Ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου: «Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης»
Ὅταν συνέβη αὐτό καί ἔγινε γνωστό, λέγει κάποιος ἀπό τούς ἀδελφούς στό Γέροντα μιά μέρα. Ἄν πάθαινες ζημιά, πάτερ, ἀπό λεοπάρδαλη ἤ ἀπό φίδι ἤ ἀπό ἄλλο θηρίο, τί θά γινόταν; Ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας· παιδί μου, δέν φοβούμαστε τά πονηρά πνεύματα καί θά φοβηθοῦμε τά θηρία; ὅμως, ἀγαπητέ, ποτέ δέν ἀκούστηκε, ὅτι ἔπαθε ποτέ κανείς ζημιά ἀπό λεοπάρδαλη, ἐκτός ἀπό ἕναν μ᾽ αὐτό τόν τρόπο· περπατοῦσε, δηλαδή, ἕνας ἀδελφός τό μονοπάτι τῶν κελλιῶν καί ἦλθε σέ ἕνα ἀπόκρημνο μέρος. Ἀπό πάνω ἦταν ψηλός ὁ βράχος. Καί ἀφοῦ συνάντησε ἐκεῖ ὁ ἀδελφός τήν λεοπάρδαλη, ὅταν τήν εἶδε, φοβήθηκε νά γυρίσει πίσω, ἀλλά οὔτε τό θηρίο θέλησε νά παρακάμψει. Στέκονταν, λοιπόν, καί ἀλληλοκοιτάζονταν. Βλέποντας ὁ ἀδελφός ὅτι δέν παραμερίζει τό θηρίο, τοῦ λέγει· «ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κάνε μου τόπο νά περάσω». Κι αὐτό μόλις ἄκουσε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου πετάχτηκε στό γκρεμό, ἐνῶ εἶχε μέγεθος διπλάσιο ἑνός ἀνθρώπου. Ἀλλά ὁ ἀδελφός δέν φοβήθηκε τό Θεό, τόν Ὁποῖον τρόμαξε τό θηρίο, ἀλλά, ἀφοῦ πῆρε μεγάλες πέτρες, πετροβολοῦσε τό θηρίο. Κι αὐτό, ἀφοῦ θύμωσε πολύ, ἀνέβηκε γρήγορα ἀπό ἄλλο μέρος, πρόλαβε τόν ἀδελφό καί, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε δυό–τρία χτυπήματα, ἔφυγε ἀφήνοντάς τον πληγωμένο χωρίς ὅμως καθόλου νά τόν ἀγγίξει μέ τό στόμα του. Ἀφοῦ τόν βρήκαμε ἐμεῖς, τόν μεταφέραμε στό νοσοκομεῖο καί σὲ λίγες μέρες ἔγινε καλά ὁ ἀδελφός.
Ὅσο γιά τά φίδια ὅτι εἶναι φοβερά καί θανατηφόρα σ᾽αὐτή τήν περιοχή, γνωρίζω κάποιον κηπουρό πού σκότωσε ἕνα φίδι στόν κῆπο καί τό κρέμασε στό φράκτη καί ἐνῶ ἔμεινε δυό ἑβδομάδες κρεμασμένο, οὔτε θηρίο, οὔτε ὄρνεο θέλησε νά τό ἀγγίξει, ἐκτός ἀπό τά μυρμήγκια πού μπῆκαν ἀπό τά μάτια καί τό στόμα του καί τοῦ κατέφαγαν τίς σάρκες. Καί πάλιν ὅταν ξυλοκόβαμε, σήκωσε κάποιος ἀδελφός μιά πέτρα γιά νά τή βάλει στό φορτίο. Ἦταν ὅμως ἕνα φίδι κάτω ἀπό τήν πέτρα, πού σήκωσε τό λαιμό του νά ἁρπάξει τόν ἀδελφό· ὅμως δέν τόν πέτυχε, ἀλλά δάγκωσε μιά ρίζα μεγάλου δέντρου πού ἦταν ἐκεῖ, σάν νά δάγκωνε τόν ἀδελφό (γιατί ἦταν τυφλό καί κωφό ἀπό τό πολύ του δηλητήριο) καί ἀμέσως ξεράθηκε τό δέντρο σάν νά κάηκε ἀπό φωτιά. Καί ἐνῶ ὑπάρχουν τέτοια φίδια καί ἀκόμη φοβερότερα, οὐδέποτε ἀκούστηκε ὅτι δαγκώθηκε κανείς ἀπό φίδι σ᾽ αὐτόν τόν ἅγιο τόπο τῆς ἁγίας Δέσποινάς μας, τῆς εὐλογημένης Θεοτόκου, γιατί φυλάττει τούς δούλους της ἀπό κάθε κίνδυνο.
