ΕΝΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΟΔΥΝΗΣ ΚΑΙ ΘΡΙΑΜΒΟΥ

Ἕ­να ὁ­δοι­πο­ρι­κό ὀ­δύ­νης καί θρι­άμ­βου!

Α΄

 

        Ὁ δρό­μος χω­μα­τέ­νιος, στε­νός, ἀ­νη­φο­ρι­κός. Δε­ξι­ά καί ἀ­ρι­στε­ρά τά δέν­τρα λυ­γί­ζουν στό πέ­ρα­σμά τους. Τά βή­μα­τά τους ἀ­κο­λου­θοῦν τίς πα­τη­μα­σιές Ἐ­κεί­νου, πού εἶ­ναι ὁ Δι­δά­σκα­λός τους. Ἡ συν­τρο­φιά τῶν μα­θη­τῶν εἶ­ναι μι­κρή. Δέν συ­ζη­τᾶ­νε, μό­νο ἀ­κοῦ­νε. Ἀ­κοῦ­νε μέ λα­χτά­ρα τήν κά­θε λέ­ξη. Σέ ὑ­πο­βλη­τι­κή σι­γή, μέ πρό­σω­πα συγ­κεν­τρω­μέ­να ἡ ὑ­περ­κό­σμι­α φω­νή Τοῦ Δι­δα­σκά­λου, τούς προ­ει­δο­ποι­εῖ:

        «Ἰ­δού ἀ­να­βαί­νο­μεν εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί πα­ρα­δο­θή­σε­τα­ι ὁ υἱ­ός τοῦ ἀν­θρώ­που…. καί τῇ Τρί­τη ἡ­μέ­ρᾳ ἀ­να­στή­σε­τα­ι» (Μάτθ. κ΄ 17 – 19)

        Εἶ­ναι ὁ λό­γος πού προ­μη­νύ­ει τή Με­γά­λη Θυ­σί­α, τόν φρι­κτό Σταυ­ρό, τό ἑ­κού­σι­ον Πά­θος, ἀλ­λά καί τόν με­γα­λει­ώ­δη Του θρί­αμ­βο. Ἡ Θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, γε­γο­νός μο­να­δι­κό στήν πα­ναν­θρώ­πι­νη Ἱ­στο­ρί­α. Ἡ Σταύ­ρω­σή Του καί ὁ Σταυ­ρός ση­μεῖ­ο ἀν­τι­λε­γό­με­νο μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες. Καί σή­με­ρα, τό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ καί ὁ Σταυ­ρός Του ση­κώ­νουν θύ­ελ­λες καί χω­ρί­ζουν σέ ἀν­τι­μα­χό­με­να στρα­τό­πε­δα τούς ἀν­θρώ­πους.

       Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ἀ­νοί­γει τίς πύ­λες της στή Μ. Ἑ­βδο­μά­δα. Ἄ­ς ἀ­φουγ­κρα­στοῦ­με τά βα­θυ­στό­χα­στα λό­γι­α τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων, τῶν ὕ­μνων, τῶν αἴ­νων, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τίς θαυ­μά­σι­ες καί κα­τα­νυ­κτι­κές ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Μ. Ἑ­βδο­μά­δας.

        Ἄς κα­τα­νυ­χθοῦ­με, ἄς ἀ­νοί­ξου­με τά βά­θη τῆς ψυ­χῆς μας, ἐ­κεῖ πού κρύ­βον­ται ὅ­λα τά ἀν­θρώ­πι­να πά­θη μας, γιά νά δι­εισ­δύ­σει τό θε­ϊ­κό φῶς, νά φω­τι­στο­ῦν ἔ­τσι οἱ σκο­τει­νές γω­νιές της, ἐ­κεῖ ὅ­που τό σκο­τά­δι γί­νε­ται ὅ­λο καί πυ­κνό­τε­ρο. Ἡ με­γάλη θυ­σί­α τοῦ Θε­αν­θρώ­που, πού μᾶς δί­νει ξα­νά τήν εὐ­και­ρί­α, νά κα­θα­ρί­σου­με καί «λαμ­πρύ­νου­με τήν στο­λήν της ψυ­χῆς» μας.

