Τό 1995 ἕνας δικηγόρος, εὐλαβής, ὑγιέστατος, νέος, ὡραῖος καί μοιραῖος ἐπισκέφτηκε μέ χριστιανική ἀγάπη, μαζί μέ δυό ἀκόμη χριστιανούς ὀρθοδόξους ἕνα ἄσυλο ἀνιάτων κάπου στήν Ἀθήνα. Σέ ἕνα θάλαμο ἄνοιξε καλοπροαίρετο διάλογο παρηγοριᾶς μέ ἕναν κατάκοιτο ἀνίατο νεαρό, τελείως καί γιά πάντα ἀναπεῖρο-τετραπληγικό. Ὑπομονή ἀδελφέ μου, τοῦ εἶπε ὁ δικηγόρος, μέ τήν ἀθέλητη καί κρυφουπερήφανη σιγουριά τῆς ὑγείας μπροστά στόν κατάκοιτο.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ τετραπληγικοῦ ἀναπάντεχη, ἄμεση, συγκλονιστική: ‘’Ἀδελφέ μου’’, τοῦ ἀνταπάντησε μέ ἑτοιμότητα, ‘’σοῦ προτείνω νά ἀνταλλάξουμε θέσεις. Νά μοῦ δώσεις τήν ὑγεία σου, τήν βολή σου, τήν δουλειά σου, τά λεφτά σου καί νά πάρεις μέ τήν ὑπομονή ποῦ μου προτείνεις τήν θέση μου στό ἀναπηρικό τοῦτο κρεβάτι! Θέλεις;’’!
Κάγκελο ὁ δικηγόρος. Ἀργότερα, ψυχίατρος τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ λέξη ‘’ὑπομονή’’ λέγεται εὔκολα ἀπό τόν ὁποιοδήποτε γερό, ὑγιῆ καί βολεμένο στόν ὁποιοδήποτε ἀνάπηρο, ἀδύνατο, καί ἐμπερίστατο, χωρίς ὁ πρῶτος νά βιώνει τόν πόνο καί τήν ἀγωνία τοῦ δεύτερου. Γιά τοῦτο τό σωστό εἶναι νά ἀγαπᾶμε τόν ἐμπερίστατο, νά τόν διακονοῦμε μέ προσευχή χωρίς βαρύγδουπες κουβέντες ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς.
Ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου “Ἡ ζωή διδάσκει τόν Χριστό” υπο μοναχοῦ Ι. Ἀθῆναι, 2017.