Μεγάλως τιμώμενος στήν Θεσσαλία, Ἤπειρο, Μακεδονία καί στίς παραδουνάβιες χῶρες, γιά τήν πλούσια πνευματική, φιλάνθρωπη καί ἔθνικη δράση του, ἀπό τήν Ἐκκλησία ὑμνεῖται σάν «Λαρίσης ὑπέρμαχος καί Θεσσαλίας ἁπάσης φρουρός καί ὄντως πρόστάτης, Ἑλλάδος τε καύχημα καί τῆς Ἠπείρου ἄκουσμα καί τό τῆς Τρίκκης τείχισμα». Εἶναι ὁ Ἱδρυτής τῆς περίφημης μονῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῆς ἐπονομαζόμενης Δουσίκού, καλεῖται δέ πρός ἀντιδιαστολή ἀπό τόν ὁμώνυμο Βησσαρίων Α΄(τοῦ προηγουμένου), «κτίτωρ Δουσίκου» ἤ «ὅ του Σωτῆρος», θαυματουργός θεωρούμενος. Αὐτός γεννήθηκε γύρω στά 1490 στήν κωμόπολη τῶν Μεγάλων Πυλῶν, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τόν μικρόν σημερινό συνοικισμό τῆς Πόρτα Παναγιᾶς, ἀπό εὐσεβεῖς καί μεσαίας τάξης γονεῖς (Ἀλ. Χατζηγάκη, Τ’ Ἀσπροπόταμο Πίνδου, Α΄, Τρίκαλα 1946, σ. 11). « Ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» ἔγινε ὑποτακτικός του εὐσεβοῦς καί λογίου Μάρκου, ὁ ὁποῖος νωρίτερα ἀνῆλθε στόν μήτροπολιτικό θρόνο Λαρίσης, σέ διαδοχήν Βησσαρίωνος τοῦ Α΄, μετακινηθείς ἀπό τήν ἐπίσκοπή Τρίκκης. Κοντά του ὁ Βησσαρίων διδάχθηκε πολλά, πολύ δέ νωρίς περιβλήθηκε τό μοναχικό τριβώνιο καί ἔφθασε εἰκοσαετής μόλις στόν βαθμό τοῦ ἐπισκόπου καί τοποθετήθηκε στή χηρεύουσα ἐπισκοπή Δομενίκου καί Ἐλασσῶνος (Ν. Γιαννόπουλου, Ἐπισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας, στήν Ἐπετηρίδα Παρνασσού, ΙΑ’ [1915], σ. 200・ταυτισθείς πρός τόν Βησσαρίωνα Β’ τόν ἡμέτερον).
Τόν νεαρό Βησσαρίωνα ὁ λαός τῆς ἐπαρχίας δέν τόν ἀναγνώρισε σάν ἀρχιερέα κανονικό, διότι δῆθεν παράνομα ἐξελέγη, ἐκτός των ἄλλων ἰσχυριζόμενος ὅτι αὐτοκέφαλη ἦταν Ἐκκλησία Ἐλασσῶνος. Ἀφοῦ δέ ἔγινε προσφυγή στό οἰκουμενικό πατριαρχεῖο καί ἀφοῦ τοποθετήθηκε ἄλλος ἀρχιερέας, πιθανώτατα ὁ Νικάνορας, ὁ Βησσαρίων ἀναγκάσθηκε ν’ ἀποσυρθεῖ, μετά ἀπό λίγο ὅμως ἀντικαθιστᾶ τόν ἀποθανόντα ἔξαρχον τῆς πλησιοχώρου ἐπισκοπῆς Σταγῶν Νικάνορα ἀπό τό 1514 γιά μιά ἑξαετία ὁλόκληρη. Κατά τήν περίοδο αὐτή ποιμαίνει καλά καί θεάρεστα τήν ἐπαρχία, εὐδοκιμώντας καί θαυμαζόμενος ἀπό τόν λαό του.Παρά ταῦτα ἐδοκίμασε καί κάποια πικρία, διότι ἀναφέρεται ὅτι ἐξορίσθηκε ἕνεκα τῆς φιλοξενίας κάποιου
ἰσχυροῦ ἱερέως Δομιτίου.
Μετά ἀπό τό θάνατο τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Μάρκου- πού συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν Ἁγίων της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ πνευματικοῦ πατέρα καί προστάτη του Βήσσαρίωνος- ὁ τελευταῖος αὐτός προωρίσθηκε, κατά ἀξίωση τοῦ θεσσαλικοῦ λαοῦ, νά τόνδιαδεχθεῖ, ἐκλεχθείς πράγματι τό 1520 κανονικός ἀρχιερεύς τῆς Λαρίσης, ὅπου μέχρι τόν θάνατό του (1540) ἐργάσθηκε μέ ζῆλο καί αὐταπάρνηση, καλλιεργώντας τήν ἀρετή. Ἔργο τῆς σύντομης ἀλλά ἀποδοτικῆς ζωῆς τοῦ Βησσαρίωνος, ἐκτός τῆς δράσης του στόν τομέα τῆς φιλανθρωπίας, ὑπῆρξε ἡ ἀνέγερση ξεχωριστῆς μονῆς πρός τιμήν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ πλησίον της γενέτειράς του. Χάριν τῆς ἱδρυθείσης στίς Μεγάλες Πύλες μονῆς, τῆς ἐπιλεγόμενης τοῦ Δούσικου, ἀνέλαβεν ὁ κτίτωρ αὐτῆς ἀποστολική ὁδοιπορία στίς χῶρες τῆς
παριστρίου ἡγεμονίας, τόσον γιά ἔρανο ὅσο καί γιά κήρυγμα πρός τό λαό, κατά το ἔτος 1529. Γιά τίς πολλές του ἀρετές ὁ λαός τῆς Θεσσαλίας τιμοῦσε τόν Βησσαρίωνα ἀκόμη ζῶντα καθώς και οἱ χῶρες μέχρι τόν Δούναβη. Τήν 15 Σεπτεμβρίου 1540, (κατ’ ἄλλους 1541), ἀπέθανε και ἐτάφη στή ἱδρυθεῖσα ἀπό αὐτόν μονή Δούσικου.
