Βασιλείου Χ. Στεργιούλη
θεολόγου
«Σπουδάζωμεν κατὰ τὸν τοῦ Θεοῦ νόμον συνάπτειν τοὺς νέους» (Ἱερὸς Χρυσόστομος)
Πανάρχαιος ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας. Καὶ σημαντικὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία. Συμβάλλει στὴν ψυχοσωματικὴ ἑνότητα καὶ ὁλοκλήρωση τῶν συζύγων, στὴν ἀλληλοβοήθεια καὶ συμπαράστασή τους στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς. Καὶ συντελεῖ στὴν διαιώνιση τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Τὴν ἀξία καὶ σπουδαιότητά του ἐκφράζει ὁ λόγος τοῦ μεγάλου Ρώσου διανοητῆ Λ. Τολστόι: «ἐκτὸς ἀπὸ τὸν θάνατο, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ σοβαρὸ ἢ πιὸ ἀθεράπευτο ἀπὸ τὸν γάμο». Εἶναι βέβαια βαρὺ πλῆγμα ἡ ἀτυχία στὸ ἐπάγγελμα. Φέρει οἰκονομικὴ στενότητα καὶ δυσπραγία. Σωρεύει πλῆθος προβλημάτων. Στερεῖ τὰ ἀπαραίτητα τῆς ζωῆς. Τὰ πλέον αὐτονόητα. Μὰ ἡ ἀποτυχία στὸ γάμο εἶναι συμφορά. Δηλητηριάζει τὴ ζωὴ τῶν συζύγων καὶ τῶν παιδιῶν ποὺ ἀκολουθοῦν. Τὴν κάνει ἀβάστακτη, ἀνυπόφορη.
Εἶναι βασικὸς κοινωνικὸς θεσμὸς ὁ γάμος. Κύτταρο τῆς κοινωνίας. Καὶ ἦταν ἀνέκαθεν συνδεδεμένος μὲ τὴ θρησκεία. Εἶχε ἱερὸ χαρακτῆρα. Ἦταν ἡ ἱερότερη σύζευξη κατὰ τὸν Πλούταρχο (45 – 120 μ.Χ.), τὸν ὀνομαστὸ Ἕλληνα πεζογράφο, ἱστορικό, βιογράφο καὶ φιλόσοφο.
Ἡ σύναψη τοῦ γάμου γινόταν ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων μὲ εἰδικὲς τελετουργίες. Μὲ εὐχές, ὕμνους καὶ θυσίες πρὸς τὶς γαμήλιες θεότητες, τὶς προστάτιδες τοῦ γάμου. Ἐξέφραζαν αὐτὲς οἱ τελετουργίες τὴν ἱερότητα τοῦ γεγονότος. Καὶ τὴ δέσμευση τῶν συζύγων πρὸς τὶς θεότητες τοῦ γάμου. Αὐτὴ ἡ ἱερότητα ἦταν ὁ συνδετικὸς δεσμὸς τοῦ γάμου καὶ τῆς οἰκογένειας. Αὐτὴ συντελοῦσε στὴν ἀφοσίωση τῶν συζύγων μεταξύ τους. Ἀναφέρεται μάλιστα ὑπέροχο παράδειγμα Ρωμαίας, ποὺ ὁ σύζυγός της εἶχε καταδικασθεῖ σὲ θάνατο. Τὴν ὥρα ἐκτέλεσης τῆς θανατικῆς ποινῆς στάθηκε ἀπέναντί του καὶ βυθίζοντας ξίφος στὸ στῆθος της τὸν ἐνίσχυε κραυγάζοντας: βλέπεις, δὲν πονῶ.
Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι στὶς ἀρχαῖες κοινωνίες δὲν ὑπῆρχε ἔκλυση ἠθῶν. Ἡ πορνεία καὶ ἡ μοιχεία ἦταν τότε συνήθη φαινόμενα. Καὶ ἐπιτρεπόταν ἡ πολυγαμία. Ἡ συνοίκηση τοῦ ἄνδρα μὲ ἐκτὸς τοῦ γάμου γυναῖκες.
Συχνὸ φαινόμενο ἡ πολυγαμία στὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο, ποὺ ἦταν ὁ πιὸ προηγμένος. Καὶ στὸν ἑβραϊκὸ κόσμο, ποὺ τονιζόταν ἰδιαίτερα ἡ ἱερότητα τοῦ γάμου, ἐπιτρεπόταν στὸ σύζυγο νὰ παίρνει καὶ δεύτερη γυναῖκα, ἂν ἡ πρώτη του ἦταν στεῖρα, προκειμένου νὰ ὰποκτήσει τέκνα. Ἡ τεκνογονία ἦταν ἰδιαίτερα τιμητικὴ γιὰ τὸ ἀνδρόγυνο. Ἐθεωρεῖτο εὐλογία Θεοῦ, συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία.
