Φωστήρ εδείχθης φωτίσας την Σερβίαν,
Έργοις λόγοις τε Σάββα των Σέρβων κλέος.
Ο Όσιος Σάββας έζησε στα τέλη του 12ου αιώνα και στις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ. Ήταν δευτερότοκος γιος του ηγεμόνα της Σερβίας Στεφάνου Α’ Νεμάνια (στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται Νεεμάν) και της πριγκίπισσας Άννας. Το λαϊκό του όνομα ήταν Ρέσκο. Από μικρό παιδί είχε μεγάλη συμπάθεια στις χριστιανικές αρετές και σε ηλικία 17 χρονών πήγε στο Άγιο Όρος, όπου με συγκατάθεση του βασιλιά πατέρα του έγινε μοναχός στη Μονή Βατοπεδίου και μετονομάστηκε Σάββας. Αργότερα, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, ήλθε εκεί και ο βασιλιάς πατέρας του, Συμεών. Το βασιλικό παράδειγμα ακολούθησαν και άλλοι Σέρβοι ιδιώτες. Έτσι, περί το 1195, κτίστηκε η Σέρβικη Μονή Χιλιανδαρίου, με πρωτοβουλία του οσίου Σάββα. Στην εποχή του βασιλιά Θεοδώρου Λασκάρεως, ο όσιος Σάββας εστάλη από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους στη Νίκαια για σπουδαίες υποθέσεις της. Τα προσωπικά όμως χαρίσματα του Όσιου έκαναν μεγάλη εντύπωση στον βασιλιά και τον Πατριάρχη, και τον ανάγκασαν να δεχτεί το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Σερβίας. Οι Σέρβοι τον υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Πράγματι ο όσιος Σάββας, εκτέλεσε τη διακονία του με θαυμαστό ζήλο. Υπήρξε ελεήμονας, αφιλοχρήματος και ανακούφιζε τους φτωχούς. Αργότερα ξαναπήγε στο Άγιο Όρος, από κει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, και ξαναεπέστρεψε στη Σερβία για να στηρίξει την πίστη των ομοεθνών του. Ο Άγιος Σάββας, αφού εργάσθηκε κατά Θεόν, κοιμήθηκε με ειρήνη στο Τύρνοβο το έτος 1236. Το ιερό λείψανό του βρέθηκε άφθορο, αλλά κάηκε το έτος 1594 από τον Σινάν πασά στο Βελιγράδι.