21 Ιανουαρίου 2019ΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Ἀνακαλύπτω τὶς ρίζες τῶν λέξεων – Προσηλώνω Προσηλώνω σημαίνει κατευθύνω καὶ κρατῶ σταθερά, συγκεντρώνω ἀποκλειστικὰ τὸ βλέμμα, τὴν προσοχή, τὴ σκέψη μου σὲ κάποιον