η΄. Ἁπλότητα καί εὐλάβεια
Πῆγα στό σχολεῖο, ἔμαθα γράμματα. Σέ ἕνα ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἐκεῖ ἤτανε τό σχολεῖο μας, ἐκεῖ μάθαμε γράμματα καί μετά ὅταν ἄρχιζε ἡ Ἄνοιξη, ὁ Ἀπρίλιος, πάνω στόν πεῦκο εἴχαμε τόν πίνακα καί μέσα στό κουτάκι βάζαμε τίς κιμωλίες. Καθαρίζαμε, καθόμασταν χάμω, λοιπόν, καί μάθαμε γράμματα. Θυμᾶμαι, εἶχα ἀδιαθετήσει δέν ξέραμε ἀπό ἀρρώστιες ἐμεῖς τότε. Καί κανένα κρυολόγημα (παθαίναμε) τότε, καμμιά ἀσπι-ρίνη νά μᾶς ἔδινε ἡ μητέρα μου. Καί ἐπειδή ἤμουνα ἔτσι ἀνήμπορο καί ἀδιάθετο ὅλη τήν ἡμέρα, ἡ μητέρα ἦρθε στό σχολεῖο, ἔκανε ὑπόκλιση στόν δάσκα-λο –εἴδατε τί σεβασμό πού εἶχαν;– φίλησε τό χέρι τοῦ δασκάλου καί τοῦ λέει: “Δάσκαλε, τό παιδί μου σήμερα θά κάνη μιά ἀπουσία ἀπό τό σχολεῖο, ἀδιαθέτησε καί τώρα πού θά πᾶτε ἐκδρομή μιά ὥρα ἀπό ἐδῶ μακριά σέ μιά πηγή, μήν κουραστῆ τό παι-δί καί τό πιάσει πυρετός καί πέσει τό παιδί. Γι᾽ αὐτό ἦρθα νά σέ εἰδοποιήσω ὅτι τό παιδί δέν θά ᾽ρθῆ στήν ἐκδρομή”. “Ἀκοῦστε, κυρία Θεοδώρα, τῆς λέει. Ἡ ἐκδρομή εἶναι καί αὐτή ἕνα μάθημα”.
»Ἐρχόταν ὁ παπάς ἀπό ἕνα ἄλλο χωριό, δυό ὧρες μακρυά, ἐρχόταν κάθε 15 ἡμέρες μᾶς λειτουρ- γοῦσε καί ἔφευγε. Δέν ξέραμε τί εἶναι οἱ Χαιρετισμοί. Τό χωριό μου ἤτανε ὅλο ποτάμια γύρω–γύρω. Μέσα σέ πέντε ποτάμια ἤμασταν.
»Μιά φορά, μοῦ εἶπε ὁ παπάς: “Δέν ἔρχεσαι Ἰάκωβε, νά μέ βοηθήσης στίς ἀκολουθίες σέ κάτι γειτονικά χωριά;”. Εἶχε κάτι κόλλυβα νά διαβάση. “Πανιερώτατε, λέω, νά ρωτήσω τήν μητέρα μου”, –ἁγία γυναῖκα–. “Ναί νά πᾶς”, εἶπε.
»Πήγαμε τελικά σέ κάτι ἄλλα χωριά, λειτουργήσαμε. Στόν δρόμο βλέπαμε κάτι ἀχλαδιές καί οἱ ἀχλάδες πεσμένες κάτω καί τίς τρώγαν τά ζῶα. Εἴχαμε τέτοια παιδεία ἀπό τούς γονεῖς μας, νά μήν πάρουμε οὔτε μιά ἀχλάδα, ἄς ἤτανε ἀπό κάτω. “Ξέρετε τί θά ποῦνε;” μᾶς λέγανε, “τό “κακοαναθρεμμένο παιδί”. Ἄν πάρης μιά ἀχλάδα, θά ποῦνε “τό παιδί αὐτό πῆρε ἕνα ταγάρι, ἕνα καλάθι””. Περνούσαμε καί –παιδί τότε ἐγώ– ζήλευα μιά ἀχλάδα, περνοῦσαν τά ζῶα καί τρώγανε, ἀλλά σκεφτόμουν “ναί, ἀλλά τί μοῦ εἶπαν ἡ μητέρα καί ὁ πατέρας;” καί ἔτσι ἔλεγα, “ἄς τό στερηθῶ”.
