Σουσάμι, μέλι καὶ γλυκὲς ἀναμνήσεις. Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΠΑΤΟΥ – ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ἀπὸ τὴν Κάπα Εὐμελεῖν, ποὺ παράγει τὸ παραδοσιακὸ παστέλι Ζευγολατιοῦ, στὴ Μεσσηνία, ἐξηγεῖ γιατί ἡ φήμη του ἔχει ξεπεράσει πρὸ πολλοῦ τὰ σύνορα τῆς χώρας.
ΚΑΘΕ Σαββατοκύριακο ἔρχονται πολλοὶ γονεῖς μὲ τὰ παιδιά τους γιὰ νὰ τοὺς δείξουν ποῦ ἔφαγαν τὸ πρῶτο τους παστέλι», ὁμολογεῖ ἡ Παναγιώτα Καραμπάτου–Παπαδοπούλου. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι γιὰ τὴ δεκαετία τοῦ ᾿50 τὸ παστέλι ἦταν γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἡ πολυτέλεια τοῦ φτωχοῦ. Ὅσοι σήμερα εἶναι γύρω στὰ σαράντα θυμοῦνται αὐτὸ τὸ ὑπέροχο καὶ δυναμωτικὸ γλύκισμα ποὺ ἦταν ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα διαθέσιμα γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς ἐποχῆς. Σουσάμι, μέλι καὶ τίποτα παραπάνω. Αὐτὴ εἶναι ἡ συνταγή του καὶ αὐτὴν τὴ γλύκα εἶχαν στὸ μυαλὸ τους τὰ τρία ἀδέλφια Παναγιώτης, Γιάννης καὶ Δημήτρης Παπαδόπουλος, ὅταν ἀποφάσισαν ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿40 νὰ ἀναλάβουν τὸ καφενεῖο τοῦ σιδηροδρομικοῦ σταθμοῦ στὸ Ζευγολατιό.
Ἡ περιοχὴ ἦταν ἀπὸ τοὺς κυριότερους κόμβους τῆς Πελοποννήσου καὶ κάθε μέρα περνοῦσαν δεκάδες ἄνθρωποι μὲ τὴν πραμάτειά τους. Τὰ ἀδέλφια, λοιπόν, σκέφτονται ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν καφέ, χρειάζονταν καὶ ἕνα γλυκάκι γιὰ νὰ φιλέψουν τοὺς ἐπισκέπτες. Ἔτσι, μπαίνει ἡ ἰδέα γιὰ ἕνα αὐτοσχέδιο παστέλι μὲ μέλι καὶ σουσάμι τῆς περιοχῆς –ὑπῆρχαν ἀκόμα κάποιοι καλλιεργητὲς– ἀνακατεύοντάς τα στὰ μεγάλα καζάνια καὶ σερβίροντας τὸ παστέλι κομμένο μὲ τὸ μαχαίρι.
Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα
Δὲν χρειάστηκε, ὅμως, καὶ πολὺ γιὰ νὰ περάσει ἡ φήμη του τὰ σύνορα. Τὸ τρένο μαζὶ μὲ τοὺς ταξιδιῶτες μετέφερε καὶ τὴ γλύκα του, στὰ πανηγύρια τὰ παιδιὰ ἔκαναν οὐρὰ γιὰ ἕνα παστέλι ἀπὸ τὸν ταβλᾶ καὶ τὸ 1946 ποὺ τελειώνει ὁ πόλεμος καὶ ἀρχίζει νὰ στήνεται ἡ Ἑλλάδα στὰ πόδια της, ἀποφασίζουν νὰ ὀργανώσουν τὸ πρῶτο ἐργαστήριο στὸ ἰσόγειο σπιτιοῦ τους, ὅπου συσκεύαζαν καὶ ξηρὰ σῦκα, ξακουστὰ στὴν περιοχή. Ἔτσι, ὅσοι περνοῦσαν ἀπὸ καφενεῖο ἔπιναν τὸν ἑλληνικὸ μὲ τὸ παστέλι τους καὶ ἔπαιρναν καὶ ἕνα κουτὶ δῶρο γιὰ τὸ σπίτι. Οὔτε καὶ οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦσαν νὰ πιστέψουν τὴν ἐπιτυχία τους. Ἡ περιοχὴ ἄρχισε νὰ γίνεται γνωστὴ γιὰ τὸ παστέλι, νὰ ἔρχονται ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ καὶ τὴν Καλαμάτα καὶ νὰ φορτώνονται κουτιά, ἐνῷ οἱ περισσότεροι ποὺ εἶχαν συγγενεῖς στὴν Αὐστραλία καὶ τὴν Ἀμερικὴ ἔστελναν κιβώτια γιὰ νὰ κρατήσουν ζωντανὴ τὴν ἀνάμνηση ἀπὸ τὸ χωριό.
Ἡ χρυσὴ ἐποχὴ εἶναι ἡ δεκαετία ᾿70–᾿80. Τὸ πρῶτο ἐργαστήριο γίνεται ἑταιρεία καὶ τὸ παστέλι ἀποκτᾶ ὀνομασία προέλευσης ἀναζητώντας το σὲ κάθε περιοχὴ τῆς Ἑλλάδας μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα τυπικὰ προϊόντα τῆς Μεσσηνίας. Σιγὰ σιγὰ οἱ προπάπποι ἐγκαταλείπουν τὸ καφενεῖο καὶ ἐπικεντρώνονται στὴν Παρασκευὴ τοῦ παστελιοῦ. Στὰ τέλη, ὅμως, τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80 τὰ τρένα ἐγκαταλείπουν τὴ Μεσσηνία, ὁ σταθμὸς ἐρημώνει –ἔχει μείνει μόνο τὸ καφενεῖο σὲ ἀνάμνηση τῶν παλιῶν καλῶν ἐποχῶν– καὶ τὸ παστέλι, ταυτισμένο μὲ τὸ γλυκὸ τῶν φτωχῶν, περνᾶ σὲ δεύτερη μοῖρα.
