Περιγραφή Προϊόντος
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Γιά τόν βίο τοῦ Ἁγίου Γέροντος Ἰακώβου τοῦ «Μέ συγχωρεῖτε»
Ἡ γνωριμία μέ ἕναν Ἅγιο ἀποτελεῖ μεγάλη εὐθύνη γι᾿ αὐτόν πού τόν συνάντησε, πού τόν ἀντίκρυσε μέ τά σαρκικά του μάτια, πού τόν ἄκουσε νά μιλάη. Σέ ἐποχές μάλιστα πού ἡ ἁγιότητα δέν συνηθίζεται. Ἔχει εὐθύνη νά μιμηθῆ τόν Ἅγιο, νά ἐφαρμόση ὅσα ἔμαθε, νά κάνη πράξη τό ἀσυνήθιστο, τήν Χριστιανική ζωή μέ συνέπεια.
Καί φυσικά ἔχει καί ἕνα χρέος. Ὅσα ἄκουσε καί ἔμαθε νά τά διαδώση, νά τά πῆ καί σέ ἄλλους γιά νά ὠφεληθοῦν.
Πρέπει νά ὁμολογήσω πώς δύο πράγματα μέ συγκίνησαν στήν προσωπικότητα τοῦ Ἁγίου Γέροντος Ἰακώβου ὅταν τόν συνάντησα τόν Ἰούνιο τοῦ 1991. Πρῶτον ἡ εὐγένειά του, μιά ἀρετή τόσο λεπτή καί διακριτική, τόσο ἀνάλαφρη καί διεισδυτική πού καί νά μήν ἤσουν προετοιμασμένος σέ ἀφόπλιζε γιά νά ἀκούσης τά πάντα ἀπ᾿ αὐτόν.
Καί βέβαια ἡ ἀγάπη του γιά τούς ἄλλους, ἡ θυσιαστική του ἀγάπη πού προσπερνοῦσε τά προσωπικά του προβλήματα ὑγείας καί ἔτρεχε βιαστικός νά σώση γάμους, οἰκογένειες, ἀπελπισμένους ἀνθρώπους. Διαπίστωσα πώς γιά νά ὠφελήση καί νά διορθώση δέν δίσταζε νά ἐνεργοποιήση τό προορατικό, τό διορατικό καί τό ἰαματικό του χάρισμα. Στήν σωματική του ἀδυναμία νά παραστῆ μακριά ἀπό τό μοναστήρι ὅπου τόν προσκαλοῦσαν, ἀπαντοῦσε μέ σιγουριά: «Ἐγώ δέν μπορῶ νά ἔρθω, θά στείλω ὅμως τόν ὅσιο Δαυΐδ».
Δέν μπορῶ νά ὑποθέσω πῶς ἦταν ἀκριβῶς οἱ Ἅγιοι σέ ἄλλες ἐποχές. Ξέρω ὅμως πῶς εἶναι σήμερα. Οἱ βίοι τῶν συγχρόνων Ἁγίων Γερόντων Πορφυρίου, Παϊσίου, Ἰακώβου καί ὅσων ἄλλων ἀποκαλύπτονται, ἀποτυπώνουν στίς μέρες μας μία ἰδιαίτερη μορφή ἁγιότητος.
Ἐπαναπροσδιορίζουν τόν ρόλο τοῦ πατέρα–πνευματικοῦ, ἀποδυναμώνουν τίς ψυχοθεραπευτικές μεθόδους τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Κυρίως ὅμως τραντάζουν τίς ναρκωμένες ψυχές πού μεταμορφώνονται σέ συνειδητές ἐν Χριστῷ προσωπικότητες καί ἐμπνέουν καί ἄλλους νά ἀναζητήσουν τήν ἀλήθεια ὅπου αὐτή κρύβεται! στό Ἅγιον Ὄρος, στά Μοναστήρια, στά διαμερίσματα τῶν πόλεων. Ὅπου ἐγκαταβιώνουν οἱ Ἅγιοι λάμπουν καί φωτίζουν τούς πάντες.
Μακάρι καί ἄλλες τέτοιες φωτεινές λυχνίες νά γίνουν γνωστές στόν ταραγμένο κόσμο μας, μήπως τελικά καί συνέλθουμε γιά νά καταλάβουμε πώς «οὔκ ἔχομεν ὤδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», δηλαδή «δέν ἔχομε ἐδῶ μόνιμη κατοικία, ἀλλά ζητᾶμε τήν μελλοντική κατοικία».