Υπέρογκες αρχιτεκτονικές, Λαρίων, Φαμαγκούστα,
Μπουφαβέντο, σχεδόν σκηνικά.
Ήμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς
το Ιησούς Χριστός νικά
που είδαμε κάποτε στα τείχη της Βασιλεύουσας
τα φαγωμένα από γυφτοτσάντιρα και στεγνά χορτάρια
με τους μεγάλους πύργους κατάχαμα
σαν ενός δυνατού που έχασε, τα ριγμένα ζάρια.
Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος
για την πίστη του Χριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου
καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού
που είχε στα μάτια ψηφιδωτό
τον καημό της Ρωμηοσύνης
εκείνου του πέλαγου τον καημό
σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.
(Γ. Σεφέρης)
Δώδεκα χρόνια(!) μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ πολλαπλασιάζονται γύρω μας οι ενδείξεις μιας βαθύτατης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Παρά τις παχυλές μεταβιβάσεις πόρων από την Κοινότητα, η Ελλάδα δείχνει να απομακρύνεται παρά να πλησιάζει προς τους εταίρους της. Μέχρι στιγμής, η ελληνική πολιτική αντίδραση σ’ αυτή τη διαπίστωση περιορίζεται στην προσπάθεια για όσο το δυνατό μεγαλύτερη εκταμίευση χρημάτων από την ΕΟΚ. Κυριαρχεί, δηλαδή, η άποψη πώς πρόκειται καθαρά για πρόβλημα άνισης ανάπτυξης το οποίο θα λυθεί μόλις εισρεύσουν ικανά κεφάλαια και τεχνογνωσία από την Κοινότητα.
Η γνώμη μας είναι πώς η ελληνική κρίση είναι διαφορετικής μορφής. Πρόκειται περισσότερο για μια συνολική εθνική κρίση ταυτότητας, όπου η διαφαινόμενη επικράτηση ενός αλλότριου πολιτισμού προκαλεί σπασμωδικές και ανεξέλεγκτες ατομικές αντιδράσεις, πέρα από κάθε ηθικό πλαίσιο και κάθε ιεραρχική δομή. Οι μεταβιβάσεις πόρων δεν πρόκειται να επιλύσουν κανένα πρόβλημα (ούτε καν το στενά οικονομικό), αν δεν προηγηθεί μια συνειδητοποίηση της ταυτότητάς μας, των πολιτιστικών αιτίων που μας διαφοροποιούν από την ΕΟΚ και που ακυρώνουν τις συνήθεις συνταγές για υπέρβαση της κρίσης. Αλλιώς, η Ελλάδα θα αναζητάει συνεχώς “κατανόηση” για τα προβλήματά της, ενώ οι κοινοτικοί εταίροι θα αγανακτούν για τη μη συμμόρφωσή μας προς τις οδηγίες τους.
Κατά την άποψή μας, η κρίση που βλέπουμε σήμερα δεν είναι παρά η κατάληξη μιας μακραίωνης αναμέτρησης δύο κόσμων, δύο πολιτισμών, δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τη ζωή. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει στις μέρες μας η τάση να υποβαθμίζουμε τις ιστορικές διαφορές ελληνισμού και Δύσης καθώς προσπαθούμε να τονίσουμε την “κοινή ευρωπαϊκή κληρονομιά” που δήθεν δένει τους λαούς της ΕΟΚ. Η αποδοχή, για παράδειγμα, της Συνθήκης του Μάαστριχτ – ερήμην του απληροφόρητου ελληνικού λαού – συνοδεύτηκε από έναν προπαγανδιστικό βομβαρδισμό με κεντρικό μήνυμα το ότι η Ελλάδα “επιτέλους” ξαναβρίσκει τον προορισμό της μέσα στην Ευρώπη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κάθε άποψη που έρχεται σε αντίθεση με το ιδεολόγημα της ενιαίας ευρωπαϊκής ιδέας και υπενθυμίζει την ιστορική αντίθεση Ελλάδας – Δυτικής Ευρώπης είναι ασφαλώς καταδικασμένη να τεθεί στο περιθώριο στα χρόνια που έρχονται.
