ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ουδέποτε έλειψαν από την Εκκλησία μας οι άγιοι και αυτό είναι το μόνιμο θαύμα στη δισχιλιόχρονη ιστορική Της πορεία. Οι άγιοι, άνδρες και γυναίκες, είναι τα ορατά σημεία της λυτρωτικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο αναγεννά τους ανθρώπους και τους καθιστά θεοειδείς υπάρξεις, εικόνες καθαρές του Τριαδικού Θεού, κατά χάριν θεουμένους.
Μια τέτοια καθαρή εικόνα του Θεού και αγιασμένος άνθρωπος υπήρξε και ο νεοφανής άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός. Γεννήθηκε το 1846 στη Σηλυβρία της Θράκης από πολυμελή και ευσεβή οικογένεια. Ονομάζονταν Αναστάσιος Κεφαλάς. Εξ αιτίας της φτώχειας, σε ηλικία 13 ετών βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για εργασία. Εργαζόταν σε συσκευαστήριο καπνού, όπου ο εργοδότης του τον εκμεταλλεύονταν και τον ξυλοκοπούσε. Αυτός υπόμεινε τις προσβολές χωρίς διαμαρτυρίες. Μάλιστα στις συσκευασίες του καπνού φρόντιζε να βάζει χαρτάκια με ρητά από το Ευαγγέλιο. Κάποια μέρα που τον ξυλοκοπούσε ο εργοδότης του τον είδε ένας έμπορος, το λυπήθηκε και τον πήρε στο επιπλοποιείο του. Του άφησε χρόνο ελεύθερο να πηγαίνει στο σχολείο και στην Εκκλησία. Εργάστηκε στον καλό εκείνο εργοδότη επτά χρόνια και τέλειωσε το σχολείο.
Σε ηλικία είκοσι ετών πήγε στη Χίο να εργαστεί ως δάσκαλος για δέκα χρόνια. Εκεί αποφάσισε να γίνει μοναχός. Στα 1877 χειροτονήθηκε διάκονος και πήρε το όνομα Νεκτάριος. Τον ίδιο χρόνο ήρθε στην Αθήνα για τη συνέχιση των σπουδών του. Κατόπιν βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια να υπηρετήσει κοντά στον Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος εντυπωσιάσθηκε από την προσωπικότητα του νεαρού διακόνου. Τον έστειλε ξανά στην Αθήνα να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Νεκτάριος διέπρεψε και πρώτευσε. Το 1885 αναχώρησε ξανά για την Αλεξάνδρεια, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και του ανατέθηκαν καθήκοντα πατριαρχικού γραμματέα και ιεροκήρυκα, ο οποίος αναδείχτηκε δεινός ρήτορας. Το 1889 εκλέχτηκε επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης.
Η ραγδαία άνοδος και η μεγάλη ποιμαντική και κοινωνική δράση του Νεκταρίου θορύβησε τους άλλους επισκόπους, οι οποίοι τον θεώρησαν απειλή για τις φιλοδοξίες τους να διαδεχτούν τον υπέργηρο Σωφρόνιο στο θρόνο του. Διέδωσαν φρικτές συκοφαντίες εναντίον, φροντίζοντας να φτάσουν ως τον Πατριάρχη. Παύτηκε από τα καθήκοντά του χωρίς απολογία. Συγχωρώντας τους συκοφάντες του, αναχώρησε για την Αθήνα. Αλλά και εκεί δε βρήκε ηρεμία, διότι φρόντισαν να φτάσουν ως εκεί οι συκοφαντίες τους, ώστε να μη γίνεται πουθενά δεκτός για εργασία. Του παρακρατούσαν επίσης και τους μισθούς του και ως εκ τούτου βίωνε έσχατη πενία! Δε μπορούσε να πληρώνει το ενοίκιο ενός μικρού δωματίου και δεν είχε χρήματα να τραφεί! Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών, παρά τη συμπάθεια προς αυτόν, αδυνατούσε να τον βοηθήσει, λόγω των πιέσεων που δέχονταν από τους συκοφάντες του.
Ύστερα από καιρό κατόρθωσε να διοριστεί ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα, αλλά οι άσπονδοι εχθροί του, έστελναν ανθρώπους να τον αποδοκιμάζουν κάτω από τον άμβωνα!