Μετά το θάνατό του πέριεβλήθηκε μέ τήν τιμήν τοῦ Ἁγίου καί θεωρεῖται θαυματουργός. Διηγεῖται ὁ ἀνώνυμος βίογράφος του ὅτι κάποιος μουσουλμᾶνος λόγω τῶν πολλῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου, ἐπί του τάφου του μάλιστα ἐκδηλούμενων, ἔκλεψε τό τίμιον σῶμα τοῦ Ἁγίου περί τά τέλη τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος καί τό πούλησε σέ ξένη χώρα.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος τελείται τήν ἡμέρα τοῦ Θανάτου του,15 Σεπτεμβρίου, ἡ ὁποία εἶναι ἡμέρα συναγερμοῦ γιά τόν θρησκεύοντα λαόν τῶν βορειοτέρων διαμερισμάτων. Ὀκτώ ἀκολουθίες ἔχουν ἀφιερωθεῖ σ’ αὐτόν ἀπό διάφορους γραμμένες, ἀλλά ἔχουν στενή μεταξύ τους ἐξάρτηση. Κυριώτερη πηγή τῆς δράσής τοῦ Βησσαρίωνος εἶναι ἡ «σύν ἐγκωμίω παλαιά βιογραφία» αὐτοῦ γραμμένη ἀπό ἅνώνυμο, λίγο μετά τό θάνατό του. Περί τό 1544 τή χρησιμοποίησε ὁ γνωστός καί πολυγραφότατος λόγιος ἀπό τήν Ζάκυνθο Παχώμιος Ρουσάνος. Τό σχετικό γιά τόν βίο ὑλικό συμπληρώνουν ἐπιγραφές καί μεταγενέστερα συναξαριογραφικά κείμενα, στά ὁποῖα ἀνήκει καί ἡ δημοφιλέστερη βιογραφία τοῦ Ἁγίου, πού ἀποδίδεται στόν διδάσκαλον τοῦ Γένους Ἀναστάσιο τόν Γόρδιο ἀπό τά Ἄγραφα.Οἱ διαθῆκες: Γνωστές εἶναι στό βυζαντινόν κτητορικόν δίκαιο οἱ κατά τόν ἐπικρατέστερον ὅρον «κτητορικές διαθῆκες» καλούμενες, πού ἀπορρέουν ἀπό τίς ἀρχές τοῦ μοναχικού βίου.Τρεῖς διαθῆκες προσγράφονται στόν Ἅγιο Βησσαρίωνα, πού σώζονται ὅλες καί φυλάσσονται στήν ἀπ’ αὐτόν ἱδρυθεῖσα μονή τοῦ Δούσικου. Οἱ δυό πρῶτες, βραχύτερες , χρονολογοῦνται ἀπό τοῦ σωτηρίου ἔτους 1535. Ἡ τρίτη, ἡ και ἐκτενέστερη, δέν εἶναι χρονολογημένη, εἰκάζεται ὅμως ὅτι αὐτή εἶναι μεταγενέστερη ἀπό τίς προηγούμενες. Τίς πρῶτες δύο διαθῆκες ἐπεκύρωσε μεταγενέστερα σιγίλλιον πατριαρχικόν, ἐκδοθέν τό 1536 ἀπό τόν πατριάρχη Ἱερεμία
Α’. Ἡ ἄλλη ἀπό αὐτές, πού ἀπευθύνεται πρός τούς διαδόχους τοῦ Βησσαρίωνος στήν μητρόπολη Λαρίσης, ἐξεδόθη ἀπό τόν κώδικα τῆς μονῆς Δούσικου μαζί μέ τήν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου.
Καμία ἀπό τίς διαθῆκες δεν εἶναι αὐτόγραφή του Βησσαρίωνος. Ἰδιόχειρη εἶναι μόνο ἡ ὑπογραφή τοῦ Ἁγίου στό τέλος.
Μέ πιό πολλά ὁμιλεῖ ὁ Ἅγιος περί τοῦ θησαυροῦ τῶν οὐρανῶν ἀντί τοῦ ἐπιγείου καί νουθετεῖ τούς μέλλοντας νά ἐγκαταβιώσουν στή μονή του. Σαφέστερα παραγγέλλει γιά ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος θά ἤθελε νά ἐπιθυμήσει νά μονάση, νά διαθέσει προηγουμένως
κάλά τά δικά του, διότι μετά τήν εἴσοδο «οὐκ ἐξεστιν ἐπιστρέψαι καί διορθῶσθαι τί τῶν αὐτοῦ».
ΤΑΣΟΣ ΑΘ. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