Παῦλος Νιρβάνας
Τὸ πρῶτο φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας ποὺ μοῦ ‘πεσε – ἕνα ἀληθινὸ φλουρί, γιατί ὁ πατέρας μου τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, πρὶν φτωχύνει ἀκόμη, ὅπως φτώχυνε στὰ υστερνά του, συνήθιζε νὰ βάζει στὴ βασιλόπιτα τοῦ σπιτιοῦ μας μιὰ χρυσῆ εγγλέζικη λίρα- βγῆκε μοιρασμένο. Πῶς ἔρχονται τὰ πράματα καμιὰ φορά! Ὁ πατέρας μου, ὄρθιος μπροστὰ στὸ αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, ἔκοβε τὴν πίτα, ὀνοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πρὶν κατεβάσει τὸ μεγάλο μαχαίρι τοῦ ψωμιοῦ. Ἀφοῦ ἔκοψε τὸ κομμάτι τοῦ σπιτιοῦ, τῶν ἁγίων, τὸ δικό του καὶ τῆς μητέρας μου, πρὶν ἀρχίσει τὰ κομμάτια τῶν παιδιῶν, σταμάτησε σὰν νὰ θυμήθηκε κάτι.
«Ξεχάσαμε» εἶπε «τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ. Αὐτὸ ἔπρεπε νά’ ρθει ύστερ’ ἀπ’ τοὺς ἁγίους. Ἄς εἶναι όμως……θα τὸ κόψω τώρα καὶ ὕστερα θ’ ἀρχίσω τὰ παιδιά. Πρῶτα ὁ φτωχός».
Κατέβασε τὸ μαχαίρι. «Τοῦ φτωχοῦ…» ὀνομάτισε. Ἔπειτα ἐρχότανε τὸ δικό μου τὸ κομμάτι, ποὺ ἤμουν ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ παιδιά. Καθὼς τραβοῦσε ὅμως τὸ κομμάτι τοῦ φτωχοῦ, γιὰ νὰ κόψει τὸ δικό μου, τὸ χρυσὸ φλουρὶ κύλησε ἀπάνω στὸ τραπεζομάντιλο. Τὸ κόψιμο τῆς πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, κι ὁ πατέρας ὅλους μας. «Ποιανού εἶναι τώρα τὸ φλουρί;» εἶπε ἡ μητέρα μου. Τοῦ ζητιάνου ἢ τοῦ Πέτρου; Ἐγὼ λέω πὼς εἶναι τοῦ Πέτρου». Ἡ καημένη ἡ μητέρα. Τὸ εἶχε καημὸ νὰ μοῦ πέσει ἐμένα τὸ φλουρί, γιατί ἤμουν ἄτυχο παιδί. Ποτέ μου δὲν εἶχα κερδίσει τίποτε. «Οὔτε τοῦ ζητιάνου εἶναι» εἶπε ὁ πατέρας μου «οὔτε τοῦ Πέτρου». Τὸ σωστὸ σωστό. Τὸ φλουρὶ μοιράστηκε. Ἤτανε ἀνάμεσα στὰ δυὸ κομμάτια. Καθὼς τὰ χώρισε τὸ μαχαίρι, ἔπεσε κάτω. Τὸ μισὸ εἶναι τοῦ ζητιάνου, τὸ μισὸ τοῦ Πέτρου.» «Καὶ τί θὰ γίνει τώρα;» ρώτησε στεναχωρημένη ἡ μητέρα μου. «Τί θὰ γίνει; …» συλλογιζόμαστε κι ἐμεῖς. «
Μὴν πονοκεφαλάτε …» εἶπε ὁ πατέρας. Ἄνοιξε τὸ πορτοφολάκι του, ἔβγαλε ἀπὸ μέσα δύο μισὲς χρυσὲς λίρες καὶ τὶς ἀκούμπησε στὸ τραπέζι: «Νὰ τί θὰ γίνει. Αὐτὴ φυλάχτε τη νὰ τὴ δώσετε στὸν πρῶτο ζητιάνο ποὺ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα μας. Εἶναι ἡ τύχη του. Ἡ ἄλλη μισὴ εἶναι τοῦ Πέτρου». Καί μου τὴν ἔδωκε. «Καλορίζικη! Καὶ τοῦ χρόνου, παιδί μου. Εἶσαι εὐχαριστημένος;» Ἤμουν καὶ μὲ τὸ παραπάνω. Ἡ ἰδέα, μάλιστα, πὼς εἶχα συντροφέψει μὲ τὸ ζητιάνο μὲ διασκέδαζε πολύ. «Θὰ τοῦ τὴ δώσω ἐγώ, μὲ τὸ χέρι μοῦ…» εἶπα. Γελούσαμε ὅλοι μὲ τὴν παράξενη τύχη μου. Τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ πειράζανε: «Ὁ σύντροφος τοῦ ζητιάνου». Μονάχα ὁ πατέρας μου δὲ γελοῦσε. Ἐκεῖνος μὲ τράβηξε κοντά του, μὲ φίλησε καὶ μοῦ εἶπε: «Μπράβο σου. Εἶσαι καλὸ παιδί».