Παρακαλοῦσε ὁ Γέροντας τούς ἑκάστοτε κελλαρίτες νά μήν γίνεται χωρίς αὐτόν κατασκευή ἄρτων, γιατί ἔλεγε ὅτι εἶναι πολύ μεγάλος ὁ μισθός αὐτῆς τῆς ἐργασίας σ᾽ αὐτόν τόν ἅγιο τόπο· γιατί τά περισσότερα ψωμιά ξοδεύονταν στούς ξένους. Πῆρε καί τό διακόνημα τῶν πουλαριῶν, πού ἦταν πρός τό δρόμο τῆς Ἱεριχοῦς. Βοηθοῦσε ἀκόμη καί συνεργαζόταν μέ τούς κηπουρούς καί σέ κάθε ἄλλο διακόνημα μέ προθυμία· φρόντιζε δέ νά συμμετέχει κατά πολύ στίς ἐργασίες τοῦ ξενῶνα, ὄχι μόνο γιά τό μισθό, ἀλλά καί γιατί ἤθελε νά γίνει παράδειγμα προθυμίας στούς ἀδελφούς. Στό ἀρτοποιεῖο σύν τοῖς ἄλλοις ἔκαιε καί τό φοῦρνο. Γνωρίζετε πόσο ἀφόρητη εἶναι ἡ ζέστη στό μέρος μας τό καλοκαίρι· πολλές φορές βρήκαμε τά κεριά τοῦ κηροπηγείου τοῦ ναοῦ λιωμένα καί πεσμένα ἀπό τήν ὑπερβολική πύρωση τοῦ ἀέρα. Ὅμως ὁ Γέροντας μέσα σ᾽ αὐτόν τόν καύσωνα καθόταν συχνά καί πύρωνε τό φοῦρνο καί δύο καί τρεῖς φορές, κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας τῆς ἀρτοποιΐας, πρᾶγμα πού, ἐνῶ δοκίμασαν νά κάνουν πολλοί ἀπό τούς ἀδελφούς, κανείς δέν ἄντεξε χωρίς ἀλληλοδιαδοχή· γι᾽ αὐτό καί ἔλεγαν οἱ ἀδελφοί· αὐτός ὁ Γέροντας εἶναι σιδερένιος.
Μιά μέρα, λοιπόν, μετά τό γεῦμα, ὁ καθένας ξάπλωσε, ὅπου ἤθελε, νά ἀναπαυθεῖ· ὁ Γέροντας ἔγειρε λίγο κάπου ἀπόμακρα, ὄχι γιά νά κοιμηθεῖ, ἀλλά γιά νά ἀπαγγείλλει ψαλμούς. Καί ξαφνικά πετάχτηκε φωτιά ἀπό τό παραφούρνι πού ἦταν ἀνοιχτό ἀπό δαιμονική ἐνέργεια, καί ἅρπαξαν οἱ θάμνοι πού ἦταν ἐκεῖ καί ἦταν πάρα πολλοί καί ἀνέβηκε ἡ φωτιά μέχρι τή σκεπή. Καί βλέπει τήν ἁγία εὐλογημένη Θεοτόκο νά στέκεται ἀνάμεσα στή στέγη καί στή γῆ καί νά σβήνει τή φωτιά μέ τά ἴδια της τά χέρια. Καί ὁ Γέροντας εἶδε καί ἐθαύμασε. Ὅταν σηκώθηκαν οἱ ἀδελφοί διηγήθηκε σ᾽ αὐτούς τό θαῦμα τῆς Θεοτόκου καί ἐθαύμασαν ὑμνολογῶντας την· ὑπῆρχε δέ ἀληθινή ἀπόδειξη τοῦ θαύματος οἱ καμένοι θάμνοι.