Το δρόμο για την αποδοχή αυτής της ουδετεροποιημένης θεώρησης της Ιστορίας τον έχουν ανοίξει εδώ και δυο αιώνες ορισμένοι δυτικοσπουδαγμένοι Έλληνες λόγιοι που επέβαλαν στο λαό μας μια αντίληψη της ζωής και της Ιστορίας αντίθετη με αυτήν που ο ίδιος ο λαός είχε διατηρήσει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η συστηματική αλλοίωση της πολιτιστικής μας φυσιογνωμίας έχει φτάσει σήμερα στο ακραίο στάδιο σχιζοφρένειας. Βλέπουμε και αναλύουμε τον εαυτό μας, την Ιστορία μας, τη θρησκεία μας μέσα από τη δυτική άποψη για τον εαυτό μας, την Ιστορία μας, τη θρησκεία μας… Κοιταζόματε δηλαδή σ’ ένα καθρέφτη που δεν δείχνει εμάς αλλά μια ζωγραφιά του εαυτού μας, φτιαγμένη από τους δυτικοευρωπαίους. Είναι αναπόφευκτο να μη μπορούμε να διορθώσουμε τα αληθινά μας προβλήματα, αφού ούτε καν τα αναγνωρίζουμε στον παραμορφωτικό καθρέφτη μας.
Αποτέλεσμα αυτής της παραμόρφωσης, αλλά και απόδειξη της πολιτιστικής διαφοράς μας, είναι οι συνεχείς παρεξηγήσεις σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Έτσι, οι νεοέλληνες κολακεύονται ακούγοντας επίσημους ξένους να υμνούν τον τόπο που γέννησε τη δημοκρατία, τη φιλοσοφία, κλπ., και θέλουν να αγνοούν ότι την ίδια ώρα οι ίδιοι ξένοι θεωρούν τη σημερινή Ελλάδα ως μια παρηκμασμένη χώρα-όνειδος για την Ευρώπη. Ενώ οι νεοέλληνες θέλουν να καυχιούνται ότι ανήκουν στη Δύση, οι δυτικοευρωπαίοι μας αντικρίζουν ως ένα ενοχλητικό υπόλειμμα Ανατολής μέσα στην Κοινότητά τους.
Αυτές οι παρεξηγήσεις συχνά οδηγούν σε σημαντικά εθνικά προβλήματα, μέχρι και εθνικές καταστροφές, όταν οι νεοέλληνες αδυνατούν να κατανοήσουν την αντίδραση των ευρωπαίων σε “δίκαια” εθνικά αιτήματα. Έτσι ως κράτος βρισκόμαστε συνεχώς προ εκπλήξεων με τη στάση των ξένων άλλοτε για τη Μεγάλη Ιδέα, άλλοτε για τη Μικρασιατική καταστροφή, άλλοτε για το Κυπριακό και, εντελώς πρόσφατα, για το “Μακεδονικό”. Κατά τη γνώμη μας, είναι δυστυχώς αναπόφευκτο η αυξανόμενη σήμερα εθνικιστική ένταση στην Ευρώπη να μας προσφέρει και νέες εκπλήξεις στο μέλλον εξαιτίας των λαθεμένων προσδοκιών μας από τους ξένους. Ήδη μέσα στα δυο τελευταία χρόνια γίναμε μάρτυρες ενός απίστευτου (για κοινοτικούς “εταίρους”) ανθελληνικού μένους στα δημοσιεύματα του δυτικού Τύπου. Και, σε ό,τι αφορά τους δυτικοευρωπαίους, είναι φυσικό αυτοί να έχουν τις όποιες απόψεις τους. Το πρόβλημα είναι η δική μας άγνοια για το διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο από το οποίο αυτοί κρίνουν τα πράγματα.
Η εργασία μας αποτελεί μια προσπάθεια να εντοπιστεί ιστορικά η προέλευση της διαφορετικής οπτικής γωνίας με την οποία βλέπουν την Ελλάδα και την Ευρώπη οι Έλληνες και οι Δυτικοί. Ορισμένα πολύ σημαντικά προβλήματα της εθνικής μας ταυτότητας δεν μπορούν να απαντηθούν, αν δεν έχουμε υπόψη μας τις ρίζες των ιστορικών διαφορών μας με τη Δύση.
