Ὁ ἀκτήμων γερο-Φιλάρετος Καρουλιώτης

Ἦταν τότε στὸν Ἅγιο Πέτρο ἕνας Γέροντας ποὺ πήγαινε καὶ ἐργαζόταν στὴ συλλογὴ τῶν φουντουκιῶν. Παρακάλεσε τὸν γερο-Φιλάρετο γιὰ ἕνα διάστηµα νὰ µείνει νὰ φυλάει τὸ κελί του. Πῆγε, κάθησε δυό-τρεῖς µῆνες, ἀλλὰ δὲν ἀναπαυόταν καὶ γύρισε στὰ Καρούλια. Ὅµως ὁ Γέροντας τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ ζητοῦσε ἐνοίκιο γιὰ τοὺς µῆνες ποὺ κάθησε ἐκεῖ, ἂν καὶ δὲν εἶχαν συµφωνήσει γιὰ ἐνοίκιο.

Ὁ γερο-Φιλάρετος δὲν εