ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ

Δη­μο­κρα­τί­α τοῦ Βαρ­δά­ρη (Vardarska Republika), Δη­μο­κρα­τί­α τῶν Σκο­πί­ων, Σλα­βώ­νι­κη Δη­μο­κρα­τί­α, Νό­τια Σερ­βί­α, Κά­τω Σερ­βί­α, Κά­τω Σλα­βί­α, Σλα­βί­α: Αὐ­τά εἶ­ναι τά ὀ­νό­μα­τα, ἕ­να ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α, ὅ­ποι­ο καί ἄν προ­τι­μή­σουν οἱ Σκο­πια­νοί, μπο­ρεῖ νά προσ­δι­ο­ρί­σει τήν πραγ­μα­τι­κή κα­τα­γω­γή τῶν Σλά­βων τοῦ κρα­τι­δί­ου τους. Τό ὄ­νο­μα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ πού ἐ­πι­δι­ώ­κουν εἶ­ναι κλο­πή ξέ­νου ὀ­νό­μα­τος. Τό ὄ­νο­μα εἶ­ναι Ἑλ­λη­νι­κό.

Ὡς τώ­ρα οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι, ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τούς ξέ­νους, ἰ­δί­ως Σλά­βους ἐ­πι­στή­μο­νες, ἀλ­λά καί ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό τούς Δι­πλω­μά­τες, τούς Νο­μι­κούς, πού δέν εἶ­ναι γλωσ­σο­λό­γοι ἤ ἱ­στο­ρι­κοί, ἀλ­λά καί ἀ­πό τούς δι­ά­φο­ρους ἐ­ρα­σι­τέ­χνες (πού κα­λοῦν­ται σέ τη­λε­ο­πτι­κές ἐμ­φα­νί­σεις ἤ σέ Σω­μα­τεῖ­α νά ὁ­μι­λοῦν ἐ­πί παν­τός ἐ­πι­στη­τοῦ), δέν ἦ­ταν ἐ­νη­με­ρω­μέ­νοι καί εἶ­χαν ἄ­γνοι­α γιά τό ποι­ό ἀ­κρι­βῶς πο­σο­στό ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας βρέ­θη­κε στήν κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς Ἑλ­λά­δας καί τῶν δύ­ο Βο­ρεί­ων γει­τό­νων της με­τά τούς Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους τοῦ 1912–1913 καί τόν Α’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο (1919). Ἡ γνώ­ση ὅ­τι μέ τή Συν­θή­κη τοῦ Βου­κου­ρε­στί­ου ἀ­πό τά τουρ­κο­κρα­τού­με­να ἐ­δά­φη στή Χερ­σό­νη­σο τοῦ Αἵ­μου μοι­ρά­στη­καν ἐ­δά­φη τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς αὐ­τῆς πε­ρι­ο­χῆς ἀ­πό ἀρ­χαι­ο­τή­των χρό­νων, εἶ­ναι ἐ­σφαλ­μέ­νη.

Στή Συν­θή­κη τοῦ Βου­κου­ρε­στί­ου (1913) το­νί­ζει ἡ ἱ­στο­ρι­κός–κα­θη­γή­τρια τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἰ­ω­αν­νί­νων κ. Μα­ρί­α Μυ­στα­ζο­πού­λου–Πε­λε­κί­δου, στήν ἐρ­γα­σί­α της: Τό Μα­κε­δο­νι­κό ζή­τη­μα (μέ τρεῖς ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐκ­δό­σεις), ἀ­πό τά τουρ­κο­κρα­τού­με­να ἐ­δά­φη τῆς πε­ρι­ο­χῆς αὐ­τῆς τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς Χερ­σο­νή­σου δέν ἔ­γι­νε δι­α­νο­μή ἐ­δα­φῶν τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, ἀλ­λά ἐ­δα­φῶν τῶν τουρ­κι­κῶν βι­λα­ε­τί­ων, ὅ­πως τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, τοῦ Μο­να­στη­ρί­ου καί τοῦ Κοσ­σό­βου (ἤ Σκο­πί­ων). Που­θε­νά στό κεί­με­νο τῆς Συν­θή­κης αὐ­τῆς δέ γί­νε­ται λό­γος γιά δι­α­νο­μή ἐ­δα­φῶν τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, γρά­φει ἡ κ. Πε­λε­κί­δου.

 

Γε­ω­γρα­φι­κά ὅ­ρια

 

Ἡ κ. Πε­λε­κί­δου στήν ἐρ­γα­σί­α της αὐ­τή πα­ρα­θέ­τει χάρ­τη ὅ­που πα­ρου­σι­ά­ζον­ται τά γε­ω­γρα­φι­κά ὅ­ρια τῆς «μεί­ζο­νος Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας». Τά ὅ­ρια αὐ­τά τά πε­ρι­γρά­φει ἀ­να­λυ­τι­κά, μέ τά ὀ­νό­μα­τα τῶν Ἀρ­χαί­ων πό­λε­ων τῆς πε­ρι­ο­χῆς, ὁ κα­θη­γη­τής Δ. Κα­να­τσού­λης στό βι­βλί­ο του: Ἱ­στο­ρί­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, μέ­χρι τοῦ Μ. Κων­σταν­τί­νου, Θεσ/νί­κη 1964, σελ. 1–5.  Ἡ πε­ρι­ο­χή τῶν Σκο­πί­ων δέν ἀ­νῆ­κε στή Μα­κε­δο­νί­α, γρά­φει ὁ κα­θη­γη­τής (σελ. 5).

Πα­ρα­θέ­τει ἐ­πί­σης ἡ κ. Πε­λε­κί­δου καί χάρ­τη τῶν βι­λα­ε­τί­ων τῆς πε­ρι­ο­χῆς αὐ­τῆς. Στόν χάρ­τη αὐ­τόν βλέ­που­με ὅ­τι στήν Ἑλ­λά­δα ἀ­πο­δό­θη­κε ὅ­λο τό βι­λα­έ­τι Θεσ­σα­λο­νί­κης καί ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος ἀ­πό τό Νό­τιο τμῆ­μα τοῦ βι­λα­ε­τί­ου Μο­να­στη­ρί­ου καί ὅ­τι στά ἐ­δά­φη αὐ­τά πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ὁ­λό­κλη­ρη σχε­δόν ἡ πε­ρι­ο­χή τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας.

Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­σοι πί­στευ­αν ὡς τώ­ρα ὅ­τι ἀ­πό τά ἐ­δά­φη τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, ἡ Ἑλ­λά­δα κα­τέ­χει μό­νο τό 51% ἤ 53% καί ἀ­πό τό ὑ­πό­λοι­πο 37% κα­τέ­χε­ται ἀ­πό τή Σερ­βί­α (τώ­ρα ἀ­πό τό κρα­τί­διο τῶν Σκο­πί­ων) καί τό 11% ἀ­πό τή Βουλ­γα­ρί­α, ἔ­πε­φταν στήν πα­γί­δα κα­τά τήν ὁ­ποί­α, ἄ­γνω­στο πό­τε καί ἀ­πό ποι­όν ἤ ποι­ούς, δι­α­τυ­πώ­θη­καν καί κα­θι­ε­ρώ­θη­καν τά ψεύ­τι­κα αὐ­τά καί πλα­στά πο­σο­στά, ἐ­νῶ τά πραγ­μα­τι­κά, ὅ­πως τεκ­μη­ρι­ω­μέ­να τά πα­ρέ­θε­σε ἡ κ. Πε­λε­κί­δου εἶ­ναι: Πά­νω ἀ­πό 70% (ἕ­ως 75%) στήν Ἑλ­λά­δα, ὅ­που ἡ κυ­ρί­ως Ἀρ­χαί­α Μα­κε­δο­νί­α, 15% ὡς 17% πε­ρί­που ἀ­πό τό Βό­ρει­ο τμῆ­μα της πού κα­τά και­ρούς αὐ­ξο­μει­ώ­νον­ταν, στή Σερ­βί­α (τώ­ρα στό Νό­τιο τμῆ­μα τοῦ κρα­τι­δί­ου τῶν Σκο­πί­ων. Πρό­κει­ται γιά μί­α λω­ρί­δα ἐ­δά­φους ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι ὡς τό Βα­λάν­το­βο) καί τό ὑ­πό­λοι­πο 7% πε­ρί­που στή Βουλ­γα­ρί­α (πε­ρι­ο­χή Με­λε­νί­κου).

Τά πλα­σμα­τι­κά πο­σο­στά πού εἶ­χαν κα­θι­ε­ρω­θεῖ τά δέ­χον­ταν ὡς τώ­ρα ἀ­πό ἄ­γνοι­α ἤ ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα καί οἱ Ἕλ­λη­νες σέ κα­τά και­ρούς δη­μο­σι­εύ­μα­τα. Νά ἀ­να­φέ­ρω γιά πα­ρά­δειγ­μα τοῦ κα­θη­γη­τοῦ Θ. Κου­λουμ­πῆ στήν «Ἀ­πο­γευ­μα­τι­νή τῆς Κυ­ρια­κῆς» (17 Ἀ­πρι­λί­ου 2005), τοῦ Συμ­βου­λί­ου τοῦ Ἀ­πό­δη­μου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ (Πρό­ε­δρος Στ. Ταμ­βά­κης, ἐ­φημ. «Σή­με­ρα» τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, 3 καί 4 Ἀ­πρι­λί­ου 2008). Προ­η­γού­με­να δη­μο­σι­εύ­μα­τα τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Μα­κε­δο­νι­κῶν Σπου­δῶν τά ἀ­πο­κα­τέ­στη­σε μέ νε­ό­τε­ρη δι­όρ­θω­ση ὁ πρώ­ην Πρό­ε­δρος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας. Ἀ­κό­μα καί ἡ Ὑ­πουρ­γός τῶν Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν κ. Ντό­ρα Μπα­κο­γιά­ννη ἀ­νέ­φε­ρε τά λαν­θα­σμέ­να πο­σο­στά σέ τη­λε­ο­πτι­κές ἐμ­φα­νί­σεις της.

Ἡ ἱ­στο­ρί­α δι­δά­σκει ὅ­τι τό λί­κνον τοῦ Ἀρ­χαί­ου Μα­κε­δο­νι­κοῦ κρά­τους, ὁ ἀρ­χι­κός πυ­ρή­νας τοῦ Βα­σι­λεί­ου τῶν Ἀρ­χαί­ων Μα­κε­δό­νων, ὑ­πῆρ­ξεν σύμ­φω­να μέ τόν Ἡ­ρό­δο­το (8.137) ἡ πε­ρι­ο­χή τοῦ Βερ­μί­ου (Κά­τω Μα­κε­δο­νί­α –Βοτ­τια­ία), ὅ­που καί ἡ ἀρ­χαι­ό­τε­ρη πρω­τεύ­ου­σα Αἰ­γαί. Οἱ Μα­κε­δό­νες αὐ­τοί, ἄ­ση­μοι στήν ἀρ­χή, ἀ­πό­κτη­σαν σι­γά–σι­γά δύ­να­μη καί κα­τά­φε­ραν νά ἑ­νώ­σουν τά ἄλ­λα Ἑλ­λη­νι­κά Ἔ­θνη τῆς πε­ρι­ο­χῆς (τά ἐν­τός Μα­κε­δό­νων) ἔ­θνε­α, Ἡ­ρόδ. 6, 44) Ἀ­να­το­λι­κά καί Δυ­τι­κά τῶν Πι­ε­ρί­ων, τοῦ Ὀ­λύμ­που καί τῆς Πίν­δου, καί νά ἀ­πο­τε­λέ­σει ἡ Μα­κε­δο­νί­α (Ἄ­νω Μα­κε­δο­νί­α, Κά­τω ἤ πα­ρά θά­λασ­σαν Μα­κε­δο­νί­α) ὑ­πο­λο­γί­σι­μη δύ­να­μη, ὥ­στε ἐ­πί Φι­λίπ­που τοῦ Β΄ νά ἔ­χει ἀ­ξί­ω­ση «ἄρ­χειν τῶν Ἑλ­λή­νων» (Δη­μο­σθ. VII 17, Χ 50).

