Εἴχαμε γράψει ὅτι πτωχὸς στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ζαρώνει ἀπὸ τὸν φόβο του, ὁ ἐπαίτης, ὁ ζητιάνος. Ἔχει σχηματιστῆ ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ ρήματος πτήσσω «φοβίζω, μαζεύομαι, ζαρώνω», ἐνῷ πένης εἶναι αὐτὸς ποὺ κοπιάζῃ γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ δὲν εἶναι παντελῶς ἄπορος, ὅπως ὁ πτωχός.
Γωνιά της Γλώσσας 152 – Γεωργίου Ἰ. Βιλλιώτη: Ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης
