“ Ἐγερτήριον Σάλπισμα”
Δημήτρη Μπάκου
Σπίθες κοντὲς εἶναι οἱ στιγμὲς ποὺ ξυπνοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ νοιώθουν τὴ μετριότητα ποὺ βαρύνει ἐπάνω τους. Σπίθα εἶναι ὅταν λέγουν: Ὤ! Τί ἀνυπόφορη ποὺ εἶναι ἡ μετριότητά μου!»* Μιὰ τέτοια σπίθα, ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἴσως στὴ γεμάτη ἀπὸ βιοτικὲς μέριμνες ζωή μας, ἄναψε μέσα μας μὲ τὸ ὁδοιπορικὸ στὴ Βόρειο Ἤπειρο. Τὸ προσκύνημα θὰ λέγαμε καλύτερα.
Διότι εἴδαμε τὸν ἀγώνα, τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴ θυσία ἀνθρώπων ποὺ ἀφιέρωσαν στὴν κυριολεξία τὰ πάντα, γιὰ νὰ κρατήσουν ζωντανὴ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ νὰ κρατήσουν ζωντανὸ τὸν Ἑλληνισμό στὴ μαρτυρικὴ Βόρειο Ἤπειρο. Ἀγῶνες καὶ θυσίες ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἀναρωτιόμαστε: Τελικά, πρέπει νὰ χάσουμε τὴν ἐλευθερία μας, προκειμένου
νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν ἀξία της; Τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ἔλαβαν χώρα στὰ μαρτυρικὰ χώματα τῆς Βορείου Ἠπείρου, εἶναι εὔκολο νὰ εἰπωθοῦν, τὰ συναισθήματα ὅμως ποὺ νοιώσαμε δύσκολα περιγράφονται μὲ λέξεις. Πατώντας τὰ χώματα ποὺ ἐλευθερώθηκαν προσωρινὰ τρεῖς φορὲς μέσα σὲ λιγότερο ἀπὸ σαράντα χρόνια καὶ ποὺ ποτίστηκαν μὲ τὸ αἷμα τῶν ἀσυμβίβαστων Χριστιανῶν, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, πολλὲς φορὲς ἡ καρδιὰ μας πλημμύρισε ἀπὸ ἔντονη συγκίνηση, ἐνθουσιασμὸ ἀλλὰ καὶ ἀπογοήτευση γιὰ τὴ δική μας μετριότητα.
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε κάποιες ξεχωριστὲς στιγμὲς ποὺ θὰ μείνουν γιὰ πάντα χαραγμένες στὴ μνήμη μας: -Τὸ προσκύνημα, στὸ χωριὸ Κολικόντασι, στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ φλογεροῦ ἱεροκύρηκα, ἐθναποστόλου καὶ μάρτυρα ποὺ ἀνέστησε τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα στὶς ψυχὲς τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τὸ 1821.
-Τὴν τέλεση τρισαγίου στὸ Ἑλληνικὸ στρατιωτικὸ κοιμητήριο τῶν πεσόντων τοῦ Ἑλληνοϊταλικοῦ Πολέμου στὸ χωριὸ Βουλιαράτες. Πῶς νὰ μὴν ἀνατριχιάσει κανεὶς ἀκούγοντας τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν μας, τῶν τιτανομάχων ἐκείνων, ποὺ ἀψήφησαν τὸν κόπο, τὸν πόνο καὶ τὸν θάνατο ἀκόμα, γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν ἐλευθερία μας; -Τὴν ἐπίσκεψη στὸ χωριὸ Νάρτα, τὸ βορειότερο ἑλληνόφωνο χωριὸ τῆς Βορείου Ἠπείρου. Πῶς νὰ μὴν δακρύσουμε, ἀκούγοντας τοὺς κατοίκους της νὰ μᾶς λένε, μετὰ τὰ τραγούδια καὶ τοὺς χοροὺς ποὺ στήσαμε μπροστὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ, ὅτι τέτοιο γλέντι εἶχαν νὰ κάνουν ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ 1940;
-Τὴ γεμάτη πάθος ὁμολογία ἱερέως ἑλληνικοτάτης πόλεως τῆς Βορείου Ἠπείρου: «Ἡ Βόρειος Ἤπειρος ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι Ἑλληνικὴ καὶ ἂς λένε ὅ,τι θέλουν», ὁ ὁποῖος μᾶς περιέγραφε μὲ πόνο τὸν σύγχρονο ἐξισλαμισμό, διὰ χρημάτων, ἑλληνόπουλων τῆς πόλεώς του (τὴν πόλη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἱερέως δὲν τὰ ἀναφέρουμε γιὰ εὐνόητους
λόγους).
Καὶ ἐνῷ ἔχουμε πάρει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἀπὸ τὴν Κορυτσὰ καὶ νομίζουμε ὅτι οἱ συγκινήσεις ἔχουν τελειώσει, ἀκοῦμε τὴν ἀνακοίνωση τῆς ξεναγοῦ μας: «Δεξιὰ σας βλέπετε τὸν ὀρεινὸ ὄγκο τῆς Μόροβας». Καὶ ἐπιστρέφει πάλι ὁ νοῦς μας στὸ 1940, δακρύζουν τὰ μάτια μας καὶ εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε μπροστὰ μας τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, τὴν Παναγία μας, νὰ ὁδηγεῖ σὲ ἕφοδο τὰ παλληκάριά μας γιὰ τὴν κατάληψη τῶν ὀχυρῶν Ἰβὰν – Μόροβας, τὴν στιγμὴ τῆς
ἀλλαγῆς τῶν ἰταλικῶν μονάδων, τὴν ὥρα ποὺ τὰ παλιὰ τμήματα ἔχουν τραβηχθεῖ πίσω καὶ τὰ καινούργια … κοιμοῦνται! Καὶ ὅταν πιὰ νικητὲς οἱ στρατιῶτες μας βαδίζουν γιὰ τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, ἡ Παναγία μας γίνεται ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάνεται…
Ἔστω καὶ μιὰ μόνο στιγμὴ νὰ ζούσαμε, ἀπὸ τὶς λίγες ποὺ ἀναφέραμε, θὰ ἀρκοῦσε νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ἐκδρομὴ ἐπιτυχημένη, γιὰ τὸ πλῆθος καὶ τὴν ἔνταση τῶν συναισθημάτων ποὺ μᾶς χάρισε. Ἠχοῦν ἐκκωφαντικὰ στὰ αὐτιά μας τὰ λόγια τοῦ μακαριστοῦ Σεβαστιανοῦ: «Ἔχουμε Χρέος καὶ ἐκεῖ! Ἔχουμε διωγμὸ πίστεως! Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνε-
ται, ἐμπαίζεται καὶ βλασφημεῖται! Καὶ σὺ Χριστιανέ μου, καὶ γὼ καὶ σεῖς, ἀρκούμεθα καὶ ἐπαναπαυόμεθα ποὺ γιορτάζουμε, καὶ κοινωνοῦμε, καὶ ἐξομολογούμεθα, ὅταν ὁ Χριστὸς ἐμπαίζεται καὶ ξανασταυρώνεται ἐκεῖ πέρα; Ἀδικαιολόγητοι εἴμεθα ἀγαπητοί μου, διότι παραμένουμε ΑΔΡΑΝΕΙΣ».
«Ὄχι πιὰ ἀγωνιστὲς ἀπὸ τὶς κερκίδες! Κανένας! Στὸ στίβο ὅλοι τώρα γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο!» Νὰ γιατί εἶναι ἀνυπόφορη ἡ μετριότητά μας! Διότι ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται, ἐμπαίζεται καὶ βλασφημεῖται σήμερα στὴν Πατρίδα μας, . . . μὲ τοὺς ἀντίχριστους νόμους ποὺ νομιμοποιοῦν τὴ διαστροφὴ καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ διώκουν τοὺς διαφωνοῦντες. . . . μὲ τὴν προσπάθεια ἀποχριστιανοποίησης καὶ ἀπεθνικοποίησης τῆς Παιδείας καὶ τοῦ Συντάγματος. . . . μὲ τὴν ἐπερχόμενη Κάρτα τοῦ Πολίτη, τὸ ΄΄ἀρραβώνιασμα΄΄ τοῦ Σφραγίσματος, καὶ ἐμεῖς παραμένουμε ἀδρανεῖς, ὅπως καὶ τότε!
Αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μας στίβος! Καὶ ἂν ἀναρρωτιόμαστε γιὰ τὸ ἐὰν θὰ σώσουμε ἐμεῖς τὴν Πατρίδα, τὴν ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ὁ Ἴων Δραγούμης μέσα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἀλέξη: «Ναί, ἐσὺ θὰ σώσεις τὸ Ρωμέικο. Ὁ καθένας πρέπει νὰ ξέρει ὅτι σ’ αὐτὸν ἔλαχε νὰ σώσει τὸ ἔθνος του, ἔτσι θὰ προσπαθήσουν πολλοὶ καὶ θὰ τὸ σώσει ὅποιος μπορέσει»*.
Ὅσο γιὰ τὸ ἐκκρεμὲς Βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα, ἀρκεῖ νὰ ἐπαναλάβουμε ὅπως τότε γιὰ τὸ Μακεδονικό, ὅτι δὲν ὑπάρχουν χαμένες ὑποθέσεις, ἀλλὰ μόνο χαμένα κορμιά.
Κλείνοντας, μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς σκέψεις νὰ κατακλύζουν τὸ μυαλό μας, μόνο μὲ δυὸ λέξεις θὰ μπορούσαμε νὰ προσδιορίσουμε τὸ ὁδοιπορικό μας στὴ Βόρειο Ἤπειρο: . . . Ἐγερτήριον Σάλπισμα . . .
*Ἴωνος Δραγούμη, Μαρτύρων καὶ Ἡρώων αἷμα.
Ταξιδεύοντας στὴ Βόρειo Ἤπειρο, καλοκαίρι 2016
Ζηνοβίας Χατζάκη, δικηγόρου
Κάθε στιγμὴ τῆς μέρας εἶναι δῶρο. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ γνωρίζω στὸν δρόμο μου εἶναι δῶρο». Τὸ αἰσθάνθηκα πολλὲς φορὲς ἐκεῖνες τὶς μέρες. Μὲ ρώτησαν πῶς βρέθηκα σ’ αὐτὴν τὴν ἐκδρομὴ καὶ ἀπάντησα, μᾶλλον ἁπλοϊκά, ἐνῷ δὲν ἄξιζε τέτοια προχειρότητα, «κάπως τυχαῖα». «Χάριτι Θεοῦ» ἦταν ἡ ἀλήθεια. Ὁδοιπορικὸ στὰ ἐδάφη τῆς Βορείου Ἠπείρου. Δὲν εἶχα ἰδέα τί θὰ συναντοῦσα καὶ πόσα καινούρια πράγματα θὰ γνώριζα.
Μὲ ἄγγιξαν καὶ μὲ ἀκολουθοῦν. Ἡ γνωριμία μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἀργυροκάστρου Δημήτριο, τὸ προσκύνημα στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τὸ τρισάγιο στὸ μνημεῖο πεσόντων στὸ χωριὸ Βουλιαράτες, ἡ κεντρικὴ Ἐκκλησία τῆς Δερβιτσάνης, τὸ περπάτημα στὸ κάστρο τοῦ Μπερατίου, ἡ συνάντηση μὲ τοὺς Ἕλληνες τῆς Νάρτας, ὁ Ἅγιος Νικόλαος τῆς Μοσχοπόλης, ἡ Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ τῶν Τιράνων, ἡ ἐπαφὴ μὲ τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ἡ παράκληση στὴν Παναγία στὸν 8ο ὄροφο τοῦ ξενοδοχείου, τὸ τελευταῖο πρωινὸ περπάτημα στὴν Κορυτσά. Οἱ στιγμὲς ἔχουν ἄλλη δυναμική, ὅταν ἡ καρδιὰ εἶναι δεκτικὴ στὴν ἔμπνευση ποὺ προσφέρει μιὰ εἰκόνα, ἕνα χαμόγελο, ὁ διπλανός σου, ἕνα τοπίο.
Σὰν πολλαπλασιαστὴς στὴ δυναμικὴ τῶν στιγμῶν λειτουργεῖ ὁ Χριστός, ποὺ νιώθεις ὅτι εἶναι ἐκεῖ, ὅτι ἡ δική Του παρουσία χαριτώνει τὶς στιγμὲς καὶ τὶς συντροφιές. Καὶ γίνονται ὅλα ἕνα πανηγύρι ἀνερμήνευτο! Ξεκίνησα μὲ τὴ βαλίτσα μου χωρὶς ἰδιαίτερες προσδοκίες. Ἴσως γι’ αὐτὸ τὸ χάρηκα τόσο. Ἡ ἐκδρομὴ ἦταν γεμάτη ἐκπλήξεις· ἦταν μιὰ πρώτη γιὰ μένα ἐπαφὴ μὲ ἕνα πολὺ ζωντανὸ κομμάτι τῆς ἱστορίας τῆς σύγχρονης Ἑλλάδας, μιὰ ἐπαφὴ μὲ τὴν προσωπικὴ ἱστορία Ἑλλήνων τῆς Βορείου Ἠπείρου, μιὰ ἀφορμὴ γιὰ νέες φιλίες. Κι ἔτσι, τί παραπάνω νὰ πεῖς, καὶ πῶς ἀλλιῶς νὰ τελειώσεις;«Σ’ εὐχαριστῶ Θεέ μου!».
Ἐπιπλέον ἐντυπώσεις καὶ βιώματα ἀπὸ τὴν καλοκαιρινὴ εκδρομὴ
Βαλταδώρου Δημητρίου
Συμμετείχα πρώτη φορὰ σὲ ἐκδρομὴ τῆς Ἐνωμένης Ρωμιοσύνης. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἔνοιωθες διάχυτη τὴν εὐλογία τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνέργεια τῶν νέων ὰνθρώπων, ποὺ σὲ ἔκαναν νὰ αἰσθάνεσαι ἄνετα, πόσο μάλλον μὴ γνωρίζοντας πρόσωπα καὶ καταστάσεις. Πραγματικὰ μία οἰκογένεια.
.. Μετὰ τοὺς πρώτους σταθμοὺς τῆς ἐπίσκεψής μας καταλήξαμε στὸ χωριὸ Βουλιαράτες, ὅπου καὶ κάναμε ἐπιμνημόσυνη δέηση γιὰ τοὺς νεκροὺς στρατιῶτες. Τὸ νὰ τραγουδᾶς τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο, νὰ ἀκοῦς ἀφηγήσεις ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἄφησαν καὶ ἀφήνουν τὴ δικιὰ τους ἱστορία, εἶναι κάτι συγκινητικό. Σὲ ἐκεῖνο τὸ μέρος ἀκούσαμε ὅτι οἱ Ἠπειρώτισσες γυναῖκες, κάθε Κυριακὴ μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία, μαυροφορεμένες, μοιρολογοῦσαν, ἀνεξαρτήτως ἄν εἶχαν πένθος στὸ σπίτι ἤ ὄχι. Αὐτὸ τὸ κάναν γιὰ τὴ μνήμη καὶ ἀνάπαυση τῶν νεκρῶν Ἑλλήνων στρατιωτῶν ποὺ χάθηκαν στὸν πόλεμο, διότι οἱ μανάδες τους δεν μποροῦσαν νὰ πᾶνε ἐκεῖ νὰ τὸ κάνουν στὸν τόπο θανάτου τοὺς καὶ ἀναλάμβαναν αὐτὲς τὴν τιμὴ καὶ τὸ χρέος αὐτό, τὸ ὁποῖο κάνουν μέχρι σήμερα.
Ἕνα ἄλλο ἀξιοσημείωτο, ἦταν ἡ ἐπίσκεψή μας στὸ χωριὸ Νάρτα. Ἀφοῦ ψάλαμε στὴν κεντρικὴ ἐκκλησία, τὰ παιδιὰ μὲ τὰ μουσικὰ ὄργανα ἀνέλαβαν νὰ τραγουδήσουν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἐπίσκεψης ἐκεῖ, χτυποῦσαν οἱ καμπάνες καὶ ἔβλεπες ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἡλικιῶν νὰ ἔρχονται νὰ μᾶς ἀγκαλιάζουν, νὰ μᾶς κερνᾶνε, νὰ χορεύουν καὶ νὰ κλαῖνε μαζί μας. Σὲ ἐκεῖνο τὸ μέρος οἱ γεροντότεροι μᾶς εἶπαν ὅτι εἶχαν νὰ νοιώσουν ἔτσι ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ΄40. Πραγματικὰ κάτι πολὺ δυνατὸ καὶ ὄμορφο.
Νίκου Καλοβελώνη
ΒΌΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ μία περιοχὴ τόσο μακρινὴ ἀλλὰ καὶ κοντινὴ σὲ μᾶς, μία ΠΑΤΡΙΔΑ τόσο λησμονημένη ἀλλὰ ποὺ
δὲν γίνεται νὰ μείνει ξεχασμένη στὸ βάθος τῆς ἱστορίας γιατὶ τότε χάνεται κάτι σπουδαῖο, ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ καὶ ΙΣΤΟΡΙΑ! Η ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ εἶναι ἡ πυξίδα τοῦ ἑλληνισμοῦ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ποὺ πρέπει κάθε Ἕλληνας νὰ προσανατολίζεται ὥστε νὰ θυμᾶται τὶς θυσίες καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν προγόνων μας..
Ἀπὸ τὸ πρῶτο χωριὸ ποὺ ἐπισκεφτήκαμε μπαίνοντας στὴν Βόρειο Ἤπειρο δε θύμιζε κάτι ἄλλο παρὰ Ἑλλάδα καθὼς ὑπῆρχε ἑλληνικὸς πληθυσμὸς μὲ ἐστιατόριο ὅπου ὁ ἰδιοκτήτης ἦταν Ἕλληνας, μέχρι τὸ ἀρχαῖο θέατρο στὸ Βουθρωτὸ ποὺ χρονολογεῖται ὰπὸ τὸν 3ο π.Χ. αἰώνα πλησίον τῶν Ἁγίων Σαράντα . Ὅπου καὶ ἄν κοίταξα ὅλος ὁ ἀρχαιολογικὸς χῶρος παραπέμπει σὲ Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλλάδα.
Κωνσταντίνου Πύλη
..Σε περίπου 5 ἡμέρες ἐκδρομῆς γνωρίσαμε περισσότερες ἀπὸ 10 πόλεις καὶ χωριά, προσκυνήσαμε περισσότερους ἀπὸ 15 ναοὺς καὶ μοναστήρια, διανύσαμε περισσότερα ἀπὸ 1200χλμ. Ὅμως θὰ σταθῶ οὒτε στὴν πρωτοτυπία τοῦ ἐγχειρήματος, οὒτε στὴ χειμαζόμενη ἀλλὰ πάντοτε ζωντανὴ ἑλληνικὴ μειονότητα, οὖτε στοὺς ἔνδοξους τόπους μαρτυρίου τῶν Ἑλλήνων ἀγωνιστῶν.
Ἀλλὰ θὰ σταθὼ στοὺς νέους ποὺ συμμετεῖχαν στὴν προσκυνηματικὴ αὐτὴ ἐκδρομή. Τὸ σύνολό τους ἦταν ἄθροισμα, μᾶλλον, ἑτερόκλητων προσώπων. Ὡστόσο, ἄν καὶ ὑπῆρχαν ἀρκετοὶ ἄγνωστοι, ἔνιωσαν ἀδελφικὴ συντροφιά. Ἄν καὶ μὲ διαφορετικὲς προσδοκίες, ἀνησυχίες καὶ προβληματισμούς, κοινωνοῦσαν τὸν ἴδιο παλμό, ἔβρισκαν παρηγοριὰ στὸ διπλανὸ τους. Ἄν καὶ περισσότεροι ἀπὸ 80, ὑπῆρχαν στιγμὲς ποὺ ἔνιωθαν λιγότεροι ἀπὸ 2. Ἀπαύγασμα αὐτῶν ἦταν ἡ σχεδὸν φυσικὴ (;) μετάδοση τοῦ παλμοῦ τῆς εἰρήνης ἀκόμη καὶ σὲ ξένους, ἡ ἀκρίβεια στὸν προγραμματισμό, ἡ εὐκολία στὴν ἐπικοινωνία καὶ ἐν γένει ἡ λειτουργία μέσα σ’ ἕνα κλίμα ἁπλότητας καὶ ἀγάπης. Ἄραγε καὶ ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα δὲ διακρίνεται πὼς «ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»;
Μακρίνας Τσαλικίδου,
φιλολόγου
..Οἱ ὀγδόντα νέοι ποὺ μαζευτήκαμε ἀποβραδίς στὰ Ἰωάννινα προερχόμενοι ἀπὸ πολλὲς διαφορετικὲς πόλεις τῆς Ἑλλάδας, συγκλίναμε ἐξ ἀρχῆς νοερὰ καὶ λεκτικὰ στὸ ὅτι τὸ ταξίδι μας θὰ εἶχε ἕναν στόχο. Ἀφήσαμε λοιπὸν τὴν ‘τουριστική’ μας διάθεση γιὰ κάποια ἄλλη περίοδο τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἀφοσιωθήκαμε σὲ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία ἱστορικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἀφύπνισης.