Ἀ­κο­λού­θη­σαν ἔ­πει­τα τά γνω­στά γε­γο­νό­τα τῆς ἐκ­στρα­τεί­ας τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου στήν Ἀ­σί­α ἐ­ναν­τί­ον τοῦ κοι­νοῦ ἐ­χθροῦ τῶν Ἑλ­λή­νων, τῶν Περ­σῶν (Ἀ­λέ­ξαν­δρος καί οἱ Ἕλ­λη­νες…).

Σή­με­ρα ὅ­λες οἱ Ἀρ­χαῖ­ες πρω­τεύ­ου­σες τῶν Μα­κε­δό­νων (Αἰ­γαί, Πέλ­λα, Θεσ­σα­λο­νί­κη) βρί­σκον­ται στήν Ἑλ­λά­δα, στίς πα­ρα­λια­κές πε­ρι­ο­χές τοῦ Θερ­μα­ϊ­κοῦ. Οἱ χάρ­τες πού δη­μο­σί­ευ­σε ἡ κ. Πε­λε­κί­δου ὁ­ρί­ζουν μέ  σα­φή­νεια τά ὅ­ρια τῆς «μεί­ζο­νος» Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, καί τῶν βι­λα­ε­τί­ων τά ὁ­ποί­α τά πε­ρι­έ­χουν.

 

Ἀ­νι­στό­ρη­τες γνώ­σεις

 

Γιά τό ζή­τη­μα αὐ­τό ἔ­χω δη­μο­σι­εύ­σει ἤ­δη ἄρ­θρο στή «Μα­κε­δο­νί­α» τόν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1999 (πρίν ἀ­πό 10 ἀ­κρι­βῶς χρό­νια) μέ τί­τλο: Ἀ­νι­στό­ρη­τες καί ἐ­σφαλ­μέ­νες γνώ­σεις πε­ρί Μα­κε­δο­νί­ας, ἀ­πό ἀ­φορ­μή ἑ­νός δη­μο­σι­εύ­μα­τος Ἕλ­λη­να Οἰ­κο­νο­μο­λό­γου τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νέ­φε­ρε ὅ­τι τό «Μα­κε­δο­νι­κό» εἶ­ναι «φιά­σκο», ὅ­τι σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν τρεῖς Μα­κε­δο­νί­ες (!), ὅ­τι ὁ Ἑλ­λη­νι­κός λα­ός «εἶ­χε μί­α μα­ζι­κή πλύ­ση ἐγ­κε­φά­λου καί ἕ­ναν βομ­βαρ­δι­σμό μέ ἱ­στο­ρί­ες πε­ρί Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρου» (!) καί ὅ­τι ἡ πλη­ρο­φό­ρη­ση γιά τό θέ­μα ἦ­ταν «πα­ρα­νο­ϊ­κά μο­νό­πλευ­ρη» («Τό Βῆ­μα», Ἰ­ού­νιος 1999).

Τήν ἄ­πο­ψη αὐ­τή ὅ­τι «ἡ δι­α­μά­χη γιά τό ὄ­νο­μα τοῦ Κρά­τους τῶν κο­πί­ων ξε­πη­δά­ει ἀ­πό μί­α «ὑ­στε­ρι­κή» ἤ «πα­ρα­νο­ϊ­κή» ἀν­τί­δρα­ση ἑ­νός ἀ­κραί­ου ἐ­θνι­κι­σμοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων» τήν εἶ­χε ἀ­κού­σει ὅ­τι κυ­κλο­φο­ροῦ­σε στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό ὁ πρώ­ην Πρω­θυ­πουρ­γός τῆς Ἑλ­λά­δας Γ. Ράλ­λης ἤ­δη τό 1992 καί τήν ἐ­πα­νέ­λα­βε τό 1999 υἱ­ο­θε­τών­τας την ὁ Ἕλ­λη­νας Οἰ­κο­νο­μο­λό­γος.

Τήν πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τήν ὑ­στε­ρι­κή ἀν­τί­δρα­ση τήν κα­τα­χώ­ρη­σε ὁ Γ. Ράλ­λης σέ ἄρ­θρο πού δη­μο­σί­ευ­σε μα­ζί μέ τόν Πρέ­σβη Β. Θε­ο­δω­ρα­κό­που­λο, γερ­μα­νι­κά στήν πο­λι­τι­κή ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση “Wettwoche” τῆς Ζυ­ρί­χης καί πού δη­μο­σι­εύ­τη­κε ἔ­πει­τα με­τα­φρα­σμέ­νο στή «Μα­κε­δο­νί­α» τῆς 19ης Δε­κεμ­βρί­ου 1992 μέ τί­τλο : «Ἡ πι­κρό­τα­τη ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δας μέ τόν Παν­σλα­βι­σμό. Για­τί δέν εἶ­ναι ὑ­στε­ρί­α ἡ ἄρ­νη­ση τῆς χώ­ρας μας νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τόν Βό­ρει­ο γεί­το­νά μας μέ τόν ὄ­νο­μα Μα­κε­δο­νί­α».

