Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου
Ἀν. Καθ. Παν. Ἀθηνῶν
Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας
Ἔλλειψη κάθε μέτρου στὴ γλώσσα, ἀδιακρισία, αὐθάδεια, ἀπρέπεια, ξετσιπωσιά, βωμολοχία, ἀκατάσχετη φλυαρία.
Ὡς γνωστό, οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὡς λογοἀκουστικὸς λαὸς ἔδιναν μεγάλη βαρύτητα στὴ λεκτικὴ καθαρότητα, τὴ μορφολογικὴ καλλιέπεια καὶ τὴ νοηματικὴ ἀκρίβεια τοῦ προφορικοῦ λόγου. Γραμματιστές, ποιητές, ρήτορες καὶ φιλόσοφοι εἶχαν διαμορφώσει εἰδικοὺς κανόνες σύνταξης, μορφῆς, ὕφους κ.λπ. τῆς γλώσσας. Περισσότερο ἀπὸ ὅλα ὅμως πρόσεχαν στὴν ἀξία τῶν σημαινομένων, μὲ τὰ ὁποία θὰ πρέπει νὰ συμφωνεῖ τὸ κάθε σημαῖνον. Ἔτσι, πασίγνωστη κατέστη ἡ παροιμία «ἡ γλῶσσά σου μὴ προτρεχέτω τοῦ νοῦ» (Στοβαίου, Ἀνθολόγιον, βιβλ. 3, 1)…. Ὁμοίως, κυκλοφοροῦσαν πολλὰ γνωμικὰ γιὰ τὴ συγκράτηση τῆς γλώσσας: «γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν· ὃ καὶ γέροντι καὶ νέω τιμὴν φέρει». Κατὰ τὸν Ἡσίοδο, «γλώσσης τοῖς θησαυρὸς ἐν ἀνθρώποισιν ἄριστος φειδωλῆς πλείστη δὲ χάρις κατὰ μέτρον ἰούσης». Σύμφωνα μὲ τὸν Ὅμηρο , ἡ θεὰ Ἀθηνά ἐπιτιμᾶται ἀπὸ τὸν Δία γιὰ τὴν ἀθυροστομία της. Ὁ δὲ Δημόκριτος ἔλεγε ὅτι «γλώσσαν μίαν ἡ φύσις τοῖς ἀνθρώποις δέδωκεν, ὦτα δὲ δύο, ἴνα διπλασίονα, ὧν λέγομεν, ἀκούωμεν».
Στὴν Π.Δ., μέσα σὲ ἕνα αὐστηρὸ ἠθικοθρησκευτικὸ κλίμα, ἀναγνωρίζεται ἡ ὕψιστη σημασία τῆς ὕπαρξης χαλινοῦ στὴ γλώσσα (Σ. Σολ. 28, 25), τὸν ὁποῖο ἱκετεύει ὁ Δαβὶδ νὰ θέσει ὁ Θεὸς στὸ στόμα του (Ψαλμ. 142, 3). Στὶς Παροιμίες (13, 3) διαβάζουμε: «ὃς φυλάσσει τὸ ἑαυτοῦ στόμα τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ὁ δὲ προπετὴς χείλεσιν πτοήσει ἑαυτόν». Ὁμοίως, στὴν Κ.Δ. ἡ χαλιναγώγηση τῆς γλώσσας, ποὺ βεβαίως δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση, συνδέεται ἀμέσως μὲ αὐτὴ τὴν «εἰκόνα» τοῦ Χριστιανοῦ, τῆς κατεξοχὴν θρησκείας τοῦ σαρκωμένου Λόγου: «Εἰ τὶς δοκεῖ θρῆσκος εἶναι μὴ χαλιναγωγῶν γλώσσαν αὐτοῦ ἀλλὰ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία». Γιατί, ἂν ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ποὺ μέσω τοῦ <κατ’ εἰκόνα> συνιστᾶ τὸ «εἶναι» καὶ τὸ «φαίνεσθαι» κάθε προσωπικότητας, νοσεῖ λόγω ἀσυγκρατησίας καὶ ἀμετρίας, τότε σπιλώνει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη, καταδικάζοντας σὲ αἰώνιο θάνατο τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό, ὁ ἀπόστολος Πέτρος παροτρύνει: «ὁ γὰρ θέλων ζωὴν ἀγαπᾶν καὶ ἰδεῖν ἡμέρας ἀγαθᾶς παυσάτω τὴν γλώσσαν ἀπὸ κακοῦ καὶ χείλη του μὴ λαλῆσαι δόλον» (Α’ Πέτρ. 3, 10).
