Τελικά βρῆκε καί τόν τενεκέ μέ τίς λίρες. Στενοχωρέθηκε, τοῦ ἔδωσε μία κλωτσιά καί γέμισε ὁ τόπος λίρες. «Πώ, πώ», ἔλεγε, «διάβολος. Γι᾿ αὐτό ἔκαψε τό σπίτι. Ὅποιος θέλει ἄς πάρη. Ἐγώ δέν παίρνω τίποτε». Πῆραν ἀπό αὐτές τίς λίρες δύο πατέρες οἱ ὁποῖοι ἔπειτα ἀρρώστησαν καί ταλαιπωρήθηκαν πολύ.
Ι’. Παπα–Μεθόδιος Καρυώτης