Ἀλ­λά τό γε­ω­γρα­φι­κό αὐ­τό ζή­τη­μα ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το εἶ­ναι ὅ­τι ὅ­λοι οἱ χάρ­τες τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῶν Σκο­πί­ων, πα­λαι­ό­τε­ροι καί νε­ό­τε­ροι, δη­μο­σι­ευ­μέ­νοι κυ­ρί­ως ἀ­πό Εὐ­ρω­παί­ους ἐ­πι­στή­μο­νες, το­πο­θε­τοῦν τά Σκό­πια (ἀρχ. Σκοῦ­ποι) πο­λύ μα­κριά ἀ­πό τά ὅ­ρια τῆς Ἀρ­χαί­ας Μα­κε­δο­νί­ας, κα­θώς ὅ­πως εἴ­δα­με οἱ ἱ­στο­ρι­κές πη­γές δέν ἀ­να­φέ­ρουν τήν πό­λη ὡς πό­λη τῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Αὐ­τό τό βλέ­που­με τώ­ρα καί στούς χάρ­τες τῆς ἐρ­γα­σί­ας τῆς κ. Πε­λε­κί­δου.

 

Ἡ Ἱ­στο­ρί­α

 

Φυ­σι­κά οἱ Μα­κε­δό­νες εἶ­χαν κα­τά και­ρούς ἐ­πιρ­ρο­ή καί σέ πό­λεις ἤ Κρά­τη γει­το­νι­κῶν πε­ρι­ο­χῶν, ἀλ­λά αὐ­τά δέν ἀ­νῆ­καν στήν κυ­ρί­ως Μα­κε­δο­νί­α. Ἡ Χαλ­κι­δι­κή ἐν­σω­μα­τώ­θη­κε ὡς μέ­ρος τῆς Μα­κε­δο­νί­ας ἐ­πί Φι­λίπ­που, ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Δ. Κα­να­τσού­λης.

Ὁ Στρά­βων ἀ­να­φέ­ρει (7, 326) ὅ­τι στήν ἐ­πο­χή του με­ρι­κοί το­πο­θε­τοῦ­σαν τά ὅ­ρια τῆς Μα­κε­δο­νί­ας «μέ­χρι Κορ­κύ­ρας», ἐν­νο­ών­τας φυ­σι­κά ὅ­τι συμ­πε­ρι­λάμ­βα­ναν στή Μα­κε­δο­νί­α καί τήν Ἤ­πει­ρο «αἰ­τι­ο­λο­γοῦν­τες ἅ­μα ὅ­τι καί κου­ρά καί δι­α­λέ­κτῳ καί χλα­μύ­δι καί ἄλ­λοις τοι­ού­τοις χρῶν­ται πα­ρα­πλη­σί­οις».

Ὅ­τι καί ἡ δι­ά­λε­κτος τῶν Ἠ­πει­ρω­τῶν ἦ­ταν ὅ­μοι­α μέ τῶν Μα­κε­δό­νων μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Πλού­ταρ­χος. Ὁ Πύρ­ρος λέ­γει (Πύρ­ρος, 11) πο­λι­ορ­κών­τας τή Βέ­ροι­α χρη­σι­μο­ποί­η­σε στρα­τι­ῶ­τες «προ­σποι­ού­με­νους εἶ­ναι Μα­κε­δό­νας».  Ὁ Λα­τί­νος Titus Livius (1ος αἰ. π.Χ.) ση­μει­ώ­νει ἐ­πί­σης (31, 29) ὅ­τι ἡ δι­ά­λε­κτος τῶν Μα­κε­δό­νων ἦ­ταν συγ­γε­νι­κή μέ τίς δι­α­λέ­κτους τῶν Αἰ­τω­λῶν καί Ἀ­καρ­νά­νων: Aetolos, Macedonas eiusdem linguae homines. Γι᾿ αὐ­τό ὁ Θου­κυ­δί­δης (3, 94) γρά­φει ὅ­τι οἱ Εὐ­ρυ­τά­νες «ὅ­περ μέ­γι­στον μέ­ρος ἐ­στί τῶν Αἰ­τω­λῶν» ἦ­ταν «ἀ­γνω­στό­τα­τοι γλῶσ­σαν».

Δι­ό­τι, ὅ­πως ἔ­δει­ξα σέ σχε­τι­κά δη­μο­σι­εύ­μα­τά μου ἴ­σχυ­αν στή δι­ά­λε­κτο τῶν Μα­κε­δό­νων ἑ­πο­μέ­νως καί στίς ὅ­μοι­ες τῶν Ἠ­πει­ρω­τῶν, Αἰ­τω­λῶν καί Ἀ­καρ­νά­νων,  τοὐ­λά­χι­στον ἀ­πό τόν 3ο αἰ. π.Χ. οἱ δύ­ο φω­νη­τι­κοί νό­μοι (τρο­πή ἄ­το­νων φω­νη­έν­των καί ἀ­πο­βο­λή τους) οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τά τή γρή­γο­ρη προ­φο­ρι­κή ὁ­μι­λί­α ἀλ­λοί­ω­ναν τή μορ­φή τῶν λέ­ξε­ων καί ἐ­πι­σκό­τι­ζαν τήν ἐ­τυ­μο­λο­γι­κή τους δι­α­φά­νεια, ὅ­πως συμ­βαί­νει καί σή­με­ρα, ὅ­που στίς πε­ρι­ο­χές αὐ­τές ὁ­μι­λοῦν­ται τά λε­γό­με­να Βό­ρεια Νε­ο­ελ­λη­νι­κά ἰ­δι­ώ­μα­τα ὡς συ­νέ­χεια τῶν Ἀρ­χαί­ων δι­α­λέ­κτων.

Δέν ἦ­ταν ἑ­πο­μέ­νως εὔ­κο­λο γιά ἕ­ναν Ἀ­θη­ναῖ­ο, ὅ­πως ἦ­ταν ὁ Θου­κυ­δί­δης πού μι­λοῦ­σε τήν καλ­λι­ερ­γη­μέ­νη Ἀτ­τι­κή δι­ά­λε­κτο, νά ἐν­νο­ή­σει ἕ­ναν Εὐ­ρυ­τά­να πού μι­λοῦ­σε ὅ­μοι­α δι­ά­λε­κτο μέ τή δι­ά­λε­κτο τῶν Μα­κε­δό­νων.

