Κάποτε ἕνα νέο καλογέρι σέ μία ἀγρυπνία ἄρχισε νά ψάλλη τόν πολυέλεο μέ ὕφος καί στόμφο. Στόν πρῶτο στίχο πῆγε ὁ γερω–Θεόφιλος καί τοῦ εἶπε: «Δέν σ᾿ ἀκούει οὔτε ὁ Θεός οὔτε οἱ ἄνθρωποι. Τά δαιμόνια χορεύουν. Ταπεινά, ταπεινά νά ψάλλουμε, νά μᾶς ἀκούη ὁ Θεός καί νά μᾶς χαίρεται σάν παιδιά Του».
Θ’. Γερω–Θεόφιλος Λαυριώτης