Διγλωσσία» σύμφωνα μέ διάφορα λεξικά τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, εἶναι τό νά μιλάη ἕνα ἄτομο ἤ ἕνα ἔθνος δύο γλῶσσες ἤ νά χρησιμοποιῆ ἄλλη μορφή γλώσσας στόν προφορικό καί ἄλλη στόν γραπτό λόγο. Μεταφορικά σημαίνει τήν ὑποκριτική χρήση ἀπό ἕνα ἄτομο, ἕνα ὀργανισμό κ.λπ., δύο ἀπόψεων ἀνάλογα μέ τό συμφέρον του (1)
Η έννοια της διγλωσσίας στην Άγια Γραφή και την εκκλησιαστική γραμματεία