Τὸ ἄλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε ἡ πόρτα. Κάτι μοῦ ἔλεγε πὼς ἦταν ὁ ζητιάνος, ποὺ ἔφτασε βιαστικὸς νὰ πάρει τὸ μερίδιό του. Ἔτρεξα στὴν πόρτα, μὲ τὴ μισὴ λίρα. Ἦταν ἕνας γέρος ζητιάνος μὲ κάτασπρη γενειάδα, γειρτός ἀπὸ τὰ χρόνια. Καὶ μουρμούριζε εὐχὲς τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο. «Πᾶρε, παπποῦ …» τοῦ εἶπα. Ὁ γέρος, ποὺ δὲν ἔβλεπε καλὰ καὶ ποὺ τοῦ εἶχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα ἀπὸ μακριὰ τὸ χρυσὸ νόμισμα, τὸ ‘φερε κοντὰ στὰ μάτια του, γιὰ νὰ τὸ κοιτάξει καλύτερα. Δὲ μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς κρατοῦσε χρυσάφι στὰ χέρια του τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ποὺ ὅλοι δίνανε στοὺς ζητιάνους δίλεφτα καὶ μονόλεφτα. «Τί είν’ αὐτό, παιδάκι μου;» μὲ ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»
«Μισὴ λίρα εἶναι, παπποῦ …» τοῦ εἶπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου εἶναι».
Ὁ καημένος ὁ ζητιάνος δὲν ἤθελε νὰ τὸ πιστέψει: «Μήπως ἔκανες λάθος, παιδάκι μου; Γιὰ ρώτησε τοὺς γονιούς σου. Δὲν ἔχω ὄρεξη νὰ μὲ παίρνουν στὶς ἀστυνομίες γιὰ κλέφτη, μέρα ποὺ εἶναι». Τοῦ ἐξήγησα με τί τρόπο εἴχαμε μοιρασθεῖ τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας. Ὁ γέρος ἔτρεμε τώρα περισσότερο. Μὰ ἔτρεμε ἀπὸ τὴ χαρά του. Σήκωσε ψηλὰ τ’ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ εἶπε: «Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος. Νὰ ζήσεις, παιδάκι μου, νὰ σὲ χαίρονται οἱ γονεῖς σου. Καὶ ὁ Θεὸς νὰ σ’ ἀξιώσει νὰ ‘χεις πάντα ὅλα τὰ καλά, νὰ τὰ μοιράζεις μὲ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδικημένους. Τὴν εὐχή μου νὰ ‘χεις».
Μοῦ ‘δωσε τὴν εὐχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατὰ τὸν οὐρανὸ τὰ ἀρρωστημένα του μάτια καὶ κατέβηκε, μὲ τὸ ραβδί του, τὴ σκάλα. Ἔτσι τέλειωσε ἡ ἱστορία τοῦ φλουριοῦ τῆς βασιλόπιτας ἐκείνη τὴ χρονιά. Ἀπὸ τότε πέρασαν πολλὰ χρόνια. Μὰ ἀπὸ τότε, ὅσες φορὲς δίνω μιὰ βοήθεια σ’ ἕναν φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα ἐγὼ μοιράζω τὰ λεφτά μου μὲ τὸ φτωχὸ ἢ ὁ φτωχὸς μοιράζεται τὰ λεφτὰ τοῦ μ’ ἐμένα; Αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω οὔτε τότε, ποὺ μοίρασα μὲ τὸν παλιὸ ζητιάνο τὸ φλουρὶ τῆς βασιλόπιτας.