 

Ὡς πρός τό ζή­τη­μα τῆς Ἐ­θνό­τη­τας.

 

Ὡς πρός τό ζή­τη­μα τῆς Ἐ­θνό­τη­τας τῶν Σκο­πια­νῶν καί τῆς Σλα­βι­κῆς των γλώσ­σας αὐ­τό τό γνω­ρί­ζουν κα­λύ­τε­ρα οἱ ἴ­διοι, ἄν δέν θέ­λουν νά τούς τό ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν οἱ Βούλ­γα­ροι πρό­γο­νοί τους.

Σή­με­ρα στή Βουλ­γα­ρί­α οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὅ­τι οἱ μογ­γο­λι­κῆς κα­τα­γω­γῆς πρό­γο­νοί τους, πρίν ἐκ­σλα­βι­στοῦν ἐμ­φα­νί­στη­καν στή Βαλ­κα­νι­κή Χερ­σό­νη­σο τόν 6ο αἰ. μ.Χ. καί ἦλ­θαν σέ ἐ­πα­φή ἀ­μέ­σως μέ τούς Ἕλ­λη­νες τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, προ­φα­νῶς στή Μα­κε­δο­νί­α. Τό ση­μει­ώ­νουν στόν πρό­λο­γο τοῦ βι­βλί­ου: Macadonia, Documents and Material, Σό­φια 1979 (ἡ ἔκ­δο­ση στά Βουλ­γα­ρι­κά καί Ρω­σι­κά).

Ὁ τό­μος ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον ἀ­πό τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι δη­μο­σι­εύ­ον­ται σ᾿ αὐ­τόν ἔγ­γρα­φα στά ὁ­ποῖ­α γί­νε­ται μνεί­α ἡ προ­σπά­θεια πού ἔ­κα­ναν οἱ συμ­πα­τρι­ῶ­τες τους ἀ­πό τά μέ­σα τοῦ 19ου αἰ. νά ἀ­να­γνω­ρι­σθεῖ Δι­ε­θνῶς μί­α ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ καί ἕ­νας ξε­χω­ρι­στός λα­ός ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, ἐν­νο­ῶν­τας τόν ἑ­αυ­τό τους, μο­λο­νό­τι Βούλ­γα­ροι, γιά νά προ­σαρ­τη­θεῖ ἔ­πει­τα στή Βουλ­γα­ρία­.

Ἀ­δι­ά­ψευ­στοι μάρ­τυ­ρες ὅ­μως ὅ­τι οἱ πρό­γο­νοί τους πρω­το­ῆλ­θαν σέ ἐ­πα­φή μέ Γρι­κούς (δηλ. Ἕλ­λη­νες) καί ὄ­χι μέ ξε­χω­ρι­στό λα­ό Μα­κε­δό­νες ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στή Βαλ­κα­νι­κή Χερ­σό­νη­σο ἦ­ταν οἱ λε­γό­με­νες πρω­το­βουλ­γα­ρι­κές ἐ­πι­γρα­φές τοῦ 9ου αἰ­ῶνα μ.Χ. πε­ρί­που. Γρά­φτη­καν ἀ­πό τούς Μογ­γό­λους ἀ­κό­μα Βούλ­γα­ρους στά Ἑλ­λη­νι­κά μέ πολ­λές ἀ­νορ­θο­γρα­φί­ες, ὅ­ταν αὐ­τοί εἶ­χαν ἀρ­χί­σει νά μα­θαί­νουν Ἑλ­λη­νι­κά ἀ­πό τούς Βυ­ζαν­τι­νούς Ἕλ­λη­νες, κυ­ρί­ως ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες τῆς Μα­κε­δο­νί­ας. Τίς ἐ­πι­γρα­φές αὐ­τές τίς ἐ­ξέ­δω­σε, σχο­λί­α­σε μά­λι­στα καί τά ὀρ­θο­γρα­φι­κά τους λά­θη, ὁ Βούλ­γα­ρος κα­θη­γη­τής Vaselin Beschewliev (1926, 1963). Ἀ­πα­θα­να­τί­ζουν τή λα­ϊ­κή Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης. Σ᾿ αὐ­τές ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ πρώ­τη πρω­τεύ­ου­σά τους Πλί­σκα (Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κός χῶ­ρος σή­με­ρα).

Σέ μί­α ἐ­πι­γρα­φή δι­α­βά­ζου­με: Εἰς τῆς πλί­σκας τόν κάμ­πον καί σέ ἄλ­λη: Ὁ πα­τήρ μου ὁ ἄρ­χων Ὀ­μουρ­τάγ ἰ­ρί­νιν λ᾿ ἔτ(ὄν) ποι­ή­σας καί κα­λά ἔ­ζη­σεν με­τά τούς Γρι­κούς.  Σέ ἄλ­λες ἐ­πι­γρα­φές ἀ­να­φέ­ρε­ται τό ὄ­νο­μα Γρι­κός (ἤ Γρι­κύ τούς Γρι­κούς).

Οἱ δύ­ο Θεσ­σα­λο­νι­κεῖς ἱ­ε­ρω­μέ­νοι Κύ­ριλ­λος (Κων­σταν­τῖ­νος) καί Με­θό­διος τούς εἶ­χαν χα­ρί­σει ἤ­δη τό Ἑλ­λη­νι­κό Ἀλ­φά­βη­το μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἄρ­χι­σαν νά γρά­φουν ἔ­πει­τα τή γλώσ­σα τους, ἐ­νῶ στό με­τα­ξύ ἀ­σπά­στη­καν καί τόν Χρι­στι­α­νι­σμό.

