ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ 24-03-2010

Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ

 

ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥΣ ΓΕΝΟΥΣ

          Ἑορτὴ μεγάλη σήμερα, ἀδελφοί μου, ἑορτὴ παγχαρμόσυνος. «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Χαίρουν τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια. Ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς, κατὰ τὸν ἅγιο Πρόκλο Κων/λεως, «ἡ ἁγία Θεοτόκος καὶ Παρθένος Μαρία, τὸ ἀμόλυντο κειμήλιο τῆς παρθενίας, ὁ λογικὸς παράδεισος τοῦ δευτέρου Ἀδάμ, τὸ ἐργαστήριο τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, τὸ σωτήριον συνάλλαγμα, ὁ νυμφικὸς θάλαμος, στὸν ὁποῖον ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ νυμφεύτηκε τὴν σάρκα (τὴν ἀνθρώπινη φύση μας)».

         Χαίρει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ πανηγυρίζει γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, γιατί μὲ αὐτὸν ἄρχισε νὰ ἀπολαμβάνει τὶς μεγάλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, δι’ αὐτοῦ ἡ προαιώνιος Βουλὴ τοῦ Ὑψίστου ἄρχισε νὰ γίνεται πραγματικότις. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατὰ Χάριν Θεός.

        Ὁ Εὐαγγελισμὸς εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους. Ἡ ἁγία Θεοτόκος καὶ Παρθένος Μαρία μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἔγινε ἡ αἰτία καὶ ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῆς ἐλευθερίας μας ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς ἁμαρτίας, τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου.

       Χαίρει σήμερα, ἀδελφοί, καὶ τὸ εὐσεβὲς Γένος τῶν Ἑλλήνων, γιατί ἡ 25η Μαρτίου ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἐλευθερίας του ἀπὸ τὴν μακροχρόνια ὀθωμανικὴ δουλεία.

       Εὐλογοῦμε καὶ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριο καὶ τὴν Παναγία μας γιὰ τὰ δύο αὐτὰ δῶρα τους. Τὴν ἐλευθερία τῆς φύσεώς μας καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους μας.

       Δύο ἔννοιες, δύο ἐλευθερίες, ποὺ δὲν ταυτίζονται ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι ἄσχετες μεταξύ τους. Ἡ πρώτη ἐλευθερία περιχωρεῖ τὴν δεύτερη. Δὲν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ ὑπάρχη ἀληθινὰ ἡ δεύτερη ἐλευθερία, ἂν δὲν προηγῆται ἡ πρώτη. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὁ ἴδιος προσωπικὰ ἐλεύθερος καὶ ἔπειτα μπορεῖ νὰ ἐπιδιώξη τὴν ἀληθινὴ ἐθνική του ἐλευθερία καὶ νὰ καυχηθῆ γι’ αὐτήν.

       Ὅ,τι συνήθως οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουμε ἐλευθερία, δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε ἐλευθερία. Ἐνδέχεται νὰ εἶναι καὶ ἡ πιὸ στυγνὴ σκλαβιά.

        Ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία, μᾶς τὸ ἀπεκάλυψε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴν Ἐνανθρώπησί Του.

        Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας καὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπλάσθη ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ἀναγκαιότητα. Ἡ θέσις του στὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς ἦταν μόνο χαρὰ καὶ μακαριότης. Ἦταν ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό, ζοῦσε τὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπῆρχε λύπη, πόνος, θάνατος. Οἱ πρωτόπλαστοι ἐχαίροντο τὴν μεταξύ τους κοινωνία, τὴν κοινωνία τους μὲ τὸν Θεό, τὴν κοινωνία τους μὲ τὴν κτίσι ὁλόκληρη.

        Ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ὁ πλασμένος κατ’ Εἰκόνα Θεοῦ, ὁ στολισμένος μὲ τὸ δῶρο τῆς ἐλευθερίας καὶ κεκλημένος νὰ ζῆ προσφέροντας μὲ ἀγάπη καὶ ὑπακοὴ τὴν ἐλευθερία του στὸν Θεό, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθῆ στὸν πειρασμό, δέχθηκε τὴν συμβουλὴ τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, πλανήθηκε ἀπὸ τὸν διάβολο, δὲν ἔκανε εὐχαριστιακὴ χρήση τοῦ δώρου τῆς ἐλευθερίας του, ἀλλὰ κινήθηκε χωρὶς ἀγάπη πρὸς τὸν Πλάστη του, αὐτόνομα, ἐγωιστικά, μὲ ἰδιοτέλεια. Προσανατόλισε τὴν ἐλευθερία του πρὸς τὸν ἑαυτό του. Νικήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς αὐτοθεώσεως, τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ.

        Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πρῶτα ἦταν ἐλεύθερος καὶ ἀνενδεής, τὸ στολίδι τῆς δημιουργίας, ἔγινε δοῦλος τοῦ διαβόλου, τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πρώην βασιλεὺς τῆς κτίσεως ἔγινε δέσμιος σὲ χίλιες δύο ἀναγκαιότητες, ποὺ κορυφώνονται στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο. Ἡ θεόσδοτη ἐμπειρία τῆς ἀθανασίας κάνει τὸ μαρτύριο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου πιὸ βαρὺ καὶ δυσβάστακτο.

       Τὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βασικὰ τὸ δράμα τῆς ἐλευθερίας του.

        Οἱ ἀρχαῖοι μύθοι (π.χ. τοῦ Προμηθέα Δεσμώτη καὶ τοῦ Σισσύφου) παρουσιάζουν ἀνάγλυφα τὴν τραγικότητα τῆς ἀνελευθερίας, ποὺ ἔγινε μία ἀδυσώπητη ἀναγκαιότητα.

        Ἀλλὰ καὶ οἱ κραυγὲς τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πρὸς τὸν Ζῶντα Θεό, εἶναι ἐπίσης κραυγὲς ἱκεσίας νὰ ἔλθη καὶ νὰ σώση τὸν ἄθρωπο ἀπὸ τὸν θάνατο, τὴν πιὸ σκληρὴ καὶ ἀνελέητη ἀνελευθερία (Ἁγ. Πρόκλου Κων/λεως, Ἐγκώμιον εἰς τὴν Ὑπεραγίαν  Θεοτόκον Μαρίαν, ζ΄).

        Ἡ λύτρωσις ἀπὸ τὴν σκλαβιά, στὴν ὁποία περιῆλθε ἡ ζωή μας, ἡ ὑπαρξίς μας, ἡ φύσις μας, ἦταν προσδοκία τῶν Προφητῶν καὶ τῶν ἀρχαίων σοφῶν.

       Μήπως ὅμως καὶ ἐμεῖς σήμερα δὲν ζοῦμε τὸ ἴδιο ἀνθρώπινο δράμα καὶ δὲν νοιώθουμε τὴν ἴδια ἀνελευθερία; Ἀπὸ τὴν γέννησί μας μέχρι τὴν ὕστερη ἀναπνοὴ μας νοιώθουμε πώς εἴμαστε ὅλοι μας ἕτοιμοι νὰ ἀναφωνήσουμε μὲ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ:  «Καὶ ἰδού, διψαλέως ζητεῖ ἡ ψυχὴ νὰ συναντήση τὸν Θεόν, ἴνα εἴπη εἰς Αὐτόν:  Δία τί ἔδωκας εἰς ἐμὲ τὴν ζωήν; … Ἐκορέσθην βασάνων. Ἐκάλυψὲ με σκότος….  Διατὶ κρύπτεσαι ἀπ’ ἐμοῦ;…. Γνωρίζω ὅτι εἶσαι ἀγαθός, ἀλλὰ πῶς εἶσαι τοσοῦτον ἀδιάφορος διὰ τὴν τραγωδίαν μου; Δία τί εἶσαι τοσοῦτον σκληρὸς καὶ ἀνίλεως πρὸς ἐμέ; Δὲν δύναμαι νὰ σὲ ἐννοήσω!» (Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, 1999, σελ. 2).

        Ὅμως, ἂν καὶ βιώνουμε μὲ ὀδύνη αὐτὰ τὰ δεσμά, ἔχουμε τὴν παρηγοριὰ ὅτι ἡ σκληρὴ αὐτὴ πραγματικότης ἔχει ξεπερασθῆ. Δὲν ἀποτελεῖ τὸν τελικὸ λόγο στὴν ζωή μας καὶ στὴν ὕπαρξί μας.

         Ἀφ’ ὅτου ὁ Χριστὸς ἔγινε γιὰ χάρι μας ἄνθρωπος, ἐθεράπευσε τὴν ἄρρωστη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύσι μας, τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τοῦ θανάτου μὲ τὴν Ἀνάστασί Του, τὴν ἐθέωσε καὶ τὴν ἐγκαθίδρυσε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ τελικὸς λόγος τῆς ὑπάρξεώς μας εἶναι ἡ ἐλευθερία. Μπροστὰ στὴν δύναμι αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας, ὅλες οἱ ἐπὶ μέρους θλίψεις, ὀδύνες καὶ ἀνελευθερίες ποὺ ζοῦμε ὡς πρόσωπα καὶ ὡς κοινωνίες δὲν εἶναι παρὰ πρόσκαιρα ἐμπόδια ποὺ πρέπει φιλότιμα καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη νὰ ξεπερνοῦμε.

        Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δείχνει πὼς καμμία ἀναγκαιότης δὲν μπορεῖ νὰ μετριάση τὴν ἀληθινὴ καὶ θεοδώρητη ἐλευθερία μας:  «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἢ στεναχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; …. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστώτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίω ἡμῶν» (Ρωμ. 8, 35 – 39).

        Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἐχάρισε τὴν θέωσι καὶ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία. Τὸν εὐχαριστοῦμε, τὸν ὑμνοῦμε, τὸν δοξάζουμε. Μᾶς ἐφανέρωσε ὅτι οἱ ἄνθρωποι γινόμαστε πραγματικὰ ἐλεύθεροι, ὅταν φθάσουμε στὴν θέωσι, ὅταν ἑνωθοῦμε μαζί Του. Δὲν μᾶς τὸ ἐδίδαξε μόνο, ἀλλὰ κυρίως μᾶς ἔκανε μετόχους, κοινωνούς, τῆς ἀκτίστου θείας ἐλευθερίας Του, τὴν ὁποία ἐκεῖνος ἔχει φυσικῶς ὡς Θεός. Ἔκανε γνωστὸ στὸν κόσμο ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία δὲν εἶναι μία ἰδέα, μία ἀρετή, ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, ἀλλὰ ὅτι εἶναι μετοχὴ στὴν δική Του θεία ἐλευθερία.

        Δὲν θὰ μποροῦσε ὅμως ὁ Παντοδύναμος Κύριος νὰ μᾶς σώση, νὰ μᾶς θεώση, νὰ μᾶς ἐπαναφέρη στὴν ἀρχική μας ἐλευθερία, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ καθαρὰ καὶ πανάμωμος Κόρη τῆς Ναζαρέτ, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος Μαρία, νὰ ἀνταποκριθῆ μὲ ὅλη της τὴν ἐλευθερία στὴν προαιώνιο Βουλὴ τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, νὰ σαρκωθῆ στὰ ἅγια σπλάχνα της ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Πατρός.

        Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλεῖο της Παρθένου καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξία τῆς προσφορᾶς της στὸ Γένος μας.

        Κατὰ τὸν εὐαγγελισμό της ἡ Παρθένος δέχθηκε μὲ τὴν φωνὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου τὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ. Τὸ σκεῦος τὸ ἐκλετκὸν καὶ προεκλελεγμένον, ποὺ θὰ χωροῦσε τὸν ἄπειρο Θεό, ἦταν ἕτοιμο. Ἡ ὕπαρξις ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γεννήση τὸν Θεὸν εἶχε καταλλήλως προετοιμασθῆ. Ἕνα ἔλλειπε. Ἡ συγκατάθεσί της.

          Ἡ ἁγία Παρθένος εἶπε τό, ναὶ. «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».

        Ἡ ὑπακοὴ τῆς Παναγίας στὸ ἅγιο Θέλημα τοῦ Κυρίου, ποὺ φανερώθηκε κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό της, δὲν ἔχει ἐπιφανειακὴ μόνο ἠθικὴ ἀξία, ἀλλὰ ἀνυπολόγιστη ὀντολογικὴ σημασία. Ἀκριβῶς σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο εὑρίσκεται καὶ ἡ δόξα τῆς Παναγίας μας: ὅτι δέχθηκε μὲ ὅλη τὴν δύναμι τῆς ὑπάρξεώς της νὰ γίνη Θεοτόκος.

         Τὸ ἔργο αὐτὸ ἡ Παναγία δὲν τὸ ἐπετέλεσε χωρὶς πολλὴ ἐπιμέλεια οὔτε ἦταν ἐπιλογὴ τῆς στιγμῆς ἐκείνης. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐγκωμιάζουν τὴν ὑπακοή της, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἑρμηνεύουν τὸ πῶς ἔφθασε νὰ γίνη ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Λέγουν ὅτι ἡ Παρθένος δὲν ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ φύσι τοῦ Ἀδάμ, ὅπως κακόδοξα πιστεύουν οἱ Παπικοὶ καὶ ἔχουν κάνει δόγμα πίστεως τὴν ἄσπιλο σύλληψι τῆς Παναγίας. Ἡ Παρθένος, κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, κληρονόμησε, ὅπως ὅλοι μας, τὴν προπατορικὴ ἁμαρτία καὶ τὴν ἀρρωστημένη ἀνθρωπίνη φύση.

        Ἀλλὰ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο της προσφορᾶς της. Διότι, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, ὁ μεγάλος αὐτὸς θεομητορικὸς θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος, ἡ Παρθένος ὡς ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ ἐμᾶς «ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωσε ἔτσι στὸν Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε αὐτὴ μόνη ὅλα τὰ ὅπλα καὶ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας ὁ Θεός, χωρὶς νὰ τῆς δοθῆ βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεὸ περισσότερη ἀπ’ αὐτὴ ποὺ ἔδωσε σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ὁμιλίας του ὁ ἅγιος γράφει: «Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ γεννήθηκε, οἰκοδομοῦσε κατάλυμα γιὰ ἐκεῖνον ποὺ μποροῦσε νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, ἀγωνιζόταν νὰ καταστήση ὡραία τὴν κατοικία τοῦ Θεοῦ, τὸν ἑαυτό της, τέτοια ποὺ νὰ μπορῆ νὰ εἶναι ἄξια γι’ Αὐτὸν».

        Στὰ ἀποσπάσματα αὐτὰ καὶ σὲ ἄλλα παρόμοια ὁ ἅγιος Καβάσιλας τονίζει μία ἀλήθεια ποὺ ἔχει πολὺ μεγάλη ἀνθρωπολογικὴ σημασία. Ὅτι ἡ Παρθένος ἀγωνίσθηκε μὲ ὅλες της τὶς δυνάμεις νὰ προσφέρη τὴν ὕπαρξί της στὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ ἐξ ὀνόματος ὅλης της ἀνθρωπότητος. Ἡ νίκη αὐτὴ τῆς Παρθένου, γράφει πάλι ὁ ἅγιος Καβάσιλας, εἶναι σὰν νὰ τὴν ἐπέτυχαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

        Ἑπομένως, συμπεραίνουμε, δὲν εἶναι ἀδύνατον στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς νὰ προσφέρη μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸν Κύριο τὴν ὕπαρξί του ὅσο γίνεται καθαρὴ καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια τῆς ἁμαρτίας.