Το 1891, δύο χρόνια μετά, η μία μετά οι συκοφαντίες εναντίον του κατέρρευσαν, αποκαλύφτηκαν οι ραδιούργοι συκοφάντες του και απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες. Ο επίσκοπος Χαλκίδος και ο λαός της περιοχής πληροφορήθηκαν με ανακούφιση την είδηση και άρχισαν να αποθεώνουν τον ιεροκήρυκά τους. Κήρυττε πια ελεύθερος από τα στίγματα του παρελθόντος. Η φήμη του ξεπέρασε την Εύβοια και έφτασε στην Αθήνα.
Το 1894 διορίστηκε διευθυντής της Ριζαρίου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα. Το έργο του στην ονομαστή σχολή υπήρξε μεγάλο και πρωτοπόρο. Κυρίως επικεντρώθηκε στον ορθόδοξο τρόπο σκέψης, διότι είναι η εποχή που η δυτική θεολογία διεισδύει επικίνδυνα στον ελληνικό χώρο. Επιδεικνύει απίστευτα δείγματα λαμπρού παραδείγματος στους σπουδαστές και στους εργαζομένους. Εργαζόταν, δίδασκε, μελετούσε, έγραφε και προσευχόταν ώρες ατέλειωτες. Οι σπουδαστές και οι εργαζόμενοι τον υπεραγαπούσαν. Η δράση του εκτείνονταν και εκτός της σχολής. Χιλιάδες άνθρωποι ευεργετούνταν ποικιλότροπα από αυτόν. Υπηρέτησε στη σχολή 14 έτη, ως το 1908, όπου και παραιτήθηκε για λόγους υγείας.
Αποσύρθηκε στην Αίγινα, σε ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι στη θέση Ξάντο, με τέσσερις γυναίκες – πνευματικά του παιδιά από την Αθήνα. Εκεί με άσκηση, προσευχή και νηστεία ικανοποιεί την παλιά του επιθυμία να ζήσει ως μοναχός. Ταυτόχρονα αρχίζουν τα σημάδια της αγιότητάς του. Θεράπευσε έναν ντόπιο δαιμονισμένο και με τις δεήσεις του έβρεξε, ύστερα από τρία χρόνια ανομβρίας στο νησί. Η φήμη του μεγάλωνε, πλήθη από όλη την Ελλάδα έτρεχαν στην Αίγινα. Με την προσωπική του εργασία μεγάλωσε τους χώρους της Μονής και παράλληλα φρόντισε για τη νομική αναγνώρισή της. Όμως ο τότε μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνούνταν να την αναγνωρίσει και δεν αναγνωρίστηκε όσο ζούσε ο Νεκτάριος. Αλλά έρχεται και νέα δοκιμασία για το Νεκτάριο. Μητέρα μιας από τις μοναχές τον κατηγόρησε για ανηθικότητα. Ευτυχώς κατάρρευσε και αυτή η συκοφαντία.
Η υγεία του όμως επιδεινώνονταν συνεχώς. Οι περιπέτειες της πολυκύμαντης ζωής του του επιφύλασσαν ένα επίπονο τέλος της ζωής του. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διαγνώστηκε καρκίνος του προστάτη. Κοιμήθηκε, λίγες ημέρες μετά, στις 9 Νοεμβρίου.
Η αγιότητά του δεν άργησε να φανεί. Το τίμιο σκήνωμά του έμεινε άφθορο για 30 χρόνια, παρά τις 3 εκταφές του. Άπειρα θαύματα άρχισαν να επιτελούνται και συνεχίζουν ως τα σήμερα στο όνομά του. Στις 20 Απριλίου του 1961 έγινε η αγιοκατάταξή του και ορίστηκε η μνήμη του να εορτάζεται την ημέρα της οσιακής του κοίμησης, στις 9 Νοεμβρίου.
Ο πολύπαθος άγιος Νεκτάριος, διακρίνεται και ως ένας από τους μεγαλύτερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και θεολόγους των νεωτέρων χρόνων. Τα έργα του αποπνέουν άρωμα Ορθοδοξίας και αγιότητας, τα οποία συνέγραφε ταυτόχρονα με τους άδικους διωγμούς, τις θλίψεις και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε! Το μελάνι με το οποίο είναι γραμμένα είναι ανακατεμένο με τα δάκρυα του άδικου πάθους του ολόκληρης της ζωής του!