ΣΑΝΓΚΡΙ-ΛΑ – ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Σανγκρί – Λα
Χαμένος Παράδεισος

           «Ἐκάθισεν ὁ Ἀδάμ τότε καὶ ἔκλαυσεν ἀπέναντι τῆς τρυφῆς τοῦ Παραδείσου, χερσὶ τύπτων τὰς ὄψεις, καὶ ἔλεγεν: Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα».

                 Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, μπήκαμε καὶ πάλι στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἀπὸ τὴν Κυριακή τῆς Τυρινῆς ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει ἕνα γεγονὸς παμπάλαιο, ποὺ φαντάζει σχεδὸν μυθικό, τὴν ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου. Ἕνα γεγονὸς τόσο μακρινό, ἀφοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὸ παρελθόν, ἔχει τὴν ἡλικία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ τόσο καθημερινό, καθὼς συνοδεύει κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο σὲ ὅλη του τὴ ζωή. Στὴν ἐποχή μας, ὅπου ἀνθεῖ ὁ ἄκρατος ὀρθολογισμὸς  καὶ ὁ πρακτικὸς ὑλισμὸς, ἔχει καταστεῖ ξένη κάθε σκέψη γιὰ θρησκευτικὴ ἑρμηνεία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Τέτοιες ἱστορίες μοιάζουν ἁπλοϊκές, ἀφελεῖς καὶ ὁπωσδήποτε ξεπερασμένες γιὰ τὴν «πεφωτισμένη» κοινωνία μας. Σὲ ὅποια ἄλλη δὲ περίπτωση τὶς προσπερνοῦν εἴτε μὲ ἀδιαφορία  εἴτε μὲ καγχασμό. Καὶ μόνο στὴ σκέψη αὐτοῦ τοῦ ὑπαρξιακοῦ προβλήματος, προτιμοῦν  τὸ γλέντι τοῦ καρνάβαλου, τὴν ψευδαίσθηση τοῦ μασκαρέματος, προτιμοῦν νὰ ξεχάσουν κάθε προβληματισμὸ γιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ὕπαρξής μας.

      Τελικά, ὅμως, αὐτὸς ὁ χαμένος παράδεισος, δὲν παύει νὰ ἐπιβιώνει μέσα στὴν ψυχή μας, δὲν παύει νὰ ἀποτελεῖ τὸ μεγάλο ζητούμενο. Ὁ προβληματισμὸς σ’ αὐτὸ τὸ θέμα, ὅμως, ἂν καὶ εἶναι καίριος, δὲν παύει νὰ βρίσκεται στὸ περιθώριο. Ἡ διασκέδαση, τὸ ποδόσφαιρο, ἡ τηλεόραση, ἡ μόδα, τὸ «life-style» ἀποτελοῦν τὶς προτεραιότητές μας. Ἔχουμε ἀντικαταστήσει τὸ μεγάλο αὐτὸ ζητούμενο, τὸν παράδεισο δηλαδή, μὲ ἄλλα πράγματα, δίνοντάς του ἕνα  τελείως διαφορετικὸ νόημα. Γιὰ κάποιους ὁ παράδεισος εἶναι ἐδῶ, παράδεισος εἶναι τὸ χρῆμα, γιὰ ἄλλους εἶναι οἱ χαρὲς τῆς ζωῆς, οἱ ἀπολαύσεις, γιὰ ἄλλους ἡ ἐπαγγελματικὴ ἐπιτυχία, γιὰ ἄλλους ἡ νίκη τῆς ὁμάδας τους, γιὰ ἄλλους, δυστυχῶς, τὰ ναρκωτικά, ἡ βία, ὁ χουλιγκανισμός, γιὰ ἄλλους ἡ εὐημερία, ὁ καταναλωτισμός. Ὅλοι, ὅμως, ἀναζητοῦμε πῶς θὰ χορτάσουμε τὴν πείνα μας καὶ θὰ ξεδιψάσουμε τὴ δίψα μας γιὰ  τὸν παράδεισο.