 

Β΄

 

        «Ἰ­δού ἀ­να­βαί­νο­μεν εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα».  Σέ αὐ­τό τό ὁ­δοι­πο­ρι­κό, ποιά πρό­σω­πα θά συ­ναν­τή­σου­με, σέ συ­νάρ­τη­ση πάν­τα μέ τό κο­ρυ­φαῖ­ο πρό­σω­πο τοῦ θεί­ου δρά­μα­τος, τόν Κύ­ρι­ο Ἰ­η­σοῦ, πού ἑ­κου­σί­ως πο­ρεύ­ε­ται πρός τό πά­θος; Ποιά μη­νύ­μα­τα θά πά­ρου­με; Θά ἀ­κού­σου­μέ τούς υἱ­ούς Ζε­βε­δαί­ου νά ζη­τᾶ­νε τά πρω­τεῖ­α. «…δός ἡ­μῖν ἵ­να εἷς ἐκ δε­ξι­ῶν σου καί εἷς ἐξ εὐ­ω­νύ­μων σου κα­θή­σω­μεν  ἐν τῇ δό­ξῃ σου». Καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ:

         «Οὐκ οἴ­δα­τε τί αἰ­τεῖ­σθε… ὅς ἐ­άν θέ­λῃ ὑ­μῶν γε­νέ­σθαι πρῶ­τος, ἔ­στα­ι πάν­των δοῦ­λος….» (Μάρκ. ι 37-38, 43 – 45)

        Ἡ δό­ξα καί τό ἀ­λη­θι­νό με­γα­λεῖ­ο ἔγ­κειν­ται, ὄ­χι στήν πρω­το­κα­θε­δρί­α, στήν κο­σμι­κό­τη­τα, στήν ἀ­λα­ζο­νεί­α, στή λάμ­ψη, ἀλ­λά στήν τα­πει­νή δα­κο­νί­α τοῦ πλη­σί­ον, στήν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­θλι­ό­τη­τας τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας.

        Θά συ­ναν­τή­σου­με στό σπί­τι τοῦ Λα­ζά­ρου, στή Βη­θα­νί­α, τήν ἀ­δελ­φή του, Μα­ρί­α. (Ἰ­ω­άν. ιβ΄ 1-3) Ἀγ­γε­λι­κή μορ­φή. Θυ­μί­α­μα εὐ­γνω­μο­σύ­νης, ἡ καρ­διά της.

        Δί­πλα, ὁ Ἰ­ού­δας δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται «δι­α­τί τοῦ­το τό μύ­ρον οὐκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων καί ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; (Ἰ­ω­άνν. ιβ΄ 5). Ἡ ὕ­λη καί τό πνεῦ­μα. Ἡ προ­σκόλ­λη­ση στό χρῆ­μα ἀ­πό τή μί­α, καί ἡ ἁ­γνή ἀ­γά­πη στόν Ἰ­η­σοῦ ἀ­πό τήν ἄλ­λη. Αὐ­τή εἶ­ναι μιά με­γά­λη μά­χη πού δί­νε­ται μέ­σα στή δι­κή μας καρ­διά.

       Θά συ­ναν­τή­σου­με, ἀ­κό­μη, τήν ἁ­μαρ­τω­λή γυ­ναί­κα, πού μέ ἀ­στα­μά­τη­τα δά­κρυ­α με­τα­νοί­ας ἀ­δει­ά­ζει τό πο­λύ­τι­μο νάρ­δο (μύ­ρο) στά πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ (Μάρκ. ιδ΄ 3). Ξε­χύ­νον­ται γύ­ρω ἀ­ρώ­μα­τα λου­λου­διῶν, ἐ­νῶ τά χεί­λη της δί­νουν τή σφρα­γί­δα τῆς βα­θι­ᾶς με­τά­νοι­άς της. Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι ἡ μό­νη ἄ­ξι­α νά στα­θεῖ μπρο­στά στόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νο πού ἀ­νοί­γει τήν πύ­λη τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