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν ὅτι κυρίως μέσω τῆς ἀκόλαστης γλώσσας μᾶς πειράζει ὁ διάβολος, ἀφοῦ κανένα ἄλλο ὄργανο τοῦ σώματός μας δὲν τοῦ παρέχει τόση εὐκολία γιὰ νὰ μᾶς ἀπατήσει καὶ παρασύρει στὴν ἁμαρτία. Πολλοί, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἔπεσαν μὲ μάχαιρα, ἀλλ’ ὄχι τόσοι, ὅσοι «ἔπεσαν» μὲ τὴ γλώσσα τους, ἀφοῦ, κατὰ τὸν Πυθαγόρα, «ξίφους πληγῆ κουφοτέρα γλώσσης· τὸ μὲν γὰρ σῶμα ἡ δὲ ψυχὴν τιτρώσκει». Γι’ αὐτό, ἂς «μὴ ἀγαπῶμεν λόγω μηδὲ τὴ γλώσση ἀλλὰ ἐν ἔργω καὶ ἀληθεία», καθὼς μᾶς προτρέπει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης.
Ὁ ἀθυρόστομος, ἀφοῦ δὲν θέτει φραγμοὺς στὰ λόγια του, πολλὲς φορὲς μεγαλοποιεῖ γεγονότα, ὑπερβάλλει μέσω τῆς φαντασίας του καὶ ἑπομένως ψεύδεται. Ἔτσι, οἱ ἀθυρόστομοι διαπρέπουν στὴν κατάκριση καὶ τὴν αἰσχρολογία, ἀφοῦ ἀγνοοῦν τὴ σημασία τῆς αἰδοῦς καὶ τῆς συστολῆς. Συχνά, μάλιστα, ὁ θρασύγλωσσος γιὰ νὰ ἔχει ὑλικὸ νὰ ὁμιλεῖ, μεταξὺ ὅλων τῶν ἀνάρμοστων, χρησιμοποιεῖ καὶ χονδροειδῆ ἢ/καὶ ἀηδῆ ἀστεία, ἀνέκδοτα, κακότεχνες εὐτραπελίες, βαρεῖς χαρακτηρισμούς, ἀκόμα δὲ καὶ ἄρνηση ἢ χλευασμὸ παραδεδεγμένων ἀξιῶν, συμπεριλαμβανομένων τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς χριστιανικῆς Πίστεως. Ἔτσι, κατὰ τὸν Θεόδωρο Κύρου, ὑπάρχουν «ἄθυρα» στόματα, ποὺ ἀρνοῦνται τὴ Θεῖα Πρόνοια καὶ τὴν ἁρμονία τοῦ σύμπαντος.
Ἡ ἀθυροστομία ἐμφανίζεται στὸν ἄνθρωπο συνήθως μετὰ τὴ διὰπράξη ἀπὸ τὸν ἴδιο μίας ἁμαρτίας. Τὸ σύμπτωμα αὐτὸ ἐξηγεῖται ψυχαναλυτικῶς μέσω τῶν μηχανισμῶν ἄμυνας. Ὁ ἠθικοπνευματικῶς νοσῶν, θέλοντας νὰ αὐτοδικαιωθεῖ γιὰ μία πράξη του, προσπαθεῖ νὰ ἀπολογηθεῖ, διανοητικοποιώντας, προβάλλοντας ἢ ἐκλογικεύοντας τὴν ἀντίδρασή του. Ἔτσι, ἀπὸ «ἀμυνόμενος», περνᾶ στὴν «ἐπίθεση», κομπάζοντας γιὰ τὶς πράξεις του: «Ἀθυρόγλωσσοι, ἐν τοσούτοις καὶ τηλικούτοις ἐγκλήμασιν γίγνονται· ὥσπερ γὰρ τοῖς κατορθούσι μετριάζειν μετὰ τὰ κατορθώματα ἔθος, οὕτω καὶ τοῖς ἁμαρτάνουσι μετὰ τὰ πταίσματα ἐπαίρεσθαι διὰ τῆς γλώσσης».
Συνέπεια τῆς ἀθυροστομίας εἶναι ἡ ἀχαλίνωτη πολυλογία, ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζουν πλεῖστα ὅσα κακὰ: ἠθικὰ (αὐτοπροβολή, συκοφαντία), κοινωνικὰ (διενέξεις, ἄμβλυνση ἢ/καὶ διάλυση τῶν κοινωνικῶν δεσμῶν) καὶ ψυχολογικὰ (γλωσσικὴ παραδρομή, διάχυση τῶν σὺναισθημάτων καὶ γένεση σεξουαλικῶν παραστάσεων κ.λπ.), κυρίως. Τοὺς καρποὺς αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς ἀθυροστομία τονίζει ἰδιαιτέρως ἡ Σοφία Σολομῶντος (19, 6. 25, 8).