Ἀ­πό τό­τε οἱ σχέ­σεις Βουλ­γά­ρων καί Ἑλ­λή­νων τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου εἶ­ναι γνω­στές: Ἐ­πι­δρο­μές στά Βυ­ζαν­τι­νά ἐ­δά­φη, λε­η­λα­σί­ες, ἀ­πα­γω­γές πλη­θυ­σμῶν, καμ­μιά φο­ρά καί συμ­βα­τι­κές συν­θῆ­κες εἰ­ρή­νης, ὅ­πως τοῦ Ὀ­μουρ­τάγ πού εἴ­δα­με, ὁ­πό­τε καί εἰ­ρη­νι­κή συμ­βί­ω­ση.

 

Ἡ ἐ­πί­δρα­ση

 

Μέ­σῳ τῆς Θρη­σκεί­ας ἡ Ἑλ­λη­νι­κή γλωσ­σι­κή ἐ­πί­δρα­ση ἦ­ταν με­γά­λη λό­γῳ καί τοῦ ἀ­νώ­τε­ρου πο­λι­τι­σμοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων. Οἱ Βούλ­γα­ροι χρη­σι­μο­ποι­οῦν ἀ­κό­μα καί σή­με­ρα πολ­λές Ἑλ­λη­νι­κές λέ­ξεις, ἐν­σω­μα­τω­μέ­νες ὅ­πως στό κλι­τι­κό σύ­στη­μα τῆς γλώσ­σας τους. Αὐ­τές τίς πραγ­μα­τεύ­τη­κε ἡ κ. Μα­ρί­α Filipova–Bairova καί ὁ Ν. Ἀν­δρι­ώ­της.

«Τό Ἑλ­λη­νι­κό λε­ξι­λό­γιο», γρά­φει ἡ Μα­ρί­α Filipova–Bairova, μᾶς ἦλ­θε σάν πο­θη­τός φι­λο­ξε­νού­με­νος κου­βα­λών­τας λε­κτι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά νέ­ων ἰ­δε­ῶν καί ἀν­τι­κει­μέ­νων, ξέ­νων ὡς τό­τε στή Βουλ­γα­ρι­κή γλώσ­σα. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη στρογ­γυ­λο­κά­θι­σε στό σπί­τι μας, στήν κου­ζί­να μας, στίς κα­θη­με­ρι­νές δου­λει­ές μας. Κα­τέ­κτη­σε ὁ­λό­τε­λα τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τά Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά γε­νι­κῶς πράγ­μα­τα».

«Ὁ ση­με­ρι­νός Σλα­βό­φω­νος πλη­θυ­σμός τῆς Νό­τιας Βουλ­γα­ρί­ας», γρά­φει ὁ κα­θη­γη­τής Ν. Ἀν­δρι­ώ­της, «προ­έρ­χε­ται ἀ­πό Ἕλ­λη­νες πού μέ τά πα­ροι­μι­ώ­δη σκλη­ρά μέ­τρα τους οἱ Βούλ­γα­ροι σι­γά–σι­γά κα­τόρ­θω­σαν νά ἐκ­σλα­βί­σουν».

Ἐ­πί Τουρ­κο­κρα­τί­ας ἡ Βαλ­κα­νι­κή ἦ­ταν ἀ­πό ἄ­πο­ψη κι­νή­σε­ως Ἐ­θνο­τή­των «ξέ­φρα­γο ἀμ­πέ­λι», ὁ­πό­τε εἴ­χα­με δι­εισ­δύ­σεις Σλα­βο­φώ­νων στή ση­με­ρι­νή Ἑλ­λη­νι­κή Μα­κε­δο­νί­α, κυ­ρί­ως Βουλ­γα­ρο­φώ­νων ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῆς Νό­τιας Σερ­βί­ας (Σκο­πί­ων).

Ἀ­πό τό­τε οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις στήν πε­ρι­ο­χή αὐ­τή ἦ­ταν οἱ ἀ­κό­λου­θες:

Τό 1944 τό Νό­τιο τμῆ­μα τῆς Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­ας, ἡ Vardarska Viadavina (πε­ρι­ο­χῆς Βαρ­δά­ρη) ὀ­νο­μά­στη­κε ἀ­πό τόν Τί­το «Λα­ϊ­κή Δη­μο­κρα­τί­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας». Ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα, με­τά τό 1990 δι­α­λύ­θη­κε ἡ Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­α, τό τμῆ­μα αὐ­τό ἀ­πο­σπά­σθη­κε καί ἀ­πο­τέ­λε­σε ξε­χω­ρι­στό Κρά­τος μέ προ­σω­ρι­νό ὄ­νο­μα «πρώ­ην Γι­ουγ­κοσ­λα­βι­κή Δη­μο­κρα­τί­α τῆς Μα­κε­δο­νί­ας» (FYROM).

Αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ­ται σή­με­ρα ἀ­πό τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κές Ἐ­θνό­τη­τες Χρι­στια­νῶν καί Μου­σουλ­μά­νων:  1) Ἀ­πό Βουλ­γά­ρους, δι­ό­τι ἔ­τσι, Bugari (Σερ­βι­κή ἀ­πό­δο­ση τοῦ Balgari) ὀ­νό­μα­ζαν τόν ἑ­αυ­τό τους οἱ Σλά­βοι τῶν Σκο­πί­ων ἤ­δη ἀ­πό τά μέ­σα τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να, 2) Ἀ­πό Σέρ­βους καί 3) Ἀ­πό Ἀλ­βα­νούς. Σέ μι­κρό πο­σο­στό καί ἀ­πό ἄλ­λες Ἐ­θνό­τη­τες, ὅ­πως Τούρ­κους, Ἕλ­λη­νες, καί κυ­ρί­ως Βλά­χους, κ.ἄ.