        Ἐδῶ κρίνεται ἡ προσφορὰ τῆς ἐλευθερίας μας στὸν Θεό. Ἡ Κυρία Θεοτόκος προσέφερε ὅλη της τὴν ἐλευθερία, τόσο δυνατὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ποὺ στὴν προθυμία τῆς ψυχῆς της, κατὰ τὸν ἅγιο Καβάσιλα, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξη «τὸ τεῖχος ἐκεῖνο ποὺ χώριζε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὸν Θεό….. καὶ ἔφθασε ἡ ἀρετὴ μίας ψυχῆς νὰ σταματήση τὴν κακία τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώνων».

        Πῶς ἀγωνίσθηκε ἡ Παρθένος γιὰ νὰ προσφερθῆ ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεό, μᾶς τὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν περίφημη ὁμιλία του Εἰς τὰ Εἰσόδια. Εἰσέρχεται ἡ Παρθένος τριετὴς στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ ἐκεῖ «πρὸς τὸν Θεὸν μόνον ἔβλεπε, τὸν Θεὸ εἶχε μόνον τροφήν της, εἰς τὸν Θεὸν μόνον ἐπρόσεχε, καὶ εἰς τὸν Θεὸν μόνον ἦτο ἀφιερωμένη….. Ἐσπλαχνίσθη τὸ ἀνθρώπινον γένος, καὶ ἐζήτει νὰ εὕρη ἕνα ἰατρικό τοῦ τοιούτου μεγαλωτάτου κακοῦ. Ὅθεν καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἑνωθῆ τῷ Θεῶ μὲ ὅλον της τὸν νοῦν, καὶ οὕτω νὰ κάμη τὴν μεσιτείαν διὰ λόγου μας, καὶ νὰ βιάση τὸν ἀβίαστον Θεόν, ὥστε νὰ τὸν τραβίση εἰς ἡμᾶς τὸ ὀγληγορώτερον… Ἀπετίναξε (λοιπὸν) κάθε σχέσιν, ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀγάπην ἕως καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου σώματός της καὶ οὕτω ἥνωσε τὸν νοῦν τῆς εἰς τὸν ἑαυτόν του μὲ μίαν στροφὴν καὶ προσευχήν….. καὶ ἐνωθεῖσα μὲ τὸν Θεὸν καὶ ὁμοιωθεῖσα μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τους ἀπ’ αἰῶνος ἁγίους, ἐτελείωσε τὴν πρὸς Θεὸν μεσιτείαν διὰ τὴν σωτηρίαν μας…. καὶ μὲ τὴν πρὸς Θεὸν παρρησίαν τῆς ἑκατόρθωσε τὸ μέγα καὶ ὑπερμέγα τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας μυστήριον».

        Ἡ Παρθένος ἦταν πιὰ ἕτοιμη νὰ δεχθῆ τὸν Λόγο τοῦ Πατρὸς στὰ σπλάχνα της. Ἡ πραγματοποίησις τῆς προαιωνίου Βουλῆς ἦταν δυνατή. Ἡ ἀνθρώπινη φύσις, στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας, προσφέρεται μὲ ὅλη τὴν δύναμι τῆς ἐλευθερίας της στὸν Θεό.

        Ἐδῶ δύο ἐλευθερίες συνεργάζονται. Ἡ θεία ἐλευθερία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη ἐλευθερία. Ὅλος ὁ Θεὸς ἐλεύθερα καὶ μὲ ἀγάπη προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο. Στὸ πρόσωπο τῆς Πανάγνου Θεοτόκου Μαρίας, ὁ ἄνθρωπος προσφέρει ὅλη του τὴν ἐλευθερία στὸν Θεό. «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου», εἶπε ἡ ἁγία Παρθένος στὸν Ἀρχάγγελο Γαβιήλ, καὶ ὁ Χριστὸς σαρκοῦται. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος καὶ τὸ δράμα τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας λαμβάνει τέλος.

        Δὲν εἶναι τυχαία σύμπτωσις νὰ ἑορτάζουμε τὴν ἴδια ἡμέρα τὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ τὴν ἐπέτειο τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας.

       Ὁ Εὐαγγελισμός, καρπὸς τῆς προσφορᾶς τῆς ἐλευθερίας τῆς Παρθένου, ἀποτελεῖ τὰ προοίμια τῆς πνευματικῆς μας ἀναγεννήσεως. Ἡ 25η Μαρτίου, καρπὸς τῆς αὐτοθυσίας τοῦ σκλαβωμένου Γένους, ἀποτελεῖ τὰ προοίμια τῆς παλιγγενεσίας.