       Πόσοι ἀπό ἐμᾶς προσανατολίζουμε τὴν ἀναζήτηση τοῦ παραδείσου στὰ  βάθη τῆς ὕπαρξής μας; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς ψάχνουμε νὰ βροῦμε ποιὸ εἶναι τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς μας; Γιατί τελικὰ ζοῦμε; Καὶ ποιὸς καὶ ποῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ παράδεισός μας; Δὲν χρειάζεται νὰ γίνει κανεὶς φιλόσοφος γιὰ νὰ ψάξει γιὰ μία ἀπάντηση  στὸ ὑπαρξιακό του πρόβλημα. Ἀρκεῖ μόνο νὰ παύσει νὰ ἀντιμετωπίζει τὴ ζωὴ μὲ ἐπιπολαιότητα. Ἀρκεῖ νὰ πάρει κανεὶς τὴ ζωὴ πιὸ σοβαρὰ καὶ ὄχι  σὰν μία ἐκδρομή. Βέβαια, ἡ ἐποχή μας δὲν ἐπιτρέπει χρόνο γιὰ σκέψεις καὶ προβληματισμούς. Ὁ χρόνος ἔχει καταστεῖ πολυτέλεια πλέον. Οἱ καθημερινὲς ἔγνοιες, ἡ κόπωση τῆς ἡμέρας δὲν ἀφήνουν πολλὰ περιθώρια. Τηλεόραση, κινηματογράφος, ραδιόφωνο, περιοδικά, ἔντυπα πάσης φύσεως, σερβίρουν καθημερινὰ- στὴν  συντριπτικὴ  πλειονότητά του ς- κυριολεκτικὰ ὅτι πιὸ ἄχρηστο, ἀδειάζοντας ὅλα τὰ  σκουπίδια τους πάνω  σὲ ἐμᾶς.

      Πολλάκις, πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, φοβούμενοι μήπως ἀποτελοῦμε μειοψηφία μέσα στὴ γενικὴ ἀδιαφορία, ἀκολουθοῦμε τὴ μόδα, ταξιδεύουμε πλάι μὲ τὸ ρεῦμα, ἀκολουθοῦμε τὴ μάζα, χωρὶς ποτὲ νὰ προβληματιστοῦμε ποῦ θὰ μᾶς βγάλει. Καὶ τὸ κάνουμε  χωρὶς μπούσουλα, χωρὶς πυξίδα.  Καὶ αὐτὸς ὁ κατήφορος, αὐτὸ τὸ ρεῦμα συμπαρασύρει μάζες ὁλόκληρες σὲ ἕνα ὄχι καὶ τόσο ἀβέβαιο μέλλον, συμπαρασύρει σὲ ἕναν νέο πολιτισμό, ἕναν “πολιτισμὸ τοῦ θυμοῦ”. Θυμὸς ποὺ συσσωρεύεται γίνεται καταστροφικὴ μανία. Ἐδῶ θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει κανεὶς πάμπολλα παραδείγματα, σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς, ὅπως λόγου χάριν τὰ  γεγονότα τοῦ προπερασμένου Δεκεμβρίου στὴν πατρίδα μας. Τὰ νέα αὐτὰ παιδιά μᾶς δείχνουν ὅλους μὲ τὸ δάχτυλό τους ὡς ὑπευθύνους, μᾶς κατηγοροῦν γιατί ἰσοπεδώσαμε τὰ πάντα, μᾶς κατηγοροῦν γιατί κάναμε τὴ ζωὴ μία ἀπέραντη χωματερὴ συναισθημάτων, μίαν ἔρημο ποὺ δὲν ἀνθίζει πιὰ ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἡ ὀμορφιά, ἡ συμπόρευση μὲ τοὺς ἄλλους.

       «Ὅπου ἀνθεῖ ὁ μέσος ὅρος, παύω νὰ ὑπάρχω», γράφει ὁ μεγάλος μας ποιητὴς Ἐλύτης, καὶ συνεχίζει, «Μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐδοκιμήσω μέσα στὴ μάζα τῆς ἑκάστοτε πλειοψηφίας. Οἱ ὡραῖες μειοψηφίες εἶναι τὸ κάτι ἄλλο».

       Ἔτσι λοιπὸν μέσα σ’ αὐτὴν τὴ γενικὴ ἀδιαφορία, μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ἰσοπέδωση τῶν πάντων, ἡ Ἐκκλησία  μᾶς καλεῖ, μᾶς προτρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸν παράδεισο μέσα στὸ βαθύτερο εἶναι μας, νὰ σκάψουμε μέσα στὰ μεταλλεῖα τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ βγάλουμε τὸ πολύτιμο ἐκεῖνο μέταλλο ποὺ μένει ἄφθαρτο, ποὺ δὲν σκουριάζει, οὔτε κὰν χάνει τὸ χρῶμα του, ποὺ μένει ἀναλλοίωτο στοὺς αἰῶνες: τὴν πίστη μας στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης. Νὰ βγάλουμε μέσα ἀπὸ τὸ τρίσβαθο ὀρυχεῖο  τῆς καρδιᾶς μας τὶς ἀξίες καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς φυλῆς μας, μὲ τὶς ὁποῖες γαλουχηθήκαμε  καὶ γίναμε ἕνα ἔθνος ἡρώων καὶ ἁγίων: τὴν παράδοσή μας.

     Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν ἀπολυτοποίηση τῆς ἀδιαφορίας, νὰ ποῦμε ὄχι καὶ νὰ μὴν ἐπιβιβαστοῦμε στὸ συρμὸ τῆς εὐκολίας, νὰ ποῦμε ὄχι στὴν πρόσκαιρη ἐκτόνωση τῆς φθηνῆς διασκέδασης. Νὰ ἐπιλέξουμε τὴ γνήσια «κοινωνία» μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας. Γνήσια κοινωνία ποὺ προϋποθέτει μερικὰ ἁπλὰ στοιχεῖα ποὺ ὁδηγοῦν στὸν παράδεισο.

      Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ, ποὺ μόλις ξεκίνησε, μᾶς ἀνοίγει ἕνα δρόμο, τὸ δρόμο τῆς ἀγάπης, τῆς προσευχῆς, τῆς ταπείνωσης, τῆς σιωπῆς, τῆς περισυλλογῆς. Μᾶς ἀνοίγει ἕνα δρόμο γιὰ ἄσκηση ἐνάντια στὴν καθημερινότητά μας, ἐνάντια στὰ πάθη μας. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ  νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴ γκρίζα καθημερινότητα, νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὴν κόλαση τῆς κατανάλωσης, ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη ἀλαζονεία μας, ἀπὸ τὴν κατάκριση σὲ βάρος τοῦ ἄλλου, ἀπὸ τὴν καθημερινὴ πλήξη, μᾶς καλεῖ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὶς ὅποιες κακίες μας, ποὺ ταλανίζουν καὶ ἐμᾶς καὶ τὴν κοινωνία μας καὶ τὸν κόσμο μας.

      Ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, μὲ ὁρατὴ τὴν οἰκονομικὴ κρίση σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προδιαγράψει τὶς ἐπιπτώσεις της στὸ πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ «γίγνεσθαι» τοῦ κόσμου, ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτὴν τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀντιπαραθέτει  στὴ σχιζοφρένεια  τῆς ὑπερκατανάλωσης τὸν ἀσκητισμό της. Σ’ ἕναν κόσμο ποὺ χόρτασε «πολιτισμό»,  ἀνθρώπινα δικαιώματα, ὑποκρισία, ψέμα, ἡ Ἐκκλησία  προσφέρει τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου: ἀγάπη, εἰρήνη, μετάνοια, συμπόρευση, ταπείνωση, σιωπή.

      Ἀπομένει στὸν καθένα μας  νὰ πάρουμε τὴ μεγάλη ἀπόφαση,  νὰ ἀλλάξουμε, νὰ δώσουμε νόημα στὴ ζωή μας. Νὰ ἀντιτάξουμε στὴν ἀλαζονεία μας τὴν ταπείνωση, στὴν κατανάλωση τὴν ἐγκράτεια, στὴν ὑποκρισία τὴ γνησιότητα, στὸ ψέμα τὴν ἀλήθεια, στὴν κακία τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσφορά, στὴ μοναξιὰ τὴ χαρὰ, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴ συμπόρευση.

      Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι μία εὐκαιρία γιὰ μία πορεία πρὸς τὸν Παράδεισο, τὸν Παράδεισο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς αἰωνιότητας. Ἐλᾶτε νὰ βροῦμε τὸ χαμένο μας παράδεισο.

    Ἐλᾶτε νὰ βιώσουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστή, νὰ ζήσουμε αὐτὴν τὴν πορεία πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Εἴθε.

π. Μιχαὴλ Βισβίνη

   

    Σανγκρὶ-Λά: σημαίνει, «χαμένος παράδεισος» στὰ Ἰνδικά. Ἕνας ἀρχαῖος ἰνδικὸς μῦθος θέτει τὸν παράδεισο, τὸν χαμένο πλέον ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, κάπου στὰ Ἱμαλάϊα. Ὁ μῦθος λέει ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὸν παράδεισο, ὁ Θεὸς τοῦ παραδείσου, γιὰ νὰ τὸν κρύψει, τὸν σκέπασε μ’  ἐκεῖνα τὰ πανύψηλα βουνὰ τῶν Ἱμαλαΐων.