Τὸν ἠθικοκοινωνικὸ καὶ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα ποὺ εἶχε ὁ γάμος στὸ ρωμαϊκὸ κόσμο φανερώνει ὁ ὁρισμὸς τοῦ γάμου ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο νομοδιδάσκαλο Μοδεστῖνο (3ος μ.Χ. αἰ.): «Γάμος ἐστὶν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνάφεια, συγκλήρωσις τοῦ βίου διά παντός, θείου τε καὶ ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία …». Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐμφανίζει τὴν ἱερότητα τοῦ γάμου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸ πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος: «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε …» (Γεν. 49 9,1). Ἀναφέρεται αὐτὴ στὸ νὰ γίνουν οἱ σύζυγοι συνεργοὶ Θεοῦ. Συνδημιουργοὶ στὴν ἀπόκτηση τέκνων. Σχετίζεται δηλαδὴ ἡ εὐλογία μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ νά σώσει τὸν κόσμο.
Ἡ μονογαμία καθιερώνεται στὴν παλαιά Διαθήκη μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀδὰμ «Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσε ται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γέν. 2,24). Στηρίζεται δὲ καὶ διασφαλίζεται ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Δεκαλόγου «οὐ μοιχεύσεις» κ.ἄ. Προετοιμασία τοῦ ἑβραϊκοῦ κόσμου νὰ δεχθεῖ τὴν περὶ γάμου διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ὁ γάμος τοῦ Τωβία καὶ τῆς Σάρρας. Εἶναι ὁ γάμος – πρότυπο, ἡ ἰδανικὴ ἕνωση τῶν συζύγων, ἡ ὁποία ἔχει ὡς βάση καὶ θεμέλιο τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ὑψηλότερο νόημα δίνει στὸν γάμο ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν Καινὴ Διαθήκη. Νομοθετεῖ τὴ μονογαμία καὶ τὸν γάμο ἀδιάλυτο μὲ τὴν κατηγορηματικὴ προσταγή του: «ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Μαρκ. 10,9). Δὲν δέχεται κανένα λόγο διαζυγίου, πλὴν τῆς συζυγικῆς ἀπιστίας, ποὺ μαρτυρεῖ ἔλλειψη ἀγάπης, τῆς βασικῆς προϋπόθεσης γιὰ τὴ σύναψη γάμου, καὶ εἶναι προσβολὴ τοῦ θείου νόμου καὶ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ.
Τὴν ἀξία ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς στὸν γάμο τονίζει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐγκαινιάζει τὶς θαυματουργίες Του μὲ τὸ θαῦμα στὸν γάμο τῆς Κανᾶ. Ἀλλὰ καὶ παρομοιάζει τὴ χαρμοσύνη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μὲ ἐκείνην τοῦ δείπνου τοῦ γάμου καὶ τὸ θεανθρώπινο πρόσωπό Του τὸ ὀνομάζει νυμφίο. Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, τὸ «στόμα Χριστοῦ», ἀναφερόμενος στὸν γάμο, τὸν ὀνομάζει «μυστήριον μέγα», ποὺ ἀνάγει τὴν ἀρχή του στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ σύζυγοι, λέει, ἑνώνονται «εἰς σάρκα μίαν». Σὲ ἕνα σῶμα. Ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα μὲ τὴν Ἐκκλησία. Στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας λοιπὸν ὁ γάμος εἶναι μυστήριο. Μυστήριο ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τοῦ ἀνδρογύνου εἶναι μυστηριακή. Εἰκονίζει τὴ μυστηριακὴ ἕνωση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι οἱ σχέσεις τῶν συζύγων μεταξύ τους στηρίζονται στὸν ἀμοιβαῖο σεβασμό.
Ὁ ἄνδρας ἀγαπάει τὴ γυναῖκα, ἔχοντας ὡς πρότυπο καὶ ὑπόδειγμά του τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἀγάπησε τὴν ἐκκλησία, ὥστε παρέδωσε τὸν Ἑαυτό Του ὑπὲρ Αὐτῆς. Ἡ δὲ γυναῖκα ἀνταποκρίνεται στὴν ἀγάπη αὐτὴ τοῦ ἄνδρα μὲ τὴν ὑποταγή της σ’ αὐτόν, «ὥσπερ ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ». Δὲν πρόκειται γιὰ δουλικὴ ὑποταγή, ἀλλὰ γιὰ ἀμοιβαία ἀνταπόκριση. Αὐτὴ ἡ ἀνιδιοτελὴς καὶ θυσιαστικὴ ἀγάπη Χριστοῦ Ἐκκλησίας προβάλλεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὡς εἰκόνα τῆς ἀγάπης τῶν συζύγων μεταξύ τους.