»Πήγαμε πόση ὥρα μέ τά πόδια καί φυσοῦσε ἀεράκι καί πῆρε τοῦ παπᾶ τό ἀντερί καί φάνηκε τό παντελόνι του. “Καλά, λέω, φοράει ὁ παπάς παντε-λόνι; καλά δέν εἶναι ἅγιος ὁ παπάς;”, ἐγώ νόμιζα ὅτι θά ἦταν δύο κόκκαλα τά πόδια του, ἕνας σκελετός πού μόνο λειτουργάει καί κοινωνάει. Τοῦ δώ-σαμε κάτι κορόμηλα ἀπό τά δένδρα μας καί τά ἔφαγε ὁ παπάς. Λέω, “καλά αὐτός δέν εἶναι ἅγιος;”. (Νόμιζα ὅτι ὅλοι οἱ παπᾶδες εἶναι ἅγιοι καί δέν τρῶνε).
»Ὅταν πῆγα κοντά στήν ἁγία Τράπεζα, τήν ὥρα πού λειτουργοῦσε ὁ παπάς, στόν Χερουβικό ὕμνο ἄκουγα φτερουγίσματα, ἔβλεπα πολλά καί φο- βόμουν καί ἔτρεμα. Ὅταν γύρισα στό σπίτι, μοῦ λέει ἡ μητέρα μου:
— Τί εἶδες, Ἰάκωβέ μου, ἐκεῖ πού πῆγες μέ τόν πα- πά; εἶδες κανέναν ἄνθρωπο γνωστό; πῆρες κανένα φροῦτο ἀπό κάτω;
— Ὄχι, μητέρα, δέν πῆρα.
— Ἔ! τί εἶδες;
— Ἐκεῖ πού πηγαίναμε, μητέρα, φύσηξε ἀέρας καί εἶδα ὅτι ὁ παπάς φοράει παντελόνι.
— Ἔ! καλά καί αὐτός ἄνθρωπος εἶναι, μοῦ λέει, δέν θά φοράη παντελόνι;
— Μητέρα, λέω, δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος πού ντύνεται τά Ἱερά καί λειτουργάει; Ἐγώ ἀκούω ἐκεῖ, λειτουργάει τά Ἄχραντα μυστήρια καί λέει “Οἱ τά Χερουβείμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…” ἀκούω κάτι φτερουγίσματα φρά–φρά–φρά γύρω ἀπό τόν παπά στήν ἁγία Τράπεζα.
— Ναί, παιδί μου Ἰάκωβε, ἐκεῖ βρίσκονται Ἄγγελοι καί οἱ ἅγιοι Πάντες.
— Ἔ! πῶς φοράει καί παντελόνι;
— Ναί, παιδάκι μου, λέει, εἶναι παπάς τοῦ Θεοῦ ἀλλά εἶναι καί ἄνθρωπος».