Ἡ Σλα­βι­κή γλῶσ­σα τῶν κα­τοί­κων τοῦ γει­το­νι­κοῦ μας αὐ­τοῦ κρα­τι­δί­ου ἦ­ταν ἀρ­χι­κά ἕ­να Βουλ­γα­ρι­κό ἰ­δί­ω­μα. Οἱ Σκο­πια­νοί τό τρο­πο­ποί­η­σαν, ἀλ­λά πά­λι ἀ­πο­κλί­νει πρός τή Βουλ­γα­ρι­κή γλώσ­σα. Ἀ­νά­λυ­ση τῆς γλώσ­σας αὐ­τῆς ἔ­κα­νε ὁ κα­θη­γη­τής Νι­κό­λα­ος Ἀν­δρι­ώ­της στό βι­βλί­ο του: Ὁ­μό­σπον­δο Κρά­τος τῶν κο­πί­ων καί ἡ γλῶσ­σα του, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1960.

 

Σλα­βο­μα­κε­δό­νες

 

Τό ἀρ­χι­κό Βουλ­γα­ρι­κό ἰ­δί­ω­μά τους, πρίν τό τρο­πο­ποι­ή­σουν με­τά τό 1944, ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο πού μι­λοῦ­σαν στήν Ἑλ­λη­νι­κή Μα­κε­δο­νί­α καί οἱ λε­γό­με­νοι Σλα­βο­μα­κε­δό­νες, εἶ­ναι αὐ­τοί πού εἰ­σέ­δυ­σαν στά χρό­νια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας σέ δι­ά­φο­ρες πε­ρι­ο­χές τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, ὅ­πως τῆς Κα­στο­ριᾶς, τῆς Φλώ­ρι­νας, τῆς Ἔ­δεσ­σας, τοῦ Κιλ­κίς καί τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης.

Ἀ­πό αὐ­τούς οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι εἶ­ναι ἐκ­σλα­βι­σθέν­τες Ἕλ­λη­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὡς αἰχ­μά­λω­τοι τῶν Βουλ­γά­ρων ἀ­ναγ­κά­στη­καν νά μά­θουν τή Βουλ­γα­ρι­κή αὐ­τή δι­ά­λε­κτο καί ὕ­στε­ρα ἀ­πό πο­λυ­χρό­νια αἰχ­μα­λω­σί­α γύ­ρι­σαν καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στήν Ἑλ­λά­δα. Ἀ­νά­με­σά τους ἦλ­θαν στή Μα­κε­δο­νί­α καί Σλά­βοι ἀ­γρό­τες τούς ὁ­ποί­ους ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί στά κτή­μα­τά τους. Ὅ­λοι αὐ­τοί δι­α­τή­ρη­σαν τό Βουλ­γα­ρι­κό ἰ­δί­ω­μα ὡς μη­τρι­κή τους γλῶσ­σα χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ὅ­μως καί πα­ρά πολ­λές Ἑλ­λη­νι­κές λέ­ξεις τίς ὁ­πο­ί­ες ἐν­σω­μά­τω­σαν στή Γραμ­μα­τι­κή (κλί­ση, μορ­φο­λο­γί­α, σύν­τα­ξη) τοῦ Βουλ­γα­ρι­κοῦ ἰ­δι­ώ­μα­τος, ὅ­πως π.χ. γκο­λέ­μα­τα τρα­πέ­ζα, ὀ­d­βαμ νά πο­λέ­μο, ἀρ­γκά­τιν, γι­όζ­μο (δυ­ό­σμος), κρομ­μύτ, σα­μάρ, ἀρ­γά­σαμ, ναγ­κά­σαμ (ἀ­νάγ­κα­σα), γα­νώ­σαμ, λα­βώ­σαμ, χω­νέ­ψαμ, ὠ­φε­λή­ψαχ κ.ἄ.

Ἀ­πό τό πλῆ­θος τῶν Ἑλ­λη­νι­κῶν λέ­ξε­ων στό Σλα­βο­μα­κε­δο­νι­κό αὐ­τό ἰ­δί­ω­μα ἀ­πό αὐ­τούς, τούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἀν­δρι­ώ­της στήν ἐρ­γα­σί­α του γιά τά Ἑλ­λη­νι­κά στοι­χεῖ­α στή Βουλ­γα­ρι­κή (1952), ἀ­γνο­ών­τας τό γλωσ­σο­λο­γι­κό ἀ­ξί­ω­μα ὅ­τι ἡ Γραμ­μα­τι­κή καί ὄ­χι οἱ λέ­ξεις χα­ρα­κτη­ρί­ζουν μί­α γλῶσ­σα ἔ­φτα­σαν στό ση­μεῖ­ο, πα­ρα­σύ­ρον­τας καί ὁ­ρι­σμέ­νους «ἄ­μοι­ρους γλωσ­σο­λο­γι­κῆς μορ­φώ­σε­ως» Ἕλ­λη­νες, νά θε­ω­ροῦν τό Βουλ­γα­ρι­κό αὐ­τό ἰ­δί­ω­μα… Ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κή γλῶσ­σα!

Δέν εἶ­ναι π.χ. Λα­τι­νι­κή ἡ γλῶσ­σα στό δί­στι­χο πού πα­ρα­θέ­τει ὁ Γυ­μνα­σιά­ρχης Ἰ­ω­άν­νης Τσι­κό­που­λος (1892) μέ ἀ­πο­κλει­στι­κά Λα­τι­νι­κῆς ἀρ­χῆς λέ­ξεις:

 

Ἄ­σπρη γά­τα εἰς τήν σκά­λαν

τοῦ σπι­τιοῦ κα­βαλ­λι­κεύ­ει

κά­στρα, μα­γα­ζιά καί πόρ­τες

μέ τά πάσ­σα μα­στο­ρεύ­ει

(Θα­βώ­ρης «Μα­κε­δο­νί­α» 31, 1998, σελ. 35).

 

Οὔ­τε εἶ­ναι Ἑλ­λη­νι­κή ἡ γλῶσ­σα στό Ἀγ­γλι­κό κεί­με­νο τοῦ Ξ. Ζο­λώ­τα μέ Ἑλ­λη­νι­κῆς ἀρ­χῆς λέ­ξεις, («Τό Βῆ­μα» 26/11/1989).