Ὁ χριστιανικὸς λοιπὸν γάμος δὲν εἶναι ἕνα γεγονὸς κοσμικό, κοινωνικό. Εἶναι κυρίως πνευματικό. Εἶναι ἡ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ομολογία τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας νὰ ἑνώσουν τὴ ζωή τους γιὰ πάντα. Καὶ ἡ ἱερολογία καὶ καθιέρωσή του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀποβλέπει στὴ φυσικὴ ἕνωσή τους καὶ στὴ σύνδεση τῶν ψυχῶν τους μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ τρίτος παράγοντας, ποὺ παρεμβάλλεται ὡς ἑνοποιὸς κρίκος μεταξύ τους. Γιὰ νὰ τοὺς συνδέσει ἀρρήκτως καὶ νὰ τοὺς στηρίξει καὶ δυναμώσει στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς, ποὺ δὲν εἶναι πάντα ἀνθόσπαρτο. Ἔχει τὶς δυσκολίες καὶ τὶς κακοτοπιές. Τὶς θύελλες καὶ καταιγίδες, ποὺ ἀπειλοῦν νὰ σπάσουν τοὺς κρίκους τοῦ γάμου καὶ νὰ τὸν μεταβάλουν ἀπὸ λιμάνι σὲ ναυάγιο.
Αὐτή, δυστυχῶς, τὴν τραγικότητα βιώνουμε σήμερα. Ὁ γάμος καὶ ἡ οἰκογένεια διέρχονται, ὅπως ἀναφέρθηκε, πρωτοφανῆ κρίση. Συνέβαλαν σ’ αὐτὴ οἱ νέες, «προοδευτικὲς» ἰδέες γιὰ τὴ ζωή. Καὶ ἰδίως οἱ ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸν ἔρωτα καὶ τὴν ἀγάπη τῆς πανσεξουαλικῆς ἐποχῆς μας. Δὲν διακρίνεται ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι θυσιαστική, ἀπὸ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶναι ἰδιοτελὴς καὶ ἐγωπαθής. Ἔτσι φθάσαμε στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη ὅτι ἕνας καλὸς γάμος διαρκεῖ τὸ πολὺ πέντε χρόνια. Μετὰ δὲν ἔχει νόημα, ἀφοῦ «ἐξατμίζεται» ἡ ἀγάπη τῶν συζύγων.
Ἡ γενικότερη κρίση τῆς ἐποχῆς μας καὶ ἰδίως ἡ προσπάθεια ἀποϊεροποίησης τῆς ζωῆς ἔφεραν τὴ μεγάλη κρίση καὶ στὸν γάμο καὶ στὴν οἰκογένεια μὲ τὸ λεγόμενο αὐτόματο διαζύγιο, τὰ σύμφωνα συμβίωσης, ἀκόμη καὶ ὁμοφυλοφίλων κ.ἄ. Κάθε τόσο γινόμαστε μάρτυρες μιᾶς λυσσαλέας ἐπίθεσης πρὸς κάθε τι τὸ παραδοσιακό, τὸ Ἑλληνορθόδοξο. Νὰ φύγει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ ζωή μας. Ὄχι ἱερέας μεταξύ μας. Νὰ ἀλλάξουμε τὸν πνευματικὸ χαρακτῆρα καὶ προσανατολισμὸ τοῦ Ἔθνους.
Εὐλόγως διερωτᾶται κάθε νουνεχὴς καὶ ἐχέφρων: Ποῦ πᾶμε; Πότε θὰ ξυπνήσουμε ἀπὸ τὸν πνευματικό μας λήθαργο; Πότε θὰ ἐννοήσουμε ὅτι ὁ γάμος, ποὺ εὐλογεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ξεπερνάει τὰ ὅρια τοῦ πολιτικοῦ καὶ τῆς συμβολαιογραφικῆς πράξης; Πότε θὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀξία τοῦ ἱεροῦ γιὰ τὴ συνοχὴ τῆς οἰκογένειας καὶ τῆς κοινωνίας; Πότε θὰ ἐνστερνισθοῦμε τὶς πολύτιμες ὑποθῆκες τῶν μακαρίων προγόνων μας, ποὺ ἀνέστησαν μέσα ἀπὸ τὸν καπνὸ καὶ τὰ αἵματα τὸ μαρτυρικό μας ἔθνος, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἀειμνήστου Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη: «Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία τους τὰ ἔθνη δὲν ὑπάρχουν»;
Εἶναι ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη οἱ Ἕλληνες νὰ συνέλθουμε. Νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴν πορεία μας ὡς ἄτομα καὶ ὡς ἔθνος, ἂν δὲν θέλουμε νὰ διαλυθοῦμε. Νὰ σβήσουμε ἀπὸ τὸν χάρτη τῆς ἱστορίας. Δὲν θὰ μᾶς σώσει κανεὶς ἀπὸ τὸ χεῖλος τοῦ ἠθικοκοινωνικοῦ γκρεμοῦ ποὺ βρισκόμαστε, ἂν δὲν τὸ θελήσουμε ἐμεῖς. Ἂν δὲν ἐγκαταλείψουμε τὸν ὀλισθηρὸ δρόμο, ποὺ ἀκολουθοῦμε. Δὲν θὰ μᾶς σώσουν οἱ ξένοι. Μὴν περιμένουμε νὰ εἶναι αὐτοὶ περισσότερο φιλέλληνες ἀπὸ ἐμᾶς. Οὔτε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς σώσει, ἂν δὲν μετανοήσουμε. Ἂν δὲν προτάξουμε τὴν ἀξία τοῦ νόμου Του καὶ τὴ συμμόρφωσή μας πρὸς αὐτόν.