         Στόν κῆ­πο τῆς Γε­σθη­μα­νῆ θά συ­ναν­τή­σου­με τόν Ἰ­η­σοῦ μέ τούς μα­θη­τές Του. Σέ κά­ποια στιγ­μή, παίρ­νει μα­ζί Του «τόν Πέ­τρον καί Ἰ­ά­κω­βον καί Ἰ­ω­άν­νην…. Καί ἤρ­ξαν­το ἀ­δη­μο­νεῖν καί λέ­γειν αὐ­τοῖς…. Μεί­να­τε ὧ­δε καί γρη­γο­ρεῖ­τε.  Καί ὅ­μως, δέν τά κα­τά­φε­ραν παρ’ ὅ­λο πού ὁ Κύ­ρι­ος τούς πα­ρα­κά­λε­σε, στή δύ­σκο­λη ἐ­κεί­νη ὥ­ρα, νά Τοῦ συμ­πα­ρα­στα­θοῦν μέ τήν προ­σευ­χή τους. Τούς κα­τέ­λα­βε ὁ νυ­σταγ­μὀς, ὑ­πέ­κυ­ψαν στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α γιά νά ἀ­κού­σουν μετ’ ὀ­λί­γον, τήν πο­νε­μέ­νη φω­νή τοῦ Δι­δα­σκά­λου τους:

        «Οὐκ ἰ­σχύ­σα­τε μί­αν ὥ­ρα γρη­γο­ρῆ­σαι». (Μάρκ. ιδ΄ 32-38)

Ἐ­νῶ ὁ ἴ­διος, «γε­νό­με­νος ἐν ἀ­γω­νί­α, ἐ­κτε­νέ­στε­ρον προ­σηύ­χε­το» (Λουκ. κβ΄ 44) Ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή θύ­ελ­λα κό­πα­σε πά­νω στό βρά­χο τῆς προ­σευ­χῆς. Ἄ­φη­σε ἔ­τσι ὁ Ἰ­η­σοῦς σέ ὅ­λους μας ὅ­πλο ἀ­κα­τα­νί­κη­το, τήν προ­σευ­χή, ἀ­σπί­δα, μο­να­δι­κή προ­στα­σία.

        Θά συ­ναν­τή­σου­με τόν δοῦ­λο τοῦ Ἀρ­χι­ε­ρέ­α (Ἰ­ω­άν. ἰ­η΄ 22-23), πού γιά νά εἶ­ναι ἀ­ρε­στός στό ἀ­φεν­τι­κό του, ση­κώ­νει τό ἀ­νί­ε­ρο χέ­ρι του νά ρα­πί­σει Ἐ­κεῖ­νον, πού θε­ρά­πευ­ε τά πα­ρά­λυ­τα χέ­ρια. Καί ὁ Ἰ­η­σοῦς, μπρο­στά στήν ἀν­θρώ­πι­νη αὐ­τή κα­τά­πτω­ση καί πό­ρω­ση, δέν ἀν­τα­πο­δί­δει τό ρά­πι­σμα, δέν τόν δι­α­σύ­ρει. Συν­τρί­βει τή θρα­σύ­τη­τα ἤ­ρε­μα μέ ἀ­ξι­ο­πρέ­πει­α.

        Θά συ­ναν­τή­σου­με τόν Πέ­τρο,  δρα­μα­τι­κή μορ­φή. Πέ­ρα­σε καί αὐ­τός τό δι­κό του πά­θος. Ἐ­δο­κι­μά­σθη ἡ πί­στη του στόν Ἰ­η­σοῦ, πι­κρά, «πρίν ἀ­λέ­κτο­ρα φω­νῆ­σαι» ἀ­πό μί­α παι­δί­σκη, στήν αὐ­λή τοῦ Ἀρ­χι­ε­ρέ­α.