        Γιὰ νὰ γίνη ὁ Εὐαγγελισμός, αἰτία στάθηκε ἡ Παρθένος. Γιὰ νὰ γίνη δυνατὴ ἡ ἀνάστασις τοῦ Γένους, αἰτία στάθηκε ἡ παράδοσις ποὺ ἡ Παναγία Παρθένος ἄφησε στὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὸ Γένος μας.

        Τὸ δράμα τῆς ἐθνικῆς μας ἐλευθερίας ἦταν στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Κράτησε πολλοὺς αἰῶνες, γιὰ λόγους ποὺ ἡ ἀγαθότης Του γνωρίζει καὶ ἡ φιλανθρωπία Του ἐπέτρεψε στὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων.

        Ἡ λαχτάρα τῆς ἐλευθερίας δὲν ἔλλειψε ἀπὸ τὰ στήθη τῶν ὑποδούλων. Καλλιεργήθηκε, μεγάλωσε, θέριεψε καὶ ἔγινε τὸ θαῦμα τοῦ 1821. Ἡ 25η Μαρτίου εἶναι τὸ σύμβολό του.

        Ἀκούγονται καὶ γράφονται πολλὲς ἐκδοχὲς γιὰ τὶς ρίζες τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας. Ὅμως, ἂν διάφορες ἀπόψεις θέλουν νὰ τὴν ἀποδίδουν στὶς ἀρχὲς τῆς γαλλικῆς ἐπαναστάσεως ἢ στὴν πάλη τῶν τάξεων, ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἐθνική μας ἐλευθερία ἦταν ὁ καρπὸς τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους. Ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία δικαιολόγησε τὴν αὐτοθυσία του ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ λογικά. Μία αὐτοθυσία ποὺ μόνο στὴν Πίστι μας καὶ στὴν Παράδοσί μας μπορεῖ νὰ βασισθῆ.

        Ὅπως εἴπαμε νωρίτερα, πρώτη ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ἡ Παρθένος Μαρία ξεπέρασε σὲ τέλειο βαθμὸ τὰ δεσμὰ τῆς φύσεως καὶ προσέφερε τὴν ἐλευθερία της στὸν Θεό. Κοντὰ τῆς ἀκολούθησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι καὶ ἀκολουθοῦμε Χάριτι Χριστοῦ ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εὔστοχα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύει τὴν εἰκόνα τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὅπου τὸ ψαλμικὸ «ἀπενεχθήσονται παρθένοι ὀπίσω αὐτῆς,  ἀπενεχθήσονται ἐν εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλιάσει» βρίσκει τὴν εἰκαστική του ἔκφρασι.  

         Τὸ Γένος μας ἀκολούθησε τὴν Παναγία στὸν Ναό. Τὴν μιμήθηκε, ὅσο εἶναι δυνατόν. Σήκωσε τὸν νοῦ του, ὅπως ἐκείνη, ψηλά, τὸν ἔνωσε μὲ τὸν Θεό. Ἀνέδειξε ἁγίους, ἀσκητές, μάρτυρες. Ἰδίως στὰ χρόνια της σκλαβιᾶς ἀνέδειξε νεομάρτυρες. Οἱ ἥρωες τοῦ 21 ἦταν παιδιὰ αὐτοῦ του λαοῦ. Ὁ Φώτης Κόντογλου γράφει γιὰ τὴν ἑλληνίδα μάνα αὐτῆς τῆς περιόδου:  «ἤτανε ἥσυχη, λιγομίλητη, ἀπροσποίητη εἶχε μία ἱεροπρέπεια, πού μοῦ ἔκανε βαθειὰ ἐντύπωση, σὰν νὰ εἶχα μπροστά μου κάποιο ἁγιασμένο πρόσωπο.. Ὢ!, βλογημένη γυναίκα, τί δύναμη ποὺ εἶχες μέσα σου!… Νά, τέτοιες ἤτανε οἱ μανάδες ποὺ γεννοῦσανε παλικάρια σὰν  τὸν Θανάση Διάκο, σὰν τὸν Τζαβέλλα, τὸν Νικηταρά, τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν Μακρυγιάννη, τὸν Βλαχάβα….»

         Νὰ εἶσαι χριστιανὴ μάνα αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἰσοδυναμοῦσε μὲ μαρτύριο, μὲ ἑκούσιο μαρτύριο. Οἱ ἐξομώσεις τῶν οἰκείων ἔκαναν  τὸ μαρτύριο αὐτὸ ἀβάσταχτο. «τὰ παιδιὰ τοῦ ἐξομώτη – κάτω τῶν 12 ἐτῶν – ἀκολουθοῦσαν αὐτονόητα τὸν πατέρα. Τῆς μάνας ὁ λόγος δὲν τῆς ἔπεφτε. Ἂν ἦταν μεγαλύτερα, ἔπρεπε ἡ μητέρα τους νὰ τὰ πάει στὸν καδὴ καὶ νὰ πάρουν βεβαίωση ὅτι εἶναι χριστιανοί. Ἂν σιωποῦσε, ἐθεωροῦνταν αὐτονόητα Τοῦρκοι.  Εἶναι δύσκολο νὰ φανταστεῖ κανεὶς στὶς σωστές του διαστάσεις τὸ μαρτύριο αὐτῶν τῶν γυναικών, ὅταν γύριζαν στὸ σπίτι τοῦ ἐξομώτη συζύγου μὲ αὐτὴ τὴ βεβαίωση!… Αὐτὲς οἱ ἄγνωστες μανάδες, ὅποια ἡλικία κι ἂν εἶχαν, σ’ ὅποια κοινωνικὴ τάξι κι ἂν ἀνῆκαν, ἕνα ἤξεραν πολὺ καλά. Πῶς ὅποιος ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, ἀρνιέται καὶ τὴν πατρίδα.

