσιος», «ἦτο δὲ πτωχός τις, ὀνομαζόμενος Λάζαρος».
Μοναχὰ δύο πλούσιοι μνημονεύονται μὲ τὸ ὄνομά τους στὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Τελώνης Ζακχαῖος καὶ ὁ ἄλλος ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ μετενόησαν καὶ μαθήτευσαν κοντὰ στὸν Χριστό, ἀποτινάσσοντας τὸν ζυγὸ τοῦ πλούτου ἀπὸ τὶς ψυχές τους. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν θεωροῦσε τὴ φτώχεια κατάρα τῆς τύχης οὔτε κοινωνικὴ ἀδικία, ἀλλὰ ἱερὴ καὶ καρπὸ χριστιανικῆς ὡριμότητας. Χαιρόταν τὴ φτώχεια του, τὴ θεωροῦσε εὐλογία Θεοῦ καὶ εἶχε βαθειὰ συνείδηση τῆς συζυγίας Χριστοῦ καὶ φτώχειας. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ περιμένει κανεὶς νὰ καταλάβουνε τὸ θέμα αὐτὸ οἱ πλούσιοι ἀλλὰ καὶ οἱ φτωχοὶ ποὺ ζοῦνε μὲ τὴ λαχτάρα τοῦ πλούτου. Αὐτοὶ εἶναι οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου νομίσματος: τῆς πλουτολατρίας.
Στὶς μέρες μας θεωροῦμε ντροπὴ τὴ φτώχεια. Ἡ ἰδέα της καὶ μόνο μᾶς γεμίζει τρόμο καὶ ἀπελπισία. Γεμίσαμε μὲ περιττὰ καὶ ἀνούσια ἀγαθὰ τὴ ζωή μας. Θρυμματίσαμε τὴ γέφυρα ἐπικοινωνίας μὲ τὸ πνεῦμα. Γίναμε μᾶζα καὶ κυνηγήσαμε τὸν πλοῦτο, ὡς μιὰ κοινωνικὴ ψευτοδικαίωση. Κοσμικὰ τὰ κριτήριά μας. Σχετικὰ μὲ τὴν ὕλη καὶ τὸ πνεῦμα, ὅσο ἐπικρατεῖ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, τόσο περιορίζεται ἢ ἐξαφανίζεται τὸ ἄλλο. Εἶναι θλιβερὸ τὸ ὅτι ὁ φτωχὸς ἔχασε τὴ συνείδηση τῆς ἱερότητάς του. Εἶναι ὅμως πιὸ τιμητικὸ νὰ ζεῖ κανεὶς ἀπ’ τὴν ἐλεημοσύνη, παρὰ νὰ ζεῖ ἀπὸ ἄνομες ἢ νομιμοποιημένες κλεψιές, ἀπὸ ἀπάνθρωπες ἀδικίες καὶ βρωμιές. Οἱ φτωχοὶ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι οἱ οἰκονομικὰ ἐξαθλιωμένοι ποὺ ἐπαναστατοῦνε ἀλλὰ οἱ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενοι. Καὶ πλούσιος δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀπίθανα ἐλάχιστες ἀνάγκες.
Μιὰ μέρα ὁ Δημ. Κακλαμάνος, ὁ ὁποῖος διηύθυνε τὴ σύνταξη τῆς ἐφημερίδας «Ἑσπερινὸν Νέον Ἄστυ», κάλεσε τὸν Παπαδιαμάντη γιὰ νὰ τοῦ προτείνει μιὰ μεταφραστικὴ συνεργασία, μὲ μηνιαῖο μισθὸ ἑκατὸν πενῆντα δραχμές. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν μίλησε, ἀλλὰ ἔμεινε γιὰ λίγο σιωπηλὸς καὶ συλλογισμένος. Ὁ Κακλαμάνος, παρεξηγώντας τὴ σιωπή του καὶ νομίζοντας ὅτι τὸ ποσὸ ποὺ τοῦ πρότεινε τοῦ φάνηκε λίγο, εἶπε στὸν Παπαδιαμάντη πώς, ἂν τὸ ἔκρινε λίγο, θὰ μπορούσανε νὰ τὸ διορθώσουνε. Καὶ τότε ὁ Παπαδιαμάντης τοῦ ἀποκρίθηκε πὼς ὁ δισταγμός του δὲν εἶχε νὰ κάνει μὲ τὸ μικρὸ τοῦ ποσοῦ ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Ἀνησυχοῦσε πὼς ἡ ἀντιμισθία ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Κακλαμάνος ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ τὴ δουλειὰ ποὺ τοῦ ζητοῦσε, μιὰ καὶ ὁ ἴδιος ἀποτιμοῦσε τὴν ἀξία τῆς δουλειᾶς αὐτῆς πολὺ πιὸ χαμηλὰ ἀπ’ τὸ ποσὸ ποὺ τοῦ προσφέρθηκε.
