Κάστρο Καρύταινας〔4K〕- Ένα από τα πιο αξιόλογα φρούρια της Πελοποννήσου

Βρισκόμαστε στην Καρύταινα του νομού Αρκαδίας. Το κάστρο της Καρύταινας, βρίσκεται στα νότια του χωριού πάνω σ’ έναν απόκρημνο βράχο. Υπήρξε ένα από τα πιο αξιόλογα φρούρια της Πελοποννήσου κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Χτίστηκε στα μέσα του 13ου αιώνα (μάλλον το 1245) από τον ξακουστό Γάλλο ιππότη Γοδεφρείδο ντε Μπρυγιέρ (Geoffrey de Bruyeres ή de Briel), βαρώνο της Καρύταινας. Ο ντε Μπρυγιέρ, γεννημένος στην Ελλάδα, είναι από τις πρωταγωνιστικές φυσιογνωμίες στο Χρονικόν του Μορέως. Κληρονόμησε την Καρύταινα από τον πατέρα του Ούγκο που στη μοιρασιά της Πελοποννήσου ανάμεσα στους Φράγκους Σταυροφόρους, το 1209, πήρε μία από τις 12 βαρωνίες του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Η βαρωνία της Καρύταινας είχε 22 φέουδα. Πριν τη Φραγκοκρατία, δεν υπάρχουν αναφορές για την Καρύταινα. Υπάρχουν πάντως σοβαρές ενδείξεις ότι στη θέση προϋπήρχε βυζαντινό και ίσως και αρχαίο κάστρο (αρχαία Βρένθη). Η Καρύταινα συνέχισε να είναι σπουδαίο κάστρο και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, καθώς ήταν κέντρο κιζά (διοικητικής περιφέρειας). Το 1821 ήταν από τα πρώτα κάστρα που απελευθερώθηκαν και αφού είχε προηγηθεί η πρώτη νίκη των Ελλήνων Επαναστατών, υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στη μάχη της Καρύταινας (27 Μαρτίου 1821). Αυτή η πρώτη ιστορική νίκη είναι και ο λόγος που η Καρύταινα απεικονιζόταν μαζί με τον Κολοκοτρώνη στα παλιά πεντοχίλιαρα. To 1826 o Γέρος του Μωριά θα οχυρώσει και πάλι το κάστρο, για να χρησιμοποιηθεί ως ορμητήριο στη διάρκεια των επιχειρήσεών του κατά του Ιμπραήμ και ως καταφύγιο του άμαχου πληθυσμού. Στα ριζά του κάστρου, κοντά στην Παναγιά, έφτιαξε και το σπίτι του. Ο Ιμπραήμ επεχείρησε να καταλάβει το κάστρο, χωρίς όμως επιτυχία. Το κάστρο έχει επιμήκη τριγωνική σχεδόν κάτοψη και ακολουθεί το ανάγλυφο του εδάφους. Το συνολικό του μήκος είναι περίπου 110μ., ενώ το πλατύτερο τμήμα του, που βρίσκεται στα νότια, φτάνει τα 40μ. Στο κάστρο δημιουργούνται τριγωνικοί ψευδόπυργοι στις γωνίες και ένας ημικυκλικός στο μέσο της μιας πλευράς. Η πρόσβαση γινόταν από τη νοτιοανατολική πλευρά του. Μια τοξωτή πύλη σε έναν μικρό περίβολο, που όριζε αυλή, οδηγούσε στην κύρια τοξωτή πύλη και από εκεί μέσω ενός θολωτού διαβατικού στους χώρους του κάστρου. Παλιά στο εσωτερικό του κάστρου, σχεδόν στο κέντρο, ορθωνόταν ένας μεγάλος κεντρικός πύργος που δεν σώζεται. Σήμερα στο εσωτερικό του κάστρου δεσπόζει, ένα μεγάλων διαστάσεων ορθογώνιο κτήριο, που χρησίμευε ως αίθουσα υποδοχής. Το κτήριο είχε δύο στάθμες, η κατώτερη από αυτές χρησίμευε ως κινστέρνα, ενώ η ανώτερη χωριζόταν σε τρία δωμάτια, το ένα από τα οποία διέθετε και τζάκι. Περιμετρικά του τείχους αναπτύσσονται πολλά κτήρια για την διαμονή της οικογένειας του φεουδάρχη. Το τείχος είναι κατασκευασμένο με ντόπιο αργούς λίθους και άφθονο συνδετικό υλικό. Σπάνια παρεμβάλλονται θραύσματα κεραμίδων. Επιμελέστερη τοιχοποιία έχουν τα πλαίσια των ανοιγμάτων και οι γωνίες.