Ἀποκαραδοκία (ἀπὸ + κάρα + δοκῶ) εἶναι ἡ ἐναγώνια καὶ ἔνθερμη προσδοκία. Ἀπαντᾶται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου δύο φορές (Ρωμ. 8,19 καὶ Φιλ. 1,20). «Αὕτη ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ διαθέτει, ὅμως, τὴν γοητείαν τῆς ἡσυχίας, τὴν χαρὰν τῆς ἐλπίδος, τὴν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητος, τὴν ἀποκαραδοκίαν Ἐκείνου» (ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη σὲ Ἁγιορεῖτες μοναχούς). «Αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦσαν μὲ ἐναγώνιο ἀνασασμὸ οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ γεμίσουν τὸ κενὸ τῆς ψυχῆς τους, αὐτὸ ποὺ ἀποτελοῦσε τὴν ἀποκαραδοκία ὅλων τῶν λαῶν στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων, ἄρχισε νὰ λαμβάνῃ ὅλο καὶ πιὸ συγκεκριμένη μορφή».
Δείτε ΕΔΩ τα προηγούμενα άρθρα