Γράφοντας στὸν πατέρα του «ἂς μείνωμεν εἰς τὴν ἔντιμον πενίαν μας διὰ νὰ μᾶς βοηθᾶ ὁ Θεός», ἐκφράζει ξεκάθαρα τὴν ἰδέα ποὺ ἔχει ριζώσει μέσα του, πὼς ἡ φτώχεια εἶναι ἡ περιοχὴ ποὺ ἄρεσε στὸν Θεό. Ἄρνηση κάθε λόγου πλούτου. Ὄχι στὸν πλοῦτο, ὄχι στὴ συσσώρευση ἄκαρπης μάθησης, ὄχι στὶς τιμὲς καὶ στὴ δόξα, ὄχι στὶς διακρίσεις, τέλος ὄχι στὴν ὑστερία τῆς ἐξουσίας. Ἀπόδειξη ὅλων τῶν προηγουμένων ποὺ ἀνέφερα ἦταν ἡ ὀργάνωση γιορτῆς πρὸς τιμὴν τοῦ Παπαδιαμάντη. Τὴν ὀργάνωσαν θαυμαστὲς καὶ φίλοι, λογοτέχνες καὶ ἄνθρωποι κοσμικοί. Καὶ ὅρισαν μάλιστα τὴν πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγο τοῦ πρίγκιπα Γεωργίου, ἐπικεφαλῆς τοῦ ἑορτασμοῦ, ποὺ θὰ γινόταν στὴν αἴθουσα τοῦ Παρνασσοῦ. Ποιός ἄνθρωπος ἢ ποιός λογοτέχνης, ποὺ θὰ βρισκόταν στὴν ἐξαθλιωμένη κατάσταση τοῦ Παπαδιαμάντη, δὲν θὰ ἔβλεπε αὐτὴν τὴν πρωτοβουλία σὰν δῶρο, προορισμένο ν’ ἀλλάξει τὴ ζωή του; Ποιός δὲν θὰ ἐκμεταλλευόταν αὐτὴν τὴ μοναδικὴ εὐκαιρία; Ποιός θὰ τολμοῦσε ν’ ἀψηφήσει τέτοιο ὄργανο ἐπιβολῆς ποὺ συνθέταν τὸ παλάτι, τὰ πρόσωπα τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας, οἱ φημισμένοι λογοτέχνες, ὁ πλοῦτος καὶ τ’ ἀξιώματα; Μὲ τέτοιους ἀνθρώπους ἐπικεφαλῆς, ὁ λαὸς ἀκολουθεῖ σὰν ὑπνωτισμένος.
