ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει συχνὰ καὶ ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν σὲ ἄλλες θρησκεῖες, νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια, μὲ σκοπὸ πάντα τὴ σωτηρία τους. Μέσα στὸ αγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπάρχουν πολλοὶ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔλαμψε στὴν ψυχή τους τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁδηγήθηκαν στὴ σωτηρία καὶ στὴ θέωση, μὲ τὴν ἔνταξή τους στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν μουσουλμᾶνοι. Κλασσικὴ περίπτωση εἶναι αὐτὴ τοῦ ἁγίου Αχμέτ τοῦ ἐξ Ἀγαρηνῶν, ὁ ὁποῖος μεταστράφηκε θαυματουργικὰ στὸ Χριστὸ καὶ μαρτύρησε γιὰ τὴ μεταστροφή του, κατατασσόμενος στὴ χορεία τῶν Νεομαρτύρων.
Ὁ Αχμέτ ἔζησε τὸν 17ο αἰῶνα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατεῖχε ὑψηλὸ κρατικὸ ἀξίωμα. Ὑπηρετοῦσε ὡς δεύτερος καλλιγράφος στὴ γραμματεία τοῦ σουλτάνου. Ἡ θέση του τοῦ ἐξασφάλισε μιὰ ἄκρως προνομιακὴ θέση, ἡ ὁποία τὸν κατέτασσε στοὺς εὐγενεῖς καὶ σπουδαίους κατοίκους τῆς πρωτεύουσας του ὀθωμανικοῦ κράτους. Ἀπολάμβανε τιμὲς καὶ πλούτη καὶ ἔχαιρε σεβασμοῦ καὶ ὑπολήψεως. Ἦταν δὲ πιστὸς μουσουλμᾶνος, ὁ ὁποῖος τηροῦσε ὅλες τὶς θρησκευτικὲς ἐπιταγὲς τοῦ Ἰσλάμ.
Ἦταν ἄγαμος, ἀλλὰ συζοῦσε μὲ μιὰ ὄμορφη καὶ πιστὴ Ρωσίδα χριστιανὴ ὀρθόδοξη παλλακίδα, μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς δοῦλες του, οἱ ὁποῖες εἶχαν συλληφθεῖ σκλάβες κατὰ τὸν Ἅ’ ρωσοτουρκικό πόλεμο (1682-1725) καὶ μοιράστηκαν στοὺς ἀξιωματούχους Ὀθωμανούς. Αὐτὸ τὸ ἐπιτρέπει ὁ μουσουλμανικὸς νόμος, διότι προβλέπεται ἀπὸ τὸ Κοράνιο, νὰ σκλαβώνονται οἱ γυναῖκες τῶν ἐχθρῶν καὶ νὰ κλείνονται, ὡς ἐρωτικές, καὶ ἄλλου εἴδους, σκλάβες, στὰ χαρέμια τῶν νικητῶν μουσουλμάνων. Θεωρεῖται κάτι σὰν δῶρο ἀπὸ τὸν Ἀλλὰχ σ’ αὐτούς, γιὰ τὴ συμμετοχή τους στὸν πόλεμο κατὰ τῶν «ἀπίστων». Μιὰ γραῖα, ἀπὸ τὶς σκλάβες του, ἐπίσης Ρωσίδα, συνήθιζε νὰ πηγαίνει τὶς μεγάλες γιορτὲς στὴν ἐκκλησία. Προφανῶς λόγῳ τῆς ἡλικίας της δὲν τῆς αρνιόταν αὐτῇ της τὴν ἐπιθυμία. Ἡ παλλακίδα γυναῖκα του δὲν ἐκδήλωνε, λόγῳ φόβου, τὴν πίστη της καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ζητοῦσε νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ ἐκκλησιάζεται καὶ νὰ ἐκδηλώνει δημόσια τὴν χριστιανική της ἰδιότητα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως συμπεριφέρονταν στὶς σκλάβες του καὶ στὴν παλλακίδα του σχετικὰ καλά.
Ἡ χριστιανὴ γραῖα σκλάβα ἔφερνε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κρυφὰ ἀντίδωρο στὴν χριστιανικὴ παλλακίδα, ἡ ὁποία τὸ ἔπαιρνε στὰ χέρια της καὶ τὸ ἔτρωγε μὲ μεγάλη εὐλάβεια. Ἐπίσης συχνὰ τῆς ἔφερνε καὶ ἁγιασμό. Κάποια, ἀπὸ αὐτὲς τὶς μέρες, ὁ Αχμέτ πλησίασε τὴν παλλακίδα καὶ αἰσθάνθηκε μιὰ ὑπέροχη γλυκιὰ εὐωδία νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα της. Γεμᾶτος ἀπορία τὴ ρώτησε τί ἀρωματικὸ φαγητὸ εἶχε φάει καὶ μοσχοβολοῦσε τὸ στόμα της. Ἐκείνη φοβούμενη, αρνιόταν νὰ τοῦ φανερώσει ὅτι τρώει κρυφὰ τὸ ἀντίδωρο, ποὺ τῆς φέρνει ἡ γραῖα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Ἐκεῖνος, γεμᾶτος περιέργεια ἐπέμεινε καὶ ἐκείνῃ ἀναγκάστηκε νὰ τοῦ ὁμολογήσει ὅτι τὸ μόνο ποὺ εἶχε φάει ἦταν τὸ ἁγιασμένο ψωμί, ποὺ τῆς ἔδωσε ἡ ἡλικιωμένη χριστιανὴ σκλάβα.