θ΄. Τόν ἔσωσε ἡ Ἁγία Παρασκευή
ερμανοί ἀπό τό χωριό μέ πήγανε στό δάσος ἐκεῖ νά μέ σκοτώσουν καί πῆραν καί τόν ἀδελφό μου, ἤμασταν (τότε) στό ἀμπέλι μας καί περάσαμε ἀπό ἕνα ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς πού ἔχουμε ἐκεῖ στό χωριό μας καί ἔκανα τόν σταυρό μου καί λέω: “Ἁγία μου Παρασκευή, ἐγώ ἀπό παιδί ἐρχόμουνα καί σέ εὐλαβούμουνα πολύ”, τήν νύχτα περνοῦσα στίς 02:00΄ἡ ὥρα καί ἔλεγα, “ἁγία Παρασκευή, ὁ Ἰάκωβος εἶμαι”. Εἶχα τόση εὐλάβεια, μέ συγχωρεῖτε, νά καθόμουν μιά μέρα στήν ἐκκλησία, δέν κουραζόμουνα, μοῦ ἔφτανε νά ἀνάβω τά καντηλάκια, νά προσεύχωμαι, νά θυμιάζω καί νά βλέπω τήν ἁγία Παρασκευή. Πολλές φορές ἤτανε ζωντανή ἡ Χάρη της, βέβαια ἐγώ φοβόμουν καί ἔλεγα: “Νά μήν παρουσιαστῆς μπρο-στά μου σάν γυναῖκα ὅπως εἶσαι, ἀλλά νά ᾽δῶ τήν σκιά σου”. Πολλές φορές ὅμως, ἦταν ζωντανή ἡ Χάρη της. Ἔλειπε ἀπό τήν εἰκόνα ὅταν περάσαμε μέ τούς Γερμανούς, καί ἐγώ νόμιζα ὁ καϋμένος πώς ἤτανε ἐκεῖ ἀπ᾽ ἔξω καί τήν εἶδα, λοιπόν, μία γυναῖκα μαυροφόρα μέρα μεσημέρι καί ἔλεγα: “Φαί-νεται ἡ ἁγία Παρασκευή τό βράδυ ξέχασε νά πλύνη τό πιάτο της πού ἔφαγε καί τό λαμπογυάλι της, μέ συγχωρεῖτε, καί τό καντήλι της καί τώρα τά πλένει ἐκεῖ πέρα”, ποῦ νά ἤξερα ἐγώ ὅτι οἱ Ἅγιοι δέν τρῶνε καί δέν πλένουν ποτήρια καί πιάτα, λοιπόν, καί ἀμέσως σηκώθηκα καί ἔφυγα, προσκύνησα καί λέω: “Ἁγία μου Παρασκευή, φεύγω τώρα γιατί μέ παίρνουν οἱ Γερμανοί, ἔλα μαζί μου νά μέ βοηθήσης”.
»Πήγαμε σέ ἕνα αὐτοκίνητο μέσα. Ἐγώ οὔτε αὐτοκίνητο δέν ἤξερα καλά–καλά τί ἤτανε, τό αὐτοκίνητο 27 χρονῶν τό εἶδα. Ὅταν μᾶς πῆγαν ἐκεῖ βοήθησε ἡ Χάρη τῆς ἁγίας Παρασκευῆς μέ τήν προσευχή. Ἡ προσευχή ἔχει μεγάλη δύναμη καί μέ βοήθησε ἡ Ἁγία καί ἀπό τούς Γερμανούς γλύτωσα, ἀπό τούς Ἰταλούς γλύτωσα, ἀπό τούς ἀντάρτες γλύτωσα, ἀπό τούς Τούρκους γλύτωσα, … τώρα εἶμαι στό Μοναστηράκι τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ. Τώρα ὅ,τι καί νά μέ κάνουν, νά μέ σφάξουν, ὅ,τι καί νά μέ κάνουν θά πάω κοντά στόν Χριστό. Μόνο νά μᾶς φωτίζη ὁ Θεός νά ἔχουμε τήν πίστη μας, νά ἔχουμε τήν ὁμολογία μας στόν Χριστό καί νά μᾶς βοηθᾶ πάντοτε ἡ Χάρις Του»
ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ από το Βιβλίο “Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ–ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ–ΜΑΡΤΥΡΙΕ
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ – ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ «ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ» σελ. 24-28
Δείτε ΕΔΩ τις σχετικές με το βιβλίο αναρτήσεις