Ὁ Παπαδιαμάντης ὅμως δὲν ζοῦσε ζωὴ γιὰ τὸ θεαθῆναι ἀλλὰ ζωὴ ἀληθινή, ζωὴ κατὰ Χριστόν. Ὅλα αὐτὰ τὰ θεωροῦσε μάταια καὶ κακόγουστα. Κι εἶχε δίκιο. Ἐκτὸς ἀπὸ λίγους, ἀληθινοὺς θαυμαστὲς τοῦ ἔργου του καὶ τῆς ζωῆς του, οἱ περισσότεροι ποὺ μαζευτήκανε σ’ αὐτὴ τὴ γιορτὴ ἦταν ἀνίδεοι. Ξιπαστήκανε ἐπειδὴ εἶδαν πέντε – δέκα χτυπητὰ ὀνόματα καὶ σκεφτήκανε ὅτι θὰ ἦταν κοινωνικὰ ἀσύμφορο γι’ αὐτοὺς νὰ λείπει τ’ ὄνομά τους ἀπὸ μιὰ ὑψηλῆς στάθμης πνευματικὴ ἐκδήλωση. Ποιός ἀπ’ αὐτοὺς διάβασε ἔστω καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικά του κείμενα, ποιός προβληματίστηκε, ποιός μπῆκε στὸ ὀρθόδοξο νόημά τους καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸν πλησιάσει ὄχι ἀπὸ ἁμαρτωλὴ περιέργεια ἀλλὰ ἀπὸ καθαρὸ θαυμασμό; Ποιός; Οἱ περισσότεροι ἦταν περιστασιακοὶ θαυμαστὲς τῆς κάθε εἴδους λογοτεχνίας ποὺ ἐπιτάσσει ἡ μόδα τοῦ πνεύματος καὶ ὅ,τι κάνουνε τό κάνουνε γιὰ λογαριασμό τους καὶ ὄχι γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Παπαδιαμάντη. Μέσο αὐτοπροβολῆς τους γινότανε ὁ Παπαδιαμάντης. Στὴ γιορτὴ μιλήσανε ἄνθρωποι ὅπως ὁ Δημήτρης Κακλαμάνος, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Φῶτος Πολίτης, ὁ Ἀριστομένης Προβελέγγιος, ἡ Μυρτιώτισσα. Ὅλοι τους ἦταν ἐκεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν: τὸν Παπαδιαμάντη, τὸ τιμώμενο πρόσωπο. Ἡ γιορτὴ ἔγινε δίχως αὐτόν, ποὺ ἀρνήθηκε τὸ χειροκρότημα καὶ τὸ λιβάνισμα τῶν σπουδαίων, γιὰ νὰ περάσει τὴν ἴδια ὥρα στὸ σπίτι ἑνὸς φτωχοῦ μανάβη, τοῦ Νικόλα τοῦ Μπούκη.
Αὐτὰ τὰ πανηγύρια δὲν ταιριάζανε στὸν Παπαδιαμάντη. Πῶς μποροῦσε ὁ ταπεινὸς ὀρθόδοξος αὐτὸς ἄνθρωπος νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ κλῖμα τῆς ὀρθοδόξου ταπεινοφροσύνης καὶ νὰ ὑπογράψει μὲ τοὺς μάταιους ἄγραφα συμβόλαια γιὰ τὴν ἀθανασία; Δὲν ἀνήκει σ’ ἐκείνη τὴν κατηγορία τῶν φτωχῶν ποὺ μνημονεύει ὁ Νίτσε διὰ στόματος Ζαρατούστρα, ποὺ ἐπαναστατοῦν ἀπέναντι στὴ φτώχεια τους καὶ σὲ κάθε εἴδους ἐλεημοσύνη. Ἔμεινε πιστὸς σ’ ἐκεῖνον ποὺ μνημονεύει ὁ ἴδιος ὁ Ζαρατούστρα μὲ τ’ ὄνομα «ὁ ἐθελοντὴς ζητιάνος». Στὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ» γράφει ὁ Παπαδιαμάντης: «Μὲ εἶχε καλέσει ὁ γενναῖος φίλος μου, ὁ κυρ-Στέφανος Μ., εἰς τὴν οἰκίαν του τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, διὰ νὰ συμφάγωμεν τὴν ὥραν τοῦ προγεύματος περὶ τὰς δέκα, ἀπὸ συγκατάβασιν καὶ εὐσπλαχνίαν, διὰ νὰ κάμω κι ἐγὼ μετὰ τόσα χρόνια Πάσχα … οἰκιακόν, ὡς ἔρημος καὶ ξένος στὰ ξένα». Ὁ φίλος του ὁ Στέφανος ἦταν ἁμαξάς.
