Κυριαζῆ-Φέντα Μαρίας
Εἶχα καιρὸ νὰ περπατήσω στοὺς δρόμους τῆς πόλης. Καὶ ἀντικρίζω λογιῶν λογιῶν ἀνθρώπους, ἀπογοητευμένους καὶ δίχως χαρά. Μὰ πιὸ πολὺ ξαφνιάζομαι μὲ τὰ πρόσωπα τῶν νέων. Ποῦ εἶναι αὐτὴ ἡ δύναμη καὶ ζωντάνια πού ἀλλάζει τὸν κόσμο; Ποῦ εἶναι τὰ ὄνειρα γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο; Ποῦ εἶναι τὸ χαμόγελο αἰσιοδοξίας καὶ ξεγνασιᾶς; Δυστυχῶς ἡ χώρα αὐτὴ τοὺς ὁδήγησε σὲ ἀδιέξοδα μεγάλα. Καὶ τώρα; Ἀναρωτιοῦνται. Τώρα δὲν ὑπάρχει αὔριο, δὲν ὑπάρχει σήμερα. Δὲν ὑπάρχει τίποτα γιὰ μᾶς ἐδῶ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντησή τους καὶ σκέφτονται τὴν ξενιτιά. Καὶ ἐγὼ κάθομαι καὶ ἀναρωτιέμαι. Εἶμαι κι ἐγὼ νέα, ἄνεργη, πτυχιοῦχος δίχως δουλειά. Κι ὅμως εἶμαι χαρούμενη, αἰσιόδοξη, χωρὶς φόβο. Νιώθω ἔνοχη ποὺ αἰσθάνομαι χαρά, ὅταν τόσοι γύρω μου ὑποφέρουν. Ποιὸς νὰ εἶναι ὁ λόγος; Ἀναρωτιέμαι καὶ οἱ ἴδιοι οἱ νέοι μοῦ δίνουν τὴν ἀπάντηση… Μὲ κοιτοῦν καὶ σκᾶνε ἕνα γλυκὸ χαμόγελο. Γιατί; Γιὰ τὸ μικρὸ πλασματάκι ποὺ ἔχω στὴν ἀγκαλιά μου. Ἕνα πλασματάκι μὲ μικρούτσικα ἀμυγδαλωτὰ ματάκια μὲ κοιτᾶ καὶ χαμογελᾶ. Ἀμέσως οἱ ἔγνοιες ἔφυγαν, ὅλες οἱ σκοτοῦρες ἔσβησαν. Τὸ χαμόγελό του μὲ κάνει νὰ χαμογελῶ, τὸ κλάμα του μὲ κάνει νὰ τρέξω κοντά του καὶ νὰ τὸ κάνω νὰ γελάσει ξανά. Τὰ χεράκια του μοῦ λένε νὰ σηκωθῶ ὄρθια. Τὸ στοματάκι του μοῦ λέει νὰ βγῶ ἔξω νὰ περπατήσω. Τὰ ποδαράκια του μοῦ λένε νὰ τρέξω στὴ φύση καὶ τὰ ματάκια του μοῦ λένε κοίτα ψηλά, τὸν Θεὸ νὰ ὑμνήσω. Ναί! ἡ μητρότητα δίνει ζωὴ στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλάζει ἡ ζωή. Πλέον δὲν ὑπάρχω ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἐμεῖς καὶ τὸ σπίτι γεμίζει χαρὰ.
Καὶ θὰ μοῦ πεῖ ἕνας νέος. Δηλαδὴ ἕνα μωρὸ θὰ μὲ σώσει ἀπὸ αὐτὴ τὴ δύσκολη θέση; Ὄχι, θὰ τοῦ ἀπαντήσω. Ἀλλὰ τὰ μωρά, τὰ παιδιά σοῦ δείχνουν πῶς μπορεῖς νὰ ἀντιμετωπίζεις τὶς δύσκολες στιγμές. Νιώθεις χαρά, νὰ ξεκαρδίζεσαι καὶ νὰ μεταδίδεις καὶ γύρω σου αὐτὴ τὴ χαρά. Νιώθεις πόνο; Κλάψε καὶ ἀναζήτησε τὸν Πατέρα μας καὶ νὰ εἶσαι σίγουρος πὼς τὰ στοργικά του χέρια θὰ σὲ ἀγκαλιάσουν θὰ σὲ παρηγορήσουν καὶ τότε κι ἐσὺ θὰ χαμογελᾶς. Ἄφησε τὸν Θεὸ νὰ σὲ καθοδηγήσει. Ἐκεῖνος ξέρει τί θὰ σὲ ὠφελήσει.. Ναὶ, νέοι καὶ νέες, κάντε παιδιά, γίνετε μάνες, μπαμπάδες καὶ κάντε παιδιά. Γεμίστε τὴ χώρα μὲ ἑλληνόπουλα, Ρωμηῶν παιδιά. Ξεσηκωθεῖτε ἀπὸ τὰ μπὰρ, τὰ καφὲ καὶ πιᾶστε τὴ γῆ μας, ἂς δουλέψουμε τὰ ἱερά μας χώματα. Τόσους αἰῶνες αὐτὴ μας ἔθρεψε, μᾶς ἀναγέννησε ἀκόμα καὶ στὴν σκλαβιά. Ἂς μὴ ποθοῦμε τὶς βολικὲς θέσεις τῆς πολυθρόνας ποὺ σίγουρα δὲν φέρνουν χαρά. Ἂς κάνουμε νὰ καρπίσει ἡ χώρα ξανά. Καὶ τότε θὰ τὴν ἀγαπήσουμε ξανά, τὴ μάνα μας Ἑλλάδα, τὴ φύση, θὰ δοῦμε τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἀδέλφια μας ξανά. Καὶ τότε θὰ νιώσουμε πὼς προσφέρουμε κάτι κι ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἡ ἄχρηστη τεμπέλικη γενιὰ ὅπως μᾶς ἀποκαλοῦν. Καὶ τότε θὰ λάμψει τὸ χαμόγελο στὸ πρόσωπό μας, ξανά. Ναί, ἂς γίνουμε σὰν τὰ παιδιὰ καὶ ἂς κάνουμε τὴ χώρα νὰ γεμίσει παιδιὰ μὲ χαρά!