Ἀ­λί­μο­νο, ἀρ­νή­θη­κε Αὐ­τόν γιά τόν ὁ­ποῖ­ον εἶ­χε ὁ­μο­λο­γή­σει, «σύ εἶ ὁ Χρι­στός, ὁ υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος». Ὁ Πέ­τρος, ὁ πι­στός μα­θη­τής, ὁ ἀ­πο­φα­σι­στι­κός, πού περ­πά­τη­σε πά­νω στά κύ­μα­τα, τρο­μο­κρα­τή­θη­κε μπρο­στά στή δού­λη – παι­δί­σκη! Ἔ­γι­νε ἕ­να μέ τούς ὑ­πη­ρέ­τες τοῦ Ἀρ­χι­ε­ρέ­α. Πα­γω­μέ­νος, στε­κό­ταν κον­τά στή φω­τιά γιά νά ζε­στα­θεῖ ἀ­πό τή φω­τιά πού εἶ­χαν ἀ­νά­ψει οἱ ἐ­χθροί τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Ὁ φλο­γε­ρός μα­θη­τής, χω­ρίς τό «Φῶς τῆς ζω­ῆς» νά τόν θερ­μαί­νει, εἶ­χε φθά­σει στό χεῖ­λος τῆς ἀ­βύσ­σου. Τί τόν χώ­ρι­ζε ἀ­πό τόν Ἰ­ού­δα;  Μί­α δρα­σκε­λιά, ἀλ­λά ὅ­ταν ὁ Κύ­ρι­ος ἐ­νέ­βλε­ψε τῷ Πέ­τρω καί ὑ­πε­μνή­σθη ὁ Πέ­τρος τοῦ λό­γους τοῦ Κυ­ρί­ου, ὡς εἶ­πεν αὐ­τῶ, ὅ­τι πρίν ἀ­λέ­κτο­ρα φω­νῆ­σαι, ἀ­παρ­νή­ση μέ τρίς», τό­τε, «ἐ­ξελ­θών ἔ­κλαυ­σε πι­κρῶς». (Λούκ. κβ΄ 54 – 62) Μέ μά­τια γε­μά­τα καυ­τά δά­κρυ­α, ἄ­νοι­ξε τήν καρ­διά του σέ εἰ­λι­κρι­νῆ συν­τρι­βή καί με­τά­νοι­α, σέ θερ­μή ἱ­κε­σί­α καί προ­σευ­χή. Σώ­θη­κε ἔ­τσι καί ἀ­πο­κα­τα­στά­θη­κε στή θέ­ση τοῦ Κο­ρυ­φαί­ου!

       Θά συ­ναν­τή­σου­με τόν Πι­λά­το, στό Πραι­τώ­ρι­ο, πού ἐ­νῶ ἡ ψυ­χή του ἀ­να­ζη­τά­ει τήν ἀ­λή­θει­α, καί ρω­τά­ει τόν Ἰ­η­σοῦ, «τί ἐ­στίν ἀ­λή­θει­α» (Ἰ­ω­άν. ιη΄ 38), ὅ­μως, ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α του νά ἀ­ρέ­σει καί στ­ούς ἀν­θρώ­πους, τόν ὁ­δή­γη­σε στ­ούς ἔ­νο­χους συμ­βι­βα­σμούς. Ἐ­νῶ ἀ­κού­ει τή φω­νή τῆς ἀ­λή­θει­ας «πε­ρί δι­καί­ου ἐ­κεί­νου», ὑ­πα­κού­ει, τε­λι­κά,  στή φω­νή τοῦ ὄ­χλου «πε­ρί ἐ­κεί­νου». (Ἰ­ω­άν. ιθ΄  16)

        Ἀ­κό­μη, βου­βές ἀ­πό τόν πό­νο ἀλ­λά «ὄρ­θι­ες» μέ γεν­ναι­ό­τη­τα ψυ­χῆς, στέ­κον­ταν «πα­ρά τῷ στα­υ­ρῷ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἡ μή­τηρ αὐ­τοῦ καί ἡ ἀ­δελ­φή της μη­τρός αὐ­τοῦ Μα­ρί­α ἡ τοῦ Κλω­πᾶ καί Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νή». (Ἰ­ω­άν. ιθ΄ 25) Μέ τή με­γα­λει­ώ­δη αὐ­τή στά­ση τους, μᾶς στέλ­νουν μη­νύ­μα­τα καρ­τε­ρί­ας, ψυ­χι­κῆς ἀν­το­χῆς, πι­στό­τη­τας πρός τόν Κύ­ρι­ον, πού, ὅ­μως, μό­νο ἡ θερ­μή ἀ­γά­πη πρός Αὐ­τόν μπο­ρεῖ νά τά ἐ­ξα­σφα­λί­σει, σέ μᾶς, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς συ­νέ­βη καί μέ τήν Πα­να­γί­α Μη­τέ­ρα Του καί τίς ὑ­πό­λοι­πες ἀ­φο­σι­ω­μέ­νες μα­θή­τρι­ές Του.