Ἡ οἰκογένεια, ὅμως, δὲν τὸ βάζει κάτω, ἀνασυγκροτεῖται καὶ ἀνοίγει τὸ δεύτερο ἐργοστάσιο πάλι στὸ Ζευγολατιὸ μὲ τὴν ὀνομασία πιὰ Κάπα Εὐμελεῖν. «Πιστεύουμε πολὺ στὸ παστέλι. Δὲν ἦταν μόνο ἡ τέχνη ποὺ εἶχε ἡ οἰκογένεια ἀλλὰ καὶ ἡ γνώση ὅτι πρόκειται γιὰ ἕνα θρεπτικὸ προϊὸν μὲ πολύτιμη ἀξία». Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ δεκαετία τοῦ ᾿90 καὶ ἡ ἐπιστροφὴ σὲ ἕναν πιὸ ὑγιεινὸ τρόπο ζωῆς τοὺς δικαίωσε φέρνοντας ξανὰ τὸ παστέλι στὸ προσκήνιο. «Μία πλούσια λιχουδιὰ μὲ μεγάλη περιεκτικότητα σὲ βιταμίνη Ε, ἀσβέστιο, φώσφορο, μαγνήσιο καὶ σίδηρο καὶ πλῆθος εὐεργετικῶν ἰδιοτήτων γνωστῶν ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα. Δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τὴ χαρά μας, ὅταν ζητοῦν ξανὰ στὰ μπακάλικα παστέλι Ζευγολατιοῦ. Μακάρι νὰ τὸ εἶχαν καὶ ὅλα τὰ σχολεῖα στὶς καντίνες τους». Ἡ ἴδια εἶναι μαμὰ μίας ἑπτάχρονης ποὺ κάθε μέρα γεμίζει τὴν τσάντα της μὲ τραγανὲς μπουκιὲς παστελιοῦ. «Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι προσπαθήσαμε πολὺ νὰ τὸ βάλουμε στὰ σχολεῖα, ἀφοῦ συστήνεται ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὅποιος δοκιμάσει, ὅμως, αὐτὸ τὸ παστέλι, δὲν τὸ ξεχνάει. Μέλι καὶ σουσάμι στὸ μαλακὸ –ἡ μοναδικὴ περιοχὴ στὴν Ἑλλάδα ποὺ βγαίνει ἀκόμα μαλακὸ– καὶ ἀμυλοσάκχαρο καὶ ζάχαρη γιὰ τὸ τραγανὸ ποὺ λατρεύουν τὰ παιδιά».
Τὸ μυστικό τοῦ παστελιοῦ εἶναι στὴν τέχνη του: Κάθε προϊὸν εἶναι χειροποίητο, τὸ σουσάμι δὲν καβουρντίζεται πολὺ γιὰ νὰ μὴν ἔχει τὴν αἴσθηση τοῦ καμμένου, ἡ ἀνάμειξη γίνεται σὲ συγκεκριμένη θερμοκρασία καὶ τὸ κόψιμο γιὰ τὸ μαλακὸ μία μέρα μετά, γιὰ νὰ ἀποκτήσει αὐτὴ τὴν ἐλαστικὴ ὑφή του. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, καλὴ συντήρηση: Σταθερὴ θερμοκρασία – τώρα τὸ καλοκαίρια πέντε λεπτὰ στὸ ψυγεῖο γιὰ νὰ σφίξει– καὶ πάντα ξαπλωτό, ἀφοῦ ὄρθιο χάνει τὴν ὀμορφιά του. «Κάθε παστέλι ποὺ βγαίνει, τὸ δοκιμάζουμε πρῶτα ἐμεῖς, ἀφοῦ εἶναι τὸ πάθος μας». Σήμερα, τὸ παστέλι Ζευγολατιοῦ πηγαίνει ἐπώνυμα ἀπὸ ἄκρη σὲ ἄκρη τῆς Ἀμερικῆς καὶ Αὐστραλίας τροφοδοτώντας ἀκόμα τὶς μνῆμες ὅπου ὑπάρχουν Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀφρικὴ σὲ ὀργανώσεις κατὰ τῆς πείνας, ἀφοῦ πρόκειται γιὰ τὴν πιὸ θρεπτικὴ τροφὴ γιὰ τὰ παιδιά. Ποιός εἶναι, τελικά, ὁ ἐχθρός τοῦ παστελιοῦ; Τὴ ρωτᾶμε. «Ὅταν ἔχουμε τέτοιο θησαυρὸ καὶ τὸν ξεχνᾶμε…», ἀπαντᾶ καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τῆς δώσει δίκιο, ἀφοῦ ἄλλα γλυκίσματα φαίνεται νὰ ἔχουν κερδίσει πρὸ πολλοῦ τὴ μάχη τῶν πωλήσεων…
Ἐφημ. «Ἔθνος τῆς Κυριακῆς»