Γιά τό Βουλ­γα­ρι­κό ἰ­δί­ω­μα τῶν Σλα­βο­μα­κε­δό­νων ἔ­γρα­ψαν πα­λαι­ό­τε­ρα ὁ­ρι­σμέ­νοι λό­γιοι Ἕλ­λη­νες, ὅ­πως ὁ ἄλ­λο­τε Γυ­μνα­σιά­ρχης Θεσ­σα­λο­νί­κης Γ. Μου­κου­βά­λας. (Ἡ γλῶσ­σα τῶν ἐν Μα­κε­δο­νί­ᾳ Βουλ­γα­ρο­φώ­νων, ἐν Κα­ΐ­ρῳ 1905), καί ἄλ­λοι στό πε­ρι­ο­δι­κό «Ἑλ­λη­νι­σμός» (“L’ Hellemisme”), ὅ­πως, π.χ. ὁ Ν. Κα­ζά­ζης, ὁ Θ. Π. (βλ. Μάρ­τιος 1903, σελ. 179), ὁ Σ. Σκι­α­δα­ρέ­σης, κ.ἄ.

Πολ­λοί πάν­τως ἀ­πό τούς ἐκ­σλα­βι­σθέν­τες Ἕλ­λη­νες Σλα­βο­μα­κε­δό­νες δι­α­τή­ρη­σαν μέ­χρι τέ­λους τό Ἑλ­λη­νι­κό τους φρό­νη­μα, πο­λε­μών­τας τούς Βουλ­γά­ρους κο­μι­τα­τζῆ­δες κα­τά τόν «Μα­κε­δο­νι­κό ἀ­γῶ­να» στίς ἀρ­χές τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ῶ­να.

 

Τε­χνη­τό Κα­τα­σκεύ­α­σμα

 

Γιά τό ση­με­ρι­νό κρα­τί­διο τῶν Σκο­πί­ων ὑ­πῆρ­ξαν ἀρ­κε­τοί ξέ­νοι ἐ­πι­στή­μο­νες πού τό χα­ρα­κτή­ρι­σαν τε­χνη­τό Κα­τα­σκεύ­α­σμα, ὅ­πως τό σχό­λιο τῆς Ἰ­τα­λι­κῆς ἐ­φη­με­ρί­δας “II Popolo” τό 1992.

Σ᾿ ἕ­να ἄρ­θρο της ἡ Δα­νέ­ζα κα­θη­γή­τρια Tata Arcel («Μα­κε­δο­νί­α» 12/9/1992) πε­ρι­γρά­φει πα­ρα­στα­τι­κά τό ψυ­χο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα τῶν Σκο­πια­νῶν νά θέ­λουν νά μο­νο­πω­λή­σουν τό ὄ­νο­μα Μα­κε­δο­νί­α «γιά ἕ­να νέ­ο Κρά­τος» πού τό χα­ρα­κτή­ρι­σε «δι­οι­κη­τι­κό δη­μι­ούρ­γη­μα», πα­ρα­ποι­ών­τας τήν ἱ­στο­ρί­α.

Γιά τήν Ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα τῶν Ἀρ­χαί­ων Μα­κε­δό­νων ἔ­χουν γρα­φεῖ πολ­λά μέ ἄ­πει­ρα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων καί ἡ δι­α­λεύ­καν­ση ἀ­πό μέ­να τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας λέ­ξε­ων τῆς δι­α­λέ­κτου, ἀρ­κε­τῶν ἀ­πό τίς λί­γες πού θε­ω­ροῦν­ταν ὡς τώ­ρα ἄ­γνω­στης ἀρ­χῆς, ὅ­πως: Βλου­ρί­τις=Φι­λω­ρεί­της, γάρ­καν=χά­ρα­κα(ν), ἐ­στε­ρι­κᾶς κύ­νας=σι­τα­ρι­κᾶς δη­λα­δή οἰ­κό­σι­τα σκυ­λιά κ.ἄ. Ὡ­στό­σο καί μό­νο τά Ἑλ­λη­νι­κά ὀ­νό­μα­τα Μα­κε­δο­νί­α καί Μα­κε­δό­νας εἶ­ναι ἀρ­κε­τά.

Νά προ­σθέ­σω καί ἕ­να ἀ­κό­μα ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού ὡς τώ­ρα δέν ἔ­χει ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ: Οἱ Ἀρ­χαῖ­οι συγ­γρα­φεῖς ἀ­να­φέ­ρουν πολ­λά θρα­κολ­λυ­ρι­κά κύ­ρια ὀ­νό­μα­τα, ἀ­κα­τα­νό­η­τα ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες ὡς πρός τήν ἐ­τυ­μο­λο­γί­α τους, ὅ­πως Ἀ­δα­βί­κτα­βος, Βη­ρι­σά­δης, Ἐ­βρί­ζαλ­μος, Ζά­μολ­ξις, Κε­τρί­πο­ρος, Μου­κα­ζέ­νιος, Ρα­κτό­τερ­κος κ.ἄ. Εἶ­ναι ὅ­μοι­α μέ αὐ­τά, τά ὀ­νό­μα­τα τῶν Μα­κε­δό­νων Ἀ­λέ­ξαν­δρος, Ἀ­μύν­τωρ, Αὐ­τό­δι­κος, Γαι­τέ­ας (χαί­τη), Φί­λιπ­πος–Βί­λιπ­πος, Φι­λώ­τας, Βε­ρε­νί­κα, Εὐ­ρυ­δί­κα, Λα­ο­δί­κα ; Ὄ­χι βέ­βαι­α.

Ὅ­λα τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα συ­νο­ψί­ζον­ται στό γε­νι­κό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι: Τί­πο­τε ἀ­πό τούς Μα­κε­δό­νες δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­ξη­γη­θεῖ χω­ρίς τήν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι ἦ­ταν Ἕλ­λη­νες.

Ἐ­φημ. “Ἐ­λεύ­θε­ρος“, 5/Αὐγ./2009