Ένα παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι, όπως είπαμε, η γνώμη που έχουν οι δυτικοί για τη σημερινή Ελλάδα. Γνώμη βαθύτατα περιφρονητική, όπως έχουν την ευκαιρία να διαπιστώνουν καθημερινά εκατομμύρια συμπατριώτες μας στο εξωτερικό. Οι νεοέλληνες πιστεύουν ότι αυτή η γνώμη έχει ίσως τη ρίζα της στην Τουρκοκρατία, όταν οι ξένοι περιηγητές διαπίστωναν από πρώτο χέρι τη φοβερή καθυστέρηση των ραγιάδων σε σχέση με τη Δύση. Στο βαθμό που η Ελλάδα κουβαλάει ακόμη κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, οι δυτικοί διατηρούν μια περιφρονητική στάση απέναντί της.
Η αντίληψη αυτή είναι εντελώς λαθεμένη και αστήρικτη ιστορικά. Η γνώμη των δυτικών για την Ελλάδα δε σχηματίστηκε κατά την Τουρκοκρατία. Η ίδια περιφρόνηση παρατηρείται κατά τους τελευταίους αιώνες πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν η Λατινική εκκλησία είχε αποδυθεί σε ολομέτωπο αγώνα εκλατινισμού (τόσο θρησκευτικού όσο και γλωσσικού) των Ρωμηών. Την ίδια περιφρόνηση συναντάμε απροκάλυπτη κατά την εποχή των Σταυροφοριών. Κι αν θέλουμε να αναζητήσουμε τις πραγματικές ρίζες της πρέπει να φτάσουμε στην αρχή της μεσαιωνικής περιόδου, στους αιώνες από τον 5ο ως τον 9ο, όταν διαμορφώνεται για πρώτη φορά ως έννοια η “Δυτική Ευρώπη”. Επομένως, η περιφρόνηση των δυτικών δεν προέρχεται από τη σημερινή “ανωτερότητα” του δυτικού πολιτισμού, αλλά από ιστορικές διαφορές που υπήρχαν ακόμη κι όταν οι δυτικοευρωπαίοι ζούσαν στα σκοτάδια της μεσαιωνικής βαρβαρότητας.
Ένα δεύτερο παράδειγμα προβλήματος το οποίο δεν μπορεί να απαντηθεί αν δεν ερευνηθεί η ιστορική αιτία της διαφοράς μας με τη Δύση, είναι το γνωστό δίλημμα για το αν η Ελλάδα ανήκει (εννοείται πολιτιστικά) στην “Ανατολή” ή στη “Δύση”. <1> Κατά τη γνώμη μας οι σχετικές συζητήσεις συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη τους ορισμένα θεμελιώδη ιστορικά δεδομένα. Όπως θα δούμε, η Δυτική Ευρώπη γεννήθηκε, κατά τον 5ο έως 8ο αιώνα, μέσα από τη σύγκρουση των βαρβαρικών γερμανικών φυλών με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, αποκλειστικός φορέας του οποίου ήταν τότε η λεγόμενη “Βυζαντινή” Αυτοκρατορία. Η δυτικοευρωπαϊκή συνείδηση σχηματίζεται μέσα από την αντιπαράθεση με την Κωνσταντινούπολη και ορίζεται απ’ αυτήν. Δυτικοευρωπαίος από τότε και ύστερα είναι όποιος δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος, όποιος δεν αισθάνεται ότι ανήκει στην Οικουμενική Χριστιανική Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, όποιος δεν ασπάζεται τον πολιτισμό που προήλθε από τη σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Αν δεχτούμε αυτή τη βασική ιστορική θέση, παύουν να έχουν αξία οποιεσδήποτε συζητήσεις για τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη, στη Δύση, στην Ανατολή. Για τους Ευρωπαίους, η Ελλάδα εξ ορισμού δεν ανήκει στην Ευρώπη τους, αφού είναι η κληρονόμος της αντίπαλης παράδοσης, του αντίπαλου πολιτισμού τον οποίο χρειάστηκε να πολεμήσουν σκληρά οι ίδιοι ώστε να γίνουν αυτό που είναι σήμερα. Ας μη ξεχνάμε ότι η ευρωπαϊκή μεσαιωνική ιστορία από το 800 ως το 1400 είναι μια συνεχής σύγκρουση Λατίνων και “Βυζαντινών”. Αλλά και σήμερα, οι επίκαιρες συζητήσεις περί της “κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς” δεν περιλαμβάνουν στοιχεία της ρωμαίικης παράδοσής μας. Αντίθετα, τα κατάλοιπα αυτής της παράδοσης θεωρούνται αναχρονιστικά εμπόδια για την ολοκλήρωση της νέας πολιτιστικής φυσιογνωμίας της Ευρώπης.
Για τους Έλληνες, από την άλλη, δεν έχει νόημα να ταυτίζονται είτε με την Ανατολή είτε με τη Δύση, αφού αυτές οι έννοιες ορίζονται σε (αντιθετική) σχέση με την Ελλάδα: η Δύση υπάρχει, με την πολιτιστική έννοια, επειδή πολέμησε και εξαφάνισε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό (αλλιώς όλη η Ευρώπη θα ήταν ακόμη μια ρωμαίικη επαρχία). Η Ανατολή υπήρξε πάντοτε κάτι διαφορετικό από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, αν και επηρεάστηκε βαθύτατα απ’ αυτόν κατά το Μεσαίωνα. Το συμπέρασμα είναι ότι, ιστορικά, τόσο η Δύση όσο και η Ανατολή ορίζονται σε σχέση με την Ελλάδα, και όχι το αντίστροφο. Αυτό συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι οι Έλληνες υπήρξαν επί 1800 τουλάχιστο χρόνια (από το 600 π.Χ. μέχρι το 1200 μ.Χ.) το αναμφισβήτητα πιο πολιτισμένο έθνος στην Ευρώπη. Επομένως αυτό που συνέβαινε ήταν ότι οι άλλοι λαοί που έρχονταν σε επαφή μαζί μας έπρεπε να πάρουν θέση και να δεχθούν ή να απορρίψουν τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού.
Το ιστορικό πλαίσιο που προτείνουμε εδώ βοηθάει στην κατανόηση ορισμένων προβλημάτων και παρεξηγήσεων που αλλιώς παραμένουν δυσερμήνευτα. Ένα χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η περιβόητη “Ιστορία της Ευρώπης” του Ντυροζέλ που προκάλεσε πολλαπλές αντιδράσεις στη χώρα μας. Αιτία η απουσία της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου από την ευρωπαϊκή Ιστορία. Για τους Έλληνες είναι αυτονόητο ότι η αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο αποτελούν θεμελιώδεις παράγοντες στη διαμόρφωση της Ευρώπης. Για τους ξένους όμως, η Ευρώπη αρχίζει από τη στιγμή που εμφανίζονται οι ίδιοι στο προσκήνιο, δηλαδή από τον 4ο μ.Χ. αιώνα με τις εισβολές των Γερμανικών φύλων στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.<2> Η όλη “ευρωπαϊκή ιδέα”, που τόσο διαφημίζεται στις μέρες μας δεν αποτελεί παρά την προσπάθεια επανένωσης των απογόνων εκείνων των γερμανικών φύλων. Σ’ αυτό το σχήμα δεν είναι πολύ φανερό το γιατί η Ελλάδα ή το “Βυζάντιο” ανήκουν στην “Ευρώπη”. Ίσα-ίσα, η όλη πορεία της Ευρώπης μετά τον 4ο αιώνα δεν ήταν παρά η επέκταση των “Ευρωπαίων” (δηλαδή των βαρβάρων) σε βάρος των “Βυζαντινών” (δηλαδή των Ρωμαίων). Οι δυτικοί ιστορικοί προσπαθούν βέβαια να μας πείσουν ότι Ρωμαίοι και βάρβαροι συγχωνεύτηκαν και έτσι δημιουργήθηκε ο σημερινός δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός. Η άποψη αυτή αποτελεί μια ενσυνείδητη παραποίηση της Ιστορίας την οποία έχουν επιβάλει οι δυτικοί για να αμνηστεύσουν τα εγκλήματα των προγόνων τους και ταυτόχρονα να οικειοποιηθούν τα επιτεύγματα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Η άποψη Ντυροζέλ ήταν “αιρετική” μόνο στο ότι αγνοούσε την αρχαία Ελλάδα. Η παράλειψη του Βυζαντίου είναι κοινός τόπος στις δυτικές ιστορίες της Ευρώπης. Ως ένα από τα αμέτρητα παραδείγματα ας αναφέρουμε την πρόσφατη (1980) πολύτομη γαλλική “Γενική Ιστορία της Ευρώπης” (επιμέλεια G.Livet και R.Mousnier, έκδοση των Presses Universitaires de France) που κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το 1990 από τις εκδόσεις Παπαζήση. Την ελληνική έκδοση μάλιστα προλογίζει ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Γ. Βλάχος, ο οποίος εκφράζει την κατάπληξή του για την απουσία του Βυζαντίου. Αλλά ποιά κατάπληξη; για οποιονδήποτε έχει ζήσει στο εξωτερικό, είναι γνωστό ότι για τους δυτικούς η μεσαιωνική και νεώτερη Ελλάδα δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτό που ονομάζεται “Ευρώπη”. Ακόμη κι όταν λόγοι “ευγένειας” και “πολιτιστικού πλουραλισμού” επιβάλλουν να συμπεριληφθεί το Βυζάντιο σε τέτοιες εκδόσεις, ο ρόλος του είναι καθαρά περιφερειακός, σαν να επρόκειτο για κάποιο ασήμαντο δουκάτο της Ανατολής και όχι για την επί αιώνες σημαντικότερη πολιτική και πολιτιστική δύναμη της Ευρώπης. Δυστυχώς η μακραίωνη έχθρα της Δύσης εναντίον των Ρωμηών του μεσαίωνα δεν της επιτρέπει ακόμη και σήμερα να δει αντικειμενικά ένα τόσο “ακίνδυνο” θέμα όπως η μεσαιωνική Ιστορία.
Ως τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα ας αναφέρουμε το συλλογικό έργο “Handbuch der Εuropaischen Geschichte” του εκδοτικού οίκου Ernst Klert-Cotta της Στουτγάρδης με γενικό εκδότη τον Theodore Schieder που παρουσιάζει την ευρωπαϊκή Ιστορία από την ύστερη αρχαιότητα ως σήμερα σε εφτά ογκώδεις τόμους. Στον πρώτο τόμο (κυκλοφόρησε το 1976) ο εκδότης βεβαιώνει ότι το έργο δεν περιορίζεται στη δυτική και κεντρική Ευρώπη, αλλά επεκτείνεται και στην ανατολική για να συμπεριλάβει το σλαβικό και τον ελληνορθόδοξο κόσμο. Κι ωστόσο, ο πρώτος τόμος που καλύπτει την εποχή από το 400 μ.Χ. μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα αφιερώνει μόλις 81 από τις 1061 σελίδες του στο Βυζάντιο. Εφτά αιώνες Βυζαντινής Ιστορίας καλύπτουν όσο και η εξέταση της οργάνωσης των βαρβαρικών φυλών κατά τον 5ο αιώνα (75 σελίδες)!
<3>Νομίζουμε ότι τα σχόλια περιττεύουν μπροστά σ’ αυτά τα παραδείγματα. Πρέπει να είναι κανείς τυφλός για να μην αντιλαμβάνεται ποιά είναι η ευρωπαϊκή άποψη για μας, για την Ιστορία μας, για την παράδοσή μας. αντί να προσπαθούμε με κομπλεξικές διαμαρτυρίες και ανακοινώσεις να πείσουμε τους δυτικοευρωπαίους να συμπεριλάβουν και μας στην Ιστορία τους, θα έπρεπε, με αφορμή τον Ντυροζέλ, να αρπάξουμε αυτή τη σπάνια εκδήλωση ειλικρίνειας εκ μέρους τους. Θα έπρεπε επιτέλους να αντιληφθούμε ότι ως λαοί, αλλά και ως πολιτισμοί, ο ελληνικός και ο δυτικοευρωπαϊκός βρίσκονται σε σύγκρουση από την εποχή που πρωτοεμφανίζονται οι δυτικοευρωπαίοι τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Δεν είναι επομένως καθόλου παράξενο το ότι κάποια βιβλία εκφράζουν αυτό που υπάρχει στη συνείδηση κάθε δυτικοευρωπαίου.<4> Ο Ντυροζέλ θα μπορούσε να γίνει η αφορμή για να σκεφτούμε πιο σοβαρά ποια είναι η δική μας θέση απέναντι σ’ έναν πολιτισμό κατ’ εξοχήν εχθρικό, κατ’ εξοχήν αντιρωμαίικο. Έναν πολιτισμό που προσπαθεί να επιβάλλει έναν παγκόσμιο τύπο ανθρώπου, εξαφανίζοντας τη μνήμη και τη στάση ζωής κάθε διαφορετικού λαού, μαζί και του ελληνικού.
Η εργασία μας προσπαθεί να αναδείξει ορισμένες από τις ιστορικές αιτίες της διάστασης ελληνισμού και Δύσης, τονίζοντας αυτές που συνήθως παραγνωρίζονται ή παραποιούνται στην “επίσημη” ευρωπαϊκή (αλλά και ελληνική) ιστοριογραφία. Θεωρούμε περιττό να αναφερθούμε στις πολιτιστικές διαφορές καθαυτές. Αυτές έχουν περιγραφεί με έξοχο τρόπο από ορισμένα από τα πιο λαμπρά πνεύματα που γέννησε η χώρα μας τα τελευταία εκατό χρόνια, κι έχουν αποτυπωθεί στο έργο ζωής ενός Περ. Γιαννόπουλου, ενός Γ. Σεφέρη, ενός Φ. Κόντογλου.
Η μελέτη μας είναι, λοιπόν, καθαρά ιστορική. Το πρώτο τμήμα είναι αφιερωμένο στο ξεκαθάρισμα της σύγχυσης που έχει προκληθεί γύρω από την εθνική μας ονομασία. Τα τελευταία 1500 χρόνια έχουμε αποκληθεί με τέσσερα διαφορετικά ονόματα (Ρωμηοί, Γραικοί, Βυζαντινοί, Έλληνες). Οι λόγοι αυτής της σύγχυσης δεν προήλθαν από το λαό μας, που πάντοτε γνώριζε το ένα και μοναδικό όνομά του σε όλους αυτούς τους αιώνες. Προήλθαν από τους δυτικοευρωπαίους εχθρούς μας που επινόησαν διάφορα ονόματα για να μας αποκόψουν από την εθνική μας συνέχεια. Οι ονομασίες χρησιμοποιήθηκαν ως ιδεολογικά μέσα για την εξόντωση του ελληνισμού.
Στο δεύτερο τμήμα εξετάζουμε το σχηματισμό της “ρωμαίικης εθνικής συνείδησης”, η οποία διαφέρει ριζικά από τις φυλετικές εθνικές ιδεολογίες των δυτικών χωρών, ξεκινώντας από την εποχή που τα γερμανικά φύλα εισβάλλουν στη δυτική Ευρώπη. Οι δύο συνιστώσες αυτής της συνείδησης είναι η υπερεθνική μορφή του κράτους και ο Χριστιανισμός. Η κατανόηση της ρωμαίικης εθνικής ιδεολογίας αποτελεί απαραίτητο βήμα για την κατανόηση της ιδιαιτερότητας της Ρωμηοσύνης απέναντι στη Δύση.
Παρουσιάζουμε, επίσης, ορισμένα προβλήματα των “Σκοτεινών Χρόνων” (7ος-8ος αιώνας), οπότε σημειώνεται μια μεγάλη ρήξη στην ευρωπαϊκή Ιστορία: ένας βαρβαρικός λαός, οι Φράγκοι, ξεκινάει μια συνειδητή προσπάθεια παραποίησης της Ιστορίας με σκοπό να οικειοποιηθεί τον Ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο. Από εκείνη τη στιγμή, όπως θα δούμε, η δυτική Ευρώπη κάνει την επιλογή της άρνησης και της σύγκρουσης με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Μέσα απ’ αυτή τη σύγκρουση αποχτάει η “Ευρώπη” για πρώτη φορά την αυτοσυνειδησία της και γεννιέται ως ξεχωριστό φαινόμενο ο δυτικός πολιτισμός. Στη ρήξη αυτή βρίσκονται οι πηγές της διάστασής μας με τους δυτικοευρωπαίους.
Από τον 9ο αιώνα και μετά, η Ρωμηοσύνη και η Δύση ακολούθησαν αποκλίνουσες πορείες, καθώς η Δύση εκδήλωσε το θανάσιμο μίσος της για κάθε τι ρωμαίικο. Οι εξωτερικές εκφράσεις αυτού του μίσους (Σχίσμα, “σταυροφορίες”, Φραγκοκρατία, κλπ.) υπήρξαν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τους προγόνους μας και σημάδεψαν τον προσανατολισμό της Ρωμηοσύνης. Μια αναλυτική περιγραφή αυτής της περιόδου, όμως, βρίσκεται έξω από τα όρια της μελέτης μας. Αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ είναι η διερεύνηση της πρωταρχικής ρήξης, της πηγής των συγκρούσεων που ακολούθησαν.
Για τον ενήμερο αναγνώστη θα γίνει αμέσως φανερό ότι η μελέτη μας οφείλει τα μέγιστα στο πρωτοποριακό έργο του πατρός Ι. Ρωμανίδη “Ρωμηοσύνη”. Η γνώμη μας είναι ότι, για διάφορους λόγους, η “Ρωμηοσύνη” δεν έχει προσεγγίσει όσους αναγνώστες θα μπορούσε. Πάντως, επειδή οι απόψεις του Ρωμανίδη είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες, προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε σε μια ανεξάρτητη ανάγνωση ορισμένων πηγών για να εξακριβώσουμε σε ποιά σημεία επιβεβαιώνονται. Έτσι, όπου είχαμε τη δυνατότητα ελέγχου των πηγών το κάναμε, χωρίς να χρειάζεται να παραπέμψουμε στον Ρωμανίδη. Το συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνά μας βρίσκεται σε σχεδόν απόλυτη συμφωνία με τα συμπεράσματα του Ρωμανίδη.
Θα μπορούσε να αντιπαρατηρήσει κάποιος ότι, όποιο κι αν είναι το συμπέρασμα μιας ιστορικής μελέτης, όλα αυτά λίγη σχέση έχουν με τα καυτά σημερινά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Εμείς διαφωνούμε μ’ αυτή την άποψη. Πιστεύουμε, κατ’ αρχήν, ότι η Ιστορία προσφέρει απαντήσεις σε ερωτήματα που αντιμετωπίζουμε και σήμερα, επειδή ακριβώς τα ίδια ερωτήματα έχουν τεθεί και κατά το παρελθόν. Το όλο πρόβλημα Ελλάδας-Δύσης είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προβλήματος που υφίσταται εδώ και 1500 χρόνια. Ιδιαίτερα σε περιόδους όξυνσης των εθνικών μας κινδύνων καταντάει αυτοκαταστροφικό το να μην έχουμε συναίσθηση της βαθιάς πολιτιστικής αντιπαλότητας που χαρακτηρίζει τα αισθήματα των δυτικών απέναντί μας. Πέρα απ’ αυτό όμως, η ιστορική γνώση διαπλάθει και το όραμα που έχουμε για το μέλλον. Η εντύπωση που έχουμε για την αρχαία Ελλάδα, για το Βυζάντιο ή για τη δυτικοευρωπαϊκή Ιστορία καθορίζει, συνειδητά ή υποσυνείδητα, το τί είδους κοινωνία οραματιζόματε. Ίσως αυτό να εννοεί και ο Σεφέρης όταν λέει πώς “σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον”.<5> Ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσουμε τα σημερινά μας προβλήματα είναι να ξαναβρούμε τη χαμένη ιστορική μας μνήμη και να έρθουμε έτσι πάλι σε επαφή με αυτό που πραγματικά είμαστε, με αυτό που πραγματικά αγαπά η ψυχή μας. Και τότε θα διαπιστώσουμε πως, όσο κι αν προσπαθούμε να το αρνηθούμε, πιστεύοντας ότι είμαστε ένα με τους δυτικοευρωπαίους, η καθημερινή μας ζωή, οι χαρές, οι πίκρες, οι ελπίδες, τα γλέντια και οι απογοητεύσεις μας είναι όλα διαποτισμένα από ένα αίσθημα αποκλειστικά δικό μας, άγνωστο στους δυτικούς, που μπορεί και να ονομάζεται “καημός της Ρωμηοσύνης”….
Α. Μ.