        Τόχαν δεῖ πολλὲς φορὲς στὰ πρόσωπα τῶν συγχωριανῶν τους ποὺ ἀλλαξοπίστησαν»

        Τέτοιες μάνες γέννησαν νεομάρτυρες, σὰν τὴν ἁγία Ἀκυλίνα καὶ τὸν ἅγιο Κωνσταντῖνο τὸν Ὑδραῖο. Πιστὲς στὸν Χριστό, στὴν Παναγία, στὴν Ὀρθοδοξία.

        Καὶ τὸ σύνολο τῶν ἁγίων νεομαρτύρων ἦταν ἡ πιὸ ἁπτὴ ἀπόδειξις ὅτι τὸ Γένος, παρὰ τοὺς πολλοὺς ἐξισλαμισμούς, κρατήθηκε στὴν Παράδοσί του. Ἡ θυσία τους ἦταν ἡ ἀποτελεσματικότερη ἀντίστασις στὸν κατακτητή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἰσχυρότερη μαρτυρία ὅτι τὰ κριτήρια τῆς ἀντιστάσεώς τους δὲν ἦταν «ἐνδοκοσμικὰ καὶ καιρικά». Ἡ αὐτοθυσία τους ἦταν προσφορὰ τῆς ἐλευθερίας τους γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Γένος, ἀνάλογη μὲ τὴν προσφορὰ τῆς ἐλευθερίας τῆς Παναγίας κατὰ τὸν εὐαγγελισμό της.

       Παρόμοια μὲ τοὺς ἁγίους νεομάρτυρες κινήθηκαν καὶ οἱ ἥρωες καὶ οἱ ἐθνομάρτυρες τοῦ 21.

        Ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, ὁ πιὸ ἀντιπροσωπευτικὸς ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστᾶς τῆς ἐλευθερίας, περιγράφει αὐθεντικὰ ὅτι ἡ ἐθνικὴ ἐλευθερία ἦταν τὸ κατόρθωμα ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν οἱ ἴδιοι τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία, καὶ ὅτι τὰ δεινὰ ποὺ ἔφεραν οἱ κολακεῖες, οἱ φατρίες καί ὁ διχασμὸς ἦταν συνέπεια τῶν παθῶν καὶ τῆς ἰδιοτέλειας ἡμετέρων καὶ ξένων. Τὰ πάθη καὶ ἡ ἰδιοτέλεια δὲν ἤσαν ἡ παράδοσις τοῦ Γένους, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία του.

        Ὁ Στρατηγὸς δὲν ἤξερε ἀπὸ ἰδιοτέλεια. Ἔλεγε: «Ἐγὼ δὲν ξέρω ἀπὸ κολακεῖες καὶ πάντοτες τοῦ εἶπα (τοῦ βασιλέως) τὴν ἀλήθεια. Ὅ,τι γράφω ἐδῶ του τὸ εἶπα καὶ στοματικῶς πολλάκις, ὅτι σ’ αὐτείνη τὴν πατρίδα ὅπου βασιλεύει αὐτός, ὅσο νὰ γένη ἕτοιμον τὸ βασίλειο ἔλυωσαν λιοντάρια – ἐγὼ μπρὸς σ’ ἐκείνους εἲμ’ ἕνας ψύλλος. Ὅμως ἔκανα κι ἐγὼ ὅ,τι μποροῦσα. Εἶχα δύο ποδάρια, τζακίστη τὸ ἕνα, εἶχα δύο χέρια, ἔχω ἕνα, τὴν κοιλιά μου τρύπια, τὸ κεφάλι μὲ δύο τρύπες. Τὸ λοιπὸν, ἂν θέλωμεν τὸ λίγο νὰ γένη μεγάλον, πρέπει νὰ λατρεύωμεν Θεόν, νὰ ἀγαπᾶμε πατρίδα νὰ ἔχωμεν ἀρετή, τὰ παιδιά μας νὰ τὰ μαθαίνωμεν γράμματα καὶ ἠθική».

       Οὔτε μὲ τὸ ψέμα καὶ τὸν δόλο συμβιβάστηκε ποτέ. Γράφει: «Διά νὰ μιλῶ τὴν ἀλήθεια κατατρέχομαι κι ἀπὸ βασιλέα κι ἀπὸ προκομμένους. Θέλουν τὴν ἀλήθεια κι ὅποιος τὴν εἰπῆ κιντυνεύεται. Ἀλήθεια, ἀλήθεια, πικριὰ ὅπου εἶσαι! Οὔτε οἱ βασιλεῖς σὲ ζυγώνουν, οὔτε προκομμένοι».

        Μόνο τὴ θυσία γνώριζε ὁ μεγάλος ἥρωας τῆς Ἐθνεγερσίας καὶ κατόπιν στυλοβάτης τῆς συνταγματικῆς ἐλευθερίας στὸ νεοελληνικὸ κράτος. Χάριν αὐτῆς τῆς τελευταίας ἔγραφε στὴν διαθήκη – διακήρυξί του, κυκλωμένος ἀπὸ τὰ στρατεύματα τῶν Βαυαρῶν τοῦ Ὄθωνος: «Εἰς δόξαν τοῦ δίκιου καὶ μεγάλου Θεοῦ. Κύριε Παντοδύναμε! Ἐσύ, Κύριε, θὰ σώσης αὐτὸ τὸ ἀθῶο ἔθνος. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί, εἶσαι Θεός! Ἐλέησέ μας, φώτισέ μας καὶ κίνησέ μας ἐναντίον τοῦ δόλου καὶ τῆς ἀπάτης, τῆς συστηματικῆς τυραγνίας τῆς πατρίδος καὶ τῆς θρησκείας. Εἰς δόξαν σου, Κύριε, σηκώνεται ἀπόψε ἡ σημαία τῆς λευτεριᾶς ἐναντίον τῆς τυραγνίας!. Πατριῶτες! Πεθαίνω διὰ τὴν Πατρίδα. Στέκω εἰς τὸν ὅρκον μου τὸν πρῶτον. Δὲν μπορῶ, Πατρίδα, νὰ σὲ βλέπω τοιούτως καὶ τῶν σκοτωμένων τὰ παιδιὰ καὶ οἱ γριγιὲς νὰ διακονεύουν καὶ τὶς νιὲς νὰ τὶς βιάζουν διὰ κομμάτι ψωμὶ εἰς τὴν τιμὴ τους οἱ ἀπατεῶνες τῆς πατρίδος. Γιομάτες οἱ φυλακὲς ἀπὸ ἀγωνιστὲς καὶ στὰ σοκάκια σου διακονεύουν αὐτεῖνοι οἱ ἀγωνισταί, ὅπου χύσανε τὸ αἷμα τοὺς διὰ νὰ ξαναειπωθῆ «πατρίδα Ἑλλάς». Εἴτε ἐλευτερία κατὰ τοὺς ἀγῶνες μας καὶ θυσίες μας, εἴτε θάνατος σ’ ἐμᾶς! Πεθαίνω ἐγὼ πρῶτος ἀπόψε».

       Αὐτὸ τὸ ἦθος γιγάντωσε τὸ Γένος. Μὲ τὸ Κρυφὸ Σχολειό, τὰ Μοναστήρια, τοὺς νεομάρτυρες καὶ τοὺς ἐθνομάρτυρες. Ὅλα ἦταν μία θυσία. Γὶ αὐτὸ καρποφόρησε ἡ Ἐθνεγερσία.

        Ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ σήμερα καὶ ἐπέτειος ἑορτὴ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Γένους. Κάνοντας μία αὐτοκριτικὴ διαπιστώνουμε ὅτι ὡς ἄτομα καὶ ὡς ἔθνος δὲν ἀκολουθοῦμε πάντοτε πιστὰ τὴν ὁδὸ ποὺ ἐγκαινίασε ἡ Παναγία μας καὶ δὲν προσανατολίζουμε τὴν ἐλευθερία μας στὸν Θεό. Τὴν κατευθύνουμε ἐγωιστικὰ στὸν ἑαυτό μας καὶ ἀδικοῦμε γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τὸ ἔθνος μας.

       Ξεχνοῦμε ὅτι ἡ ἐλευθερία μας καταξιώνεται ὅταν ἀγαπητικὰ τὴν προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ κάνουμε ὑπακοὴ στὸ ἅγιο θέλημά Του. Προτιμοῦμε τὴν ψευδοελευθερία τοῦ ἐγωισμοῦ μας ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία τῆς ἀγάπης.

        Πόσα δεινὰ δὲν ὑποφέρουμε ἐξαιτίας τῆς ψευδοελευθερίας τοῦ ἐγωισμοῦ; Ἡ ζωὴ μᾶς γεμάτη προβλήματα, τὰ πιὸ πολλὰ δημιουργημένα ἀπὸ τὶς ἐγωιστικές μας ἐπιλογές.

        Ὁ Χριστὸς σαρκώθηκε καὶ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσε τὴν δισχιλιετὴ  παράδοσι τῆς ἐλευθερίας τῆς ἀγάπης. Ἐμεῖς, παρὰ ταῦτα, ζοῦμε σὰν νὰ μὴν ἦλθε ὁ Χριστὸς στὴν γῆ, ζοῦμε ἀκόμη τὸ δράμα τοῦ δεσμώτη Προμηθέα.

        Ἀμέτρητο πλῆθος ἁγίων διὰ τῶν αἰώνων μᾶς ἄφησαν ἐντυπωσιακὰ παραδείγματα ἐλευθερίας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ κόσμου, τῶν παθῶν, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἐμεῖς ὅμως δὲν δείχνουμε ἐπιμέλεια νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἀναχθοῦμε στὸ ὕψος τῆς δικῆς τους ἐλευθερίας.

       Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, ὁ ὁποῖος τόσο ἔντονα ἐβίωσε στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς του ζωῆς τὴν τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης ἀνελευθερίας, στὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἔγραφε: «Εἶμαι γέρων καὶ ἀναμένω τὸν θάνατον, καὶ γράφω τὴν ἀλήθειαν ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν λαόν, διὰ τὸν ὁποῖον ἀδημονεῖ ἡ ψυχή μου. Ἴσως σωθῆ ἔστω καὶ μία ψυχή, καὶ δι’ αὐτὴν θὰ εὐχαριστῶ τὸν Θεόν. Ἀλλ’ ἡ καρδία μου ἀλγεῖ δι’ ὅλον τὸν κόσμον καὶ δέομαι ὑπὲρ αὐτοῦ μετὰ δακρύων, ἱνα πάντες μετανοήσουν καὶ γνωρίσουν τὸν Θεὸν καὶ ζήσουν ἐν ἀγάπη καὶ γευθοῦν τῆς γλυκύτητος τῆς ἐλευθερίας ἐν τῷ Θεῶ… Ὅταν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συγχωρῆ εἰς ἠμᾶς τὰς ἁμαρτίας, τότε ἡ ψυχὴ λαμβάνει τὴν ἐλευθερίαν νὰ προσεύχηται εἰς τὸν Θεὸν μετὰ καθαροῦ νοός… Καὶ τοῦτο εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Χωρὶς δὲ τοῦ Θεοῦ ἐλευθερία ἀδύνατον νὰ ὑπάρχη…».

         Εἶναι λυπηρὸ ὅτι, ἐνῶ ἔχουμε στὴν ἁγία Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας τόσο ἰσχυρὰ καὶ ἀκαταμάχητα πειστήρια, ὅτι ἡ ἐλευθερία μας βρίσκεται στὸν Χριστὸ καὶ ἔχει ὡς αἰτία τὴν Παναγία Θεοτόκο Μαρία, οἱ νεοέλληνες λησμονοῦμε αὐτὴ τὴν Παράδοσι καὶ ἀναζητοῦμε σὲ ἀλλότριους χώρους τὴν ἐλευθερία μας.

         Πολλοὶ τὴν ἀναζητοῦμε στὸν ὑλισμὸ τῆς συγχρόνου κοινωνίας μας, στὸ Χρηματιστήριο, στὰ καζίνο, στὸ εὔκολο κέρδος, στὶς ἀπολαύσεις.

         Πολλοὶ σύζυγοι γίνονται δοῦλοι τῶν αἰσχρῶν παθῶν γιὰ νὰ ζήσουν δῆθεν ἐλεύθεροι, μακρυὰ ἀπὸ τὶς δεσμεύσεις ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ οἰκογένεια. Διαλύουν τὴν οἰκογένεια, ἐγκαταλείπουν σύντροφο καὶ παιδιά, γιατί νομίζουν ὅτι ἀλλοῦ θὰ βροῦν τὴν ἐλευθερία τους. Ζητοῦν νὰ ἀποποιηθοῦν τὸν ἐλαφρύ ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ, τῆς χριστιανικῆς συζυγίας, καὶ γίνονται δέσμιοι σὲ χίλια δύο δεσμὰ ποὺ κάνουν ἀβίωτη καὶ τὴν δική τους ζωὴ καὶ ὅσων δυστύχων ὑπάρξεων ἄφησαν πίσω τους.

        Πολλὲς μητέρες καὶ νέες κοπέλες ζητοῦν τὴν ἐλευθερία τους στὴν μεγάλη ἁμαρτία τῶν ἐκτρώσεων, ἀλλὰ νομίζουν ὅτι προσωρινὰ ἀνακουφίζονται, στὴν πραγματικότητα βυθίζονται στὶς τύψεις, ταλανίζονται συχνὰ ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ στὸ σύνολό τους οἱ ἐκτρώσεις γίνονται αἰτία νὰ δημιουργοῦνται πολλὰ ἀπρόβλεπτα κοινωνικὰ προβλήματα.

        Τὰ νέα παιδιὰ ἀναζητοῦν τὴν ἐλευθερία τους στὰ ναρκωτικά, ἀλλὰ σύντομα γίνονται ὑποχείρια τῆς πιὸ στυγνῆς ἀνελευθερίας, ἕρμαια στὰ δίχτυα τῶν ἐμπόρων, δέσμια του τυραννικοῦ ἐθισμοῦ, τῆς ἀκατανίκητης ἀνάγκης νὰ ἱκανοποιηθῆ τὸ πάθος μὲ κάθε κόστος σὲ χρήματα, σὲ οἰκογενειακὴ ἠρεμία, σὲ κοινωνικὴ ἰσορροπία, σὲ ζωές.

        Δὲν θὰ ἀναφέρω ἄλλες μορφὲς σ%