Ὅταν ὁ Παπαδιαμάντης δέχεται τὴν πρόσκληση γιὰ τὸ Πάσχα, ἦταν ἤδη ἀναγνωρισμένος καὶ φημισμένος. Παρ’ ὅλα αὐτά, θεωρεῖ τιμή του τὴν πασχαλινὴ πρόσκληση τοῦ Στεφάνου τοῦ ἁμαξᾶ καὶ ἀκόμη θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του πολὺ πιὸ ἀνάξιο ἀπὸ τοὺς φτωχοὺς ἐκείνους ἀνθρώπους καὶ γράφει πὼς ἀπὸ «συγκατάβαση κι εὐσπλαχνία» τὸν καλέσανε. Ἁπλότητα καὶ ἄκρα ταπείνωση. Ἀπίθανη μετριοφροσύνη καὶ ἀλληλεγγύη πρὸς τοὺς φτωχούς, ποὺ ἔχουν φόβο Θεοῦ, πίστη καὶ ἀνυπόκριτη ἀγάπη. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ὁ φτωχὸς στὴ χριστοκεντρικὴ ὀντολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου καὶ ἄλλο πρᾶγμα ὁ ἄνθρωπος ποὺ τοῦ λείπουνε τὰ λεφτά. Ἡ μεταφυσικὴ τῆς φτώχειας στὸ ἔργο καὶ τὴ ζωή, τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη εἶναι ὁ χῶρος ὅπου ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος οὔτε νὰ συλλάβει οὔτε καὶ νὰ πλησιάσει μπορεῖ. Ὑπάρχει ἕνας μυστικὸς δεσμὸς μεταξὺ φτώχειας καὶ λευτεριᾶς, τὸν ὁποῖο ὁ ὑπόδουλος ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει. Ὑπάρχει ἀναπάντητο τὸ ἐρώτημα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς «πτώσης» περὶ τοῦ ποιὸς εἶναι ἀληθινὰ ἐλεύθερος. Ὁ πλούσιος ἢ ὁ φτωχός; Οἱ περισσότεροι θ’ ἀπαντήσουν πὼς εἶναι ὁ πλούσιος. Μπορεῖ βέβαια ὁ πλούσιος νὰ ἔχει τὰ μέσα, ἀλλὰ ἐχθρὸς τοῦ πλούσιου εἶναι ὁ πλουσιότερος. Ἕνα πηγάδι χωρὶς τέλος. Ὅσο βαθαίνει, τόσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸ φῶς.
Τὸ «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι» σημαίνει πὼς ἡ φτώχεια εἶναι μυστήριο ποὺ δὲν φανερώνεται στὸν καθένα. Ὁ φτωχὸς εἶναι ὁ ὁλοκληρωτικὰ λυτρωμένος, ὁ ἄτρωτος ἀπὸ τὸ κράτος τῆς ὕλης καὶ τοῦ ζόφου, ὁ ἄφοβος, αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐνώπιος Ἐνωπίῳ. Αὐτὸ ὅμως εἶναι θέμα ἐσωτερικὸ καὶ ὄχι ἐξωτερικό. Εἶναι νήψη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ. Ἀπαιτεῖ ἐσωτερικὴ καθαρότητα καὶ διαύγεια. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν ἁγιότητα. Ὁ φτωχὸς εἶναι ἡ συνείδηση τῆς ἀδυναμίας τοῦ «πεπτωκότος» ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ ἀγῶνας γιὰ ἐπανόρθωση τοῦ προπαρτορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἡ φτώχεια ξυπνάει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ψευδαίσθησή του καὶ τὸν μετακινεῖ στὰ σωστὰ ἀνθρώπινα μέτρα, στὴν πραγματική του διάσταση, συνθλίβοντας τὴν ἀρρωστημένη του φαντασία καὶ τὸν ἀχαλίνωτο ἐγωϊσμό του.
Ὁ Παπαδιαμάντης εἶχε γιὰ πρότυπό του τὸν Χριστό. Ἦταν ἐθελοντὴς φτωχός, ὁ ἰδανικὸς φτωχός. Θὰ μποροῦσε νὰ ζεῖ ἄνετα. Δὲν τὸ ἔκανε ὅμως. Δὲν νοιαζότανε γιὰ τὴν ἐπαύριο. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ἐγωϊσμοῦ τῆς ἀγέλης. Πῆρε μὲ χαρὰ τὸν ἀνήφορο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ἀποφάσισε νὰ μὴν ἔχει ἐκεῖνα ποὺ ἄλλοι πεισματικὰ καὶ μὲ τὸ στανιὸ θέλουνε νὰ ἔχουνε καὶ νὰ ἀποκτήσουνε. Ἔκανε ὅ,τι λέει ὁ μακάριος Διάδοχος Ἐπίσκοπος Φωτικῆς: «Ὅρος τῆς ἀφιλαργυρίας, οὕτω θέλειν τὸ μὴ ἔχειν, ὡς θέλει τις τὸ ἔχειν».