Ὁ Αχμέτ ἀπόρησε καὶ ταυτόχρονα ἄρχισαν νὰ στριφογυρίζουν στὸ μυαλό του διάφορα ἐρωτήματα. Πὼς εἶναι δυνατὸν πιστοὶ μιᾶς ψεύτικης θρησκείας, εἰδωλολατρικῆς, ὅπως θεωροῦν τὸν Χριστιανισμὸ οἱ μουσουλμᾶνοι, νὰ προκαλεῖ αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ καὶ ἀνεξήγητο φαινόμενο. Ζήτησε ἀπὸ τὴ γραῖα νὰ τοῦ ἐξηγήσει τί εἶναι αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο ψωμί.
Ἡ γριά του ἔδωσε κάποιες διευκρινήσεις, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἤθελε νὰ πάει νὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του τὴν τελετουργία στὴν ἐκκλησία. Ἐδῶ προφανῶς ἄρχισε νὰ τὸν ἐπισκέπτεται ἡ θεία χάρις, ἡ ὁποία τὸν ὁδηγοῦσε στὴ μεταστροφή του. Ἀποφάσισε κάποια Κυριακὴ νὰ μεταβεῖ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς Πόλης. Πέταξε τὰ τουρκικὰ ἐνδύματα, ντύθηκε σὰν ρωμηός καὶ πῆγε στὸ ναὸ τοῦ Πατριαρχείου νὰ παρακολουθήσει κρυφὰ τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ.
Μόλις εἰσῆλθε στὸ ναὸ ἔνοιωσε μιὰ ἀνεξήγητη χαρά. Παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ κάθε στιγμὴ τῆς θείας ἱερουργίας. Ἀλλὰ τὴν ὥρα τῆς Μεγάλης Εἰσόδου συνέβη ἕνα ἀπροσδόκητο καὶ θαυμαστὸ φαινόμενο. Ἔβλεπε τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος μετέφερε τὰ Τίμα Δῶρα, νὰ μὴν πατᾶ στὴ γῆ καὶ νὰ λάμπει ὁλόκληρος! Στὴ συνέχεια ὅταν ὁ Πατριάρχης εὐλογοῦσε τὸ λαό, διέκρινε νὰ ξεπετάγονται ἀπὸ τὰ χέρια του φωτεινὲς ἀκτῖνες, οἱ ὁποῖες κατευθύνονταν στὰ κεφάλια τῶν πιστῶν. Ὅμως καμιὰ ἀχτίδα δὲν ἐρχόταν στὸ κεφάλι τὸ δικό του! Κατάλαβε πὼς αὐτὸ τὸ φῶς ἦταν θεϊκὸ καὶ πὼς ὁ ἴδιος το στερούταν, προφανῶς ἐξαιτίας τῇς πίστης του.
Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τον συντάραξε. Κατάλαβε τὴν ἴδια στιγμὴ ὅτι ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν ἦταν ἀληθινὴ πίστη καὶ πὼς ὁ ἴδιος βρισκόταν στὴν πλάνη. Ἀμέσως ἀναλύθηκε σὲ δάκρυα καὶ πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ γίνει χριστιανός. Γύρισε στὸ σπίτι του ἀλλαγμένος. Ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ χῶρο τῆς ἐργασίας του στὸ Σαράϊ. Ἄρχισε νὰ μιλάει ἀνοικτά, μπροστὰ στοὺς συναδέλφους του, μὲ κολακευτικὰ λόγια γιὰ τοὺς χριστιανοὺς καὶ νὰ ἐξυψώνει τὴν πίστη τους. Συχνὰ ἔκανε συγκρίσεις μὲ τὸ Ἰσλάμ, ἐξαίροντας τὸν Χριστιανισμὸ καὶ στηλιτεύοντας τὶς ἀδυναμίες τοῦ μουσουλμανισμοῦ.
Οἱ συνάδελφοί του παραξενεύτηκαν γιὰ τὰ ὅσα περίεργα ἄκουγαν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Αχμέτ καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ὑποψιάζονται γιὰ ἐξωμότη. Ὁ τρίτος καλλιγράφος, ὁ ὁποῖος ἐποφθαλμιοῦσε τὴ θέση του ἔτρεξε καὶ τὸν ἀνάφερε στὸν ἀρχιγραμματέα, ὅτι βλασφημεῖ τὸ Ἰσλάμ. Ἀμέσως ἐκεῖνος τὸν κατάγγειλε στὶς ἀνακριτικὲς ἀρχές, οἱ ὁποῖες καὶ ἔδωσαν ἐντολὴ νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ δικαστήριο. Δέσμιος ὁδηγήθηκε στὸν τοῦρκο δικαστῆ, ὅπου ὁμολόγησε τὴν μεταστροφή του στὴν χριστιανικὴ πίστη. Μάλιστα ὁμολόγησε καὶ τὸν θαυματουργικὸ τρόπο τῆς μεταστροφῆς του, εὐχόμενος στοὺς δικαστὲς καὶ στὸ ἀκροατήριο νὰ ἀξιωθοῦν καὶ αὐτοὶ μιᾶς τέτοιας θαυματουργικῆς μεταστροφῆς στὴ ἀληθινὴ πίστη. Νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἀπατηλὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό, τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Ὅπως ἦταν φυσικὸ ἡ θαρραλέα αὐτὴ ὁμολογία του προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ δικαστῆ. Διέταξε νὰ τὸν κλείσουν στὴ φυλακή, μαζὶ μὲ τοὺς ποινικοὺς κρατούμενους καὶ νὰ τὸν ἀφήσουν νηστικὸ καὶ διψασμένο γιὰ μιὰ ἑβδομάδα. Ὁ Αχμέτ δέχτηκε τὴ φυλάκισή του καὶ τὸ μαρτύριο τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας μὲ εὐχαρίστηση. Στὴ φυλακὴ μέρα καὶ νύχτα προσευχόταν στὸ Χριστὸ νὰ τὸν φωτίσει καὶ νὰ τὸν στηρίξει στὰ μελλοντικὰ δεινὰ ποὺ τὸν περίμεναν.
Κατόπιν τὸν παρουσίασαν καὶ πάλι στὸ δικαστήριο, ὅπου ὁ δικαστὴς περίμενε νὰ ἔχει μετανιώσει καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὸ Ἰσλάμ. Ἐκεῖνος ἄρχισε ξανὰ νὰ ὁμολογεῖ καὶ πάλι μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Ὅταν ὁ δικαστής τον ρώτησε, ἂν ἡ πείνα καὶ δίψα τον συνέτισαν, ἐκεῖνος ἀπάντησε πὼς ἡ νηστεία στὴ φυλακή τον βοήθησε νὰ ἐξαγνιστεῖ καὶ νὰ τοῦ ἀποκαλυφθοῦν τὰ μυστήρια τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Πώς, αὐτὴ ἡ κακοπάθεια τοῦ στερέωσε περισσότερο τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Πώς, εὐκολότερο θὰ ἦταν γι’ αὐτὸν νὰ ζυμώσει πέτρες καὶ σίδερα μὲ τὰ χέρια του, παρὰ νὰ τοῦ ἀλλάξει τὴ νέα του πίστη!
Ὁ δικαστής, γεμᾶτος θυμὸ καὶ ὀργή, τὸν ἔστειλε στὸ σουλτᾶνο νὰ ἀποφανθεῖ γι’ αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ὁ Μάρτυρας τὴν ἴδια στάση κράτησε. Ὁμολόγησε τὸ Χριστό, παρὰ τὶς ἀπειλὲς τοῦ μεγάλου καὶ φοβεροῦ ἡγεμόνα. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ θανατωθεῖ δια ἀποκεφαλισμοῦ. Ὁ ἡρωικὸς ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ ἄκουσε μὲ πρωτοφανῆ ἠρεμία τὴν ἀπόφαση καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὴ ταραχή. Μιὰ γλυκιὰ ἱλαρότητα ζωγραφίστηκε στὸ ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. Οἱ δήμιοι τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἐκεῖνος, τοὺς ακολουθούσε, γεμᾶτος χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, φωνάζοντας μὲ ὅλη του τὴ δύναμη, ὅτι βαδίζει στὴ βάπτισή του στὸ αἷμα του, ποὺ θὰ χυθεῖ γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ πὼς ὀνομάζεται πλέον Χριστόδουλος καὶ ὄχι Αχμέτ! Ὅτι πιὰ ἀξιώνεται νὰ γίνει ταπεινὸς δοῦλος τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ. Ἀποκεφαλίστηκε στὶς 3 Μαΐου 1682, ἐν μέσῳ ἀγρίων κραυγῶν, ἀναθεματισμῶν καὶ καταρῶν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν φανατικῶν μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι πῆγαν νὰ δοῦν τὴν ἐκτέλεση τοῦ «ἐξωμότη». Οἱ δήμιοι πέταξαν τὸ σῶμα του στὴ ἀκτὴ καὶ ἔδωσαν διαταγὴ νὰ μήν το θάψουν. Ἕνα ὑπερκόσμιο φῶς τὸ ἔλουζε γιὰ πολλὲς ἡμέρες!
Ἑορτάζει στὶς 24 Δεκεμβρίου ἑκάστου έτους.