Eις τον Tρόφιμον και Δορυμέδοντα.
Πνέοντες ἓν Τρόφιμε καὶ Δορυμέδον,
Ἓν ἐκ ξίφους δέχεσθε καὶ βίου τέλος.
Eις τον Σαββάτιον.
Ξεσθεὶς σιδηροῖς Σαββάτιος ὀξέσιν,
Εἰς σαββατισμὸν θεῖον ὡς Μάρτυς φθάνει.
Ἐννεαδεκάτῃ Τρόφιμον τάμον, ἠδὲ συνάθλους.
Και οι τρεις, μαρτύρησαν επί βασιλέως Πρόβου και διοικητού Αντιοχείας Ηλιοδώρου (278 μ.Χ.). Όταν λοιπόν ο Τρόφιμος με το Σαββάτιο βρέθηκαν στην Αντιόχεια και είδαν τα πολυποίκιλα αμαρτωλά όργια που γίνονταν προς τιμήν του Απόλλωνα, δε συγκρατήθηκαν και αποδοκίμασαν δημόσια την αμαρτωλή αυτή παραφροσύνη. Βέβαια, γρήγορα συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο δικαστήριο. Θαρραλέα δήλωσαν πως είναι χριστιανοί. Τότε ο ηγεμόνας Ηλιόδωρος διέταξε και τους μαστίγωσαν ανελέητα. Τόσο, που οι σάρκες τους κόβονταν κομμάτια. Εκεί ο Σαββάτιος άφησε την τελευταία του πνοή. Ο δε Τρόφιμος οδηγήθηκε σε άλλο σκληρότερο ηγεμόνα, το Διονύσιο Περώννιο. Αυτός, αφού τον έγδαρε με σιδερένια νύχια, μισοπεθαμένο τον έριξε στη φυλακή. Εκεί τον επισκέφθηκε κάποιος, βουλευτής, ο Δορυμέδων, που είδε το μαρτύριό του και στερεώθηκε στην πίστη του Χρίστου. Όταν το έμαθε αυτό ο ηγεμόνας, βασάνισε σκληρά το Δορυμέδοντα. Έπειτα, έριξε και τους δύο τροφή στα θηρία, μέσα στο αμφιθέατρο. Αλλά η πεινασμένη αρκούδα και η αιμοβόρα λεοπάρδαλη στάθηκαν στα πόδια τους σαν ήμερα αρνιά. Το ίδιο και το αγριεμένο λιοντάρι που ελευθέρωσαν αργότερα. Όταν λοιπόν είδαν ότι δεν τους άγγιξαν τα θηρία, αμέσως οι δήμιοι τους αποκεφάλισαν.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἀκαθαίρετον, Τριάδος δύναμιν, ἀνθηφορήσαντες, Μάρτυρες ἔνδοξοι, ἐναπετέματε στερρῶς, τὴν ἄκανθαν τῆς ἀπάτης, Τρόφιμε μακάριε, Ἐκκλησίας ἐντρύφημα, Σαββάτιε πάνσοφε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, καὶ δόξα εὐσεβῶν Δορυμέδον ὅθεν ὑμᾶς ἀνευφημοῦμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ὡς ἀπαρχὰς.
Ὡς ἀθλητῶν ἑδραίωμα, καὶ εὐσεβείας ἔρεισμα, ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ καὶ γεραίρει σου, τὴν φωτοφόρον ἄθλησιν· παναοίδιμε μάκαρ, ἀθλητὰ γενναιόφρον, ἔνδοξε Τρόφιμε, σὺν τοῖς συνάθλοις σου, ἱλασμὸν τοῖς ὑμνοῦσί σε αἴτησαι, ὡς ἀήττητος.
Ὁ Οἶκος
Τῶν Ἁγίων Μαρτυρων τὰ ἔπαθλα, οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις ἐθαύμασαν, ὅτι σῶμα θνητὸν περικείμενοι, ἀσωμάτους ἐχθροὺς ἐτροπώσαντο, Σταυροῦ τῇ ἰσχὺϊ κρατυνόμενοι· ὅθεν μακαρίζονται εἰς αἰῶνας, ἱλασμὸν τῶν πταισμάτων αἰτούμενοι ὑπὲρ πάντων ἡμῶν· καὶ γὰρ τιμῶνται αὐτοί, ὡς ἀήττητοι.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Βασάνων ἀνδρικῶς, ὑπομείναντες πόνους, τὴν ἄπονον ζωήν, ἐκομίσασθε ἅμα, Δορυμέδον καὶ Τρόφιμε, καὶ Σαββάτιε πάνσοφε· ὅθεν σήμερον, ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἑορτάζουσα, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, ἐνθέως ἀγάλλεται.