Τὰ ξημερώματα περνᾶμε τὸν συνοριακὸ σταθμὸ καὶ ἡ μόνη οὐσιαστικὴ ἀλλαγὴ εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴ Νότια στὴ Βόρεια Ἤπειρο. Τὸ γεωγραφικὸ τοπίο δὲν διαφέρει, ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμὸς ὅμως πολύ. Ἀραιοκατοικημένες περιοχές, μὲ χαμηλὲς ὑποδομὲς καὶ κυρίαρχη τὴ λιτότητα. Συναντώντας καὶ συνομιλώντας μὲ ντόπιους σὲ κάποια ἀπὸ τὰ σχεδόν ἑκατὸ ἀναγνωρισμένα ἑλληνικὰ χωριὰ καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ ἐπίσκεψη συμπατριωτῶν ἀπὸ τόν ‘ἐλεύθερο ἑλλαδικὸ χῶρο εἶναι σπάνιο φαινόμενο. Ἡ χαρὰ ποὺ τοὺς δίνουμε γυρίζει πίσω σὲ μᾶς καὶ καταλήγει σὲ ἕνα αὐθόρμητο πανηγύρι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία στὴ Νάρτα τῆς Αὐλώνας με χορό, τραγούδι καὶ ἀφιερώσεις ἀπὸ τὶς κυρίες τοῦ χωριοῦ.
Τὴ δεύτερη μεγάλη συγκίνηση τὴ βιώνουμε στὸ Κολικόντασι. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς Αἰτωλὸς μπορεῖ νὰ περιόδευσε ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ διδάξει, ἀφήνοντας πλῆθος προσκυνημάτων γύρω ἀπὸ τοὺς ξύλινους ἤ ιδερένιους σταυροὺς του ποὺ διασώθηκαν, ἐδὼ ὅμως ἄφησε τὴ ζωὴ καὶ τὰ ὀστᾶ του καὶ ἕναν ἀπέριττο τάφο νὰ τὸν σκεπάζει. Σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ εἶχαμε τὴν τύχη νὰ συνοδευόμαστε ἀπὸ ντόπιους ξεναγοὺς καὶ ἀνθρώπους ποὺ ἀφιερώθηκαν οἰκειοθελῶς στὸν βορειοηπειρωτικὸ ἀγώνα. Πληροφορούμαστε γιὰ κάθε πτυχὴ τῆς τοπικῆς ἱστορίας καὶ τῆς πολιτικῆς πρακτικῆς τῶν τελευταίων δεκαετιῶν, γεγονότα σὲ πολλοὺς ἄγνωστα. Ἡ στάση γιὰ ἀπότιση φόρου τιμῆς
στὸ στρατιωτικὸ νεκροταφεῖο τῶν Ἑλλήνων πεσόντων τοῦ 1940-41 στοὺς Βουλιαράτες ἀπαραίτητη.
Μαθαίνουμε ἐπίσης ὅτι κάποτε, μέχρι πρότινος, ἀκόμη καὶ τὸ νὰ κάνει κάποιος τὸν σταυρὸ του ἐδῶ ἐπέφερε ποινὴ φυλάκισης. Τώρα, καθὼς περιδιαβαίνουμε τὴ χώρα ἀπὸ νότο πρὸς βορρᾶ, συναντοῦμε πολλοὺς ναούς, ἄλλους παλιότερους, ποὺ διατηρήθηκαν καὶ ἀναστηλώθηκαν, καὶ ἄλλους σύγχρονους, ὅπως ὁ ναὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν Κορυτσὰ καὶ ὁ μητροπολιτικὸς ναὸς στὰ Τίρανα, ποὺ ἐπιβάλλεται ἀνάμεσα στὰ μουντὰ κτήρια τῆς νεόδμητης πρωτεύουσας.