 Θά συ­ναν­τή­σου­με καί μί­α ἄλ­λη μορ­φή. Εἶ­ναι ὁ «εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής», ὁ Ἰ­ω­σήφ ἀ­πό Ἀ­ρι­μα­θαί­ας. (Ἰ­ω­άν. ἴθ΄ 38) Αὐ­τός τόλ­μη­σε νά ζη­τή­σει ἀ­πό τόν Πι­λά­το τό σῶ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ καί νά τό ἐν­τα­φι­ά­σει μέ ὅ­λες τίς τι­μές. Ἀ­συμ­βί­βα­στος μέ τίς φω­νές τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἀ­κο­λου­θεῖ θαρ­ρε­τά μό­νο τήν προ­στα­γή τῆς συ­νεί­δη­σής του. Καί ὁ Ἰ­ω­σήφ, ὁ εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, κα­τα­γρά­φε­ται ὡς μί­α θαυ­μά­σι­α μορ­φή, πού δεί­χνει τό δρό­μο τοῦ ψυ­χι­κοῦ με­γα­λεί­ου.

 

Γ΄

 

        «Ἰ­δού ἀ­να­βαί­νο­μεν εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα». Πό­σα πρό­σω­πα συ­ναν­τοῦ­με σέ αὐ­τό τό ὁ­δοι­πο­ρι­κό! Πρό­σω­πα τρα­γι­κά, ἀλ­λά καί πρό­σω­πα ἀ­φο­σι­ω­μέ­να στόν Δι­δά­σκα­λο. Πρό­σω­πα, πού το­πο­θε­τοῦν­τα­ι ἀ­πέ­ναν­τι στόν Θε­άν­θρω­πο Ἰ­η­σοῦ, τό κα­θέ­να ἀ­νά­λο­γα μέ τή δι­κή του ἐ­πι­λο­γή καί εὐ­θύ­νη! Εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να, πού ἀ­γά­πη­σαν ὑ­περ­βο­λι­κά τό χρῆ­μα. Ἐ­κεῖ­να, πού προ­τί­μη­σαν νά ἀ­ρέ­σουν πιό­τε­ρο στ­ούς ἀν­θρώ­πους.  Ἐ­κεῖ­να, πού δέν τόλ­μη­σαν νά δη­λώ­σουν τήν πί­στη τους, ἀλ­λά καί ἐ­κεῖ­να πού μέ τήν ἀν­θρω­πιά τους, τό θάρ­ρος τους, τή σε­μνό­τη­τά τους, μέ τήν ἀ­φο­σί­ω­σή τους στόν Κύ­ρι­ο, μέ τήν ἀ­γά­πη τους, τή με­τά­νοι­ά τους, δεί­χνουν πό­σο ὡ­ραῖ­ες ψυ­χές εἶ­ναι! Εἶ­ναι οἱ ἄν­θρω­ποι πού, ἀ­νε­βαί­νον­τας τήν ἀ­νη­φό­ρα τῆς ζω­ῆς, ἀ­γω­νί­ζον­ται νά φθά­σουν στήν κο­ρυ­φή, στήν Ἀ­νά­στα­ση!

         Φυ­σι­κά, τά συγ­κλο­νι­στι­κά καί καί­ρι­α μη­νύ­μα­τα τά παίρ­νου­με μέ­σα ἀ­πό τά σε­πτά πά­θη τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Μη­νύ­μα­τα καί μα­θή­μα­τα ἀ­γά­πης, δι­α­κο­νί­ας, τα­πεί­νω­σης, γεν­ναι­ό­τη­τας, συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας, πρα­ό­τη­τας, μα­κρο­θυ­μί­ας, προ­σευ­χῆς, θυ­σί­ας.

        Δευ­τε­ρευ­όν­τως, ὅ­μως, μπο­ροῦ­με νά δι­δα­χθοῦ­με καί ἀ­πό τή στά­ση τῶν προ­σώ­πων, πού προ­α­να­φέ­ρα­με, τό­σο ἀ­πό τή θε­τι­κή ὅ­σο καί ἀ­πό τήν ἀρ­νη­τι­κή τους συμ­πε­ρι­φο­ρά ἀ­πέ­ναν­τι στόν ἑ­κου­σί­ως πρός τό Πά­θος πο­ρευ­ό­με­νον Σω­τή­ρα καί Λυ­τρω­τή μας.

Δ΄

 

        «Ἰ­δού ἀ­να­βαί­νο­μεν….» Ὁ Ἰ­η­σοῦς ζη­τά­ει ἀπ’ αὐ­τούς πού βρί­σκον­ταν κον­τά Του νά προ­σέ­ξουν. Νά προ­σέ­ξουν μήν τυ­χόν ὁ ἐν­θου­σι­α­σμός καί ὁ ζῆ­λος τους δέν τούς ἀ­φή­σει νά κα­τά­λα­βουν ὅ­τι φτά­νουν πιά στήν πό­λη τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου Του καί τῆς μαρ­τυ­ρί­ας Του.

        «Ἰ­δού», ἄς προ­σέ­ξου­με, ἡ κά­θε μιά μας, ὁ κά­θε πι­στός, ὅ­λοι μας, μή­πως καί ἐ­μεῖς τήν ὥ­ρα τῶν κό­πων, τῶν θλί­ψε­ων, τῶν δο­κι­μα­σι­ῶν, τῶν θυ­σι­ῶν, ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με τήν πο­ρεί­α μας μα­ζί μέ τόν Χρι­στό.

        «Ἰ­δού». Τώ­ρα πού βρι­σκό­μα­στε σέ δύ­σκο­λη, τυ­χόν, ὥ­ρα καί μᾶς κυ­κλώ­νει ὁ πει­ρα­σμός, πρῶ­τα ἄς κοι­τά­ξου­με τό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στο­ῦ, τό Στα­υ­ρό Του καί με­τά νά ἀν­τι­δρά­σου­με, νά ἐ­λέγ­ξου­με τίς κι­νή­σεις τῆς καρ­διᾶς μας. Νά κα­τευ­θύ­νου­με τό λο­γι­σμό μας, τά συ­ναι­σθή­μα­τά μας, τά λό­γι­α καί τίς πρά­ξεις μας σύμ­φω­να μέ τή δι­κή Του προ­τρο­πή, τό δι­κό Του θέ­λη­μα. Ἔ­χον­τας, πάν­τα τήν ἐ­πί­γνω­ση τῆς δι­κῆς μας ὀ­λι­γο­πι­στί­ας καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας ἀ­νε­πάρ­κει­ας.

        Καί πα­ράλ­λη­λα, «ἰ­δού», ἡ ἄ­βυσ­σος τῆς ἀ­γά­πης, τοῦ ἐ­λέ­ους καί τῆς Χά­ρης, πού χα­ρί­ζε­ται, μέ τό ἑ­κού­σι­ο Πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου καί Θε­οῦ μας, στόν κά­θε ἄν­θρω­πο, πού Τόν πι­στεύ­ει, τόν ἀ­γα­πᾶ καί προ­σπα­θεῖ νά βα­δί­ζει ἐ­πί τά ἴ­χνη Του!

 

Ε΄

 

Κύ­ρι­ε, γέ­μι­σε ἡ ζω­ή μας πό­νο, θλί­ψεις, φό­βο.

Ἡ ὀ­λι­γο­πι­στί­α νε­κρώ­νει τήν καρ­διά μας.

Ἡ θέ­λη­σή μας πα­ρα­λύ­ει.

Τό ἀ­νέ­σπε­ρο φῶς Σου χά­νε­ται ἀ­πό τά μά­τια μας.

Πό­σες μι­κρό­τη­τες θο­λώ­νουν τή σκέ­ψη μας, μο­λύ­νουν τήν ψυ­χή μας!

Ἐ­σύ ἀ­νέ­βη­κες στό Στα­υ­ρό  γιά χά­ρη μας. Σέ εὐ­γνω­μο­νοῦ­με!

Κά­νε, Κύ­ρι­ε, νά μεί­νου­με κά­τω ἀ­πό τό Στα­υ­ρό Σου.

Νά σταυ­ρώ­σου­με τά πά­θη μας.

Νά με­τα­νο­ή­σου­με.

Νά μεί­νου­με κον­τά Σου, γιά πάν­τα. Ἰ­δι­αί­τε­ρα, στίς ὧ­ρες τοῦ πό­νου καί τῆς δο­κι­μα­σί­ας.

Νά φθά­σου­με μα­ζί Σου στήν Ἀ­νά­στα­ση.

Νά βο­η­θή­σου­με μέ τή βι­ο­τή μας καί τούς ἀρ­νη­τές Σου, νά αἰ­σθαν­θοῦν τί χά­νουν μα­κρι­ά ἀ­πό Σέ­να.

Ἀ­μήν.

 

Βι­βλι­ο­γρα­φί­α

 «Σκη­νές ἀ­πό τό Πά­θος», Κων. Κούρ­κου­λα.

«Ζω­ή», Σε­πτ. 2006

                                                                ΚΥΚΛΟΙ ΜΗΤΕΡΩΝ  «Ο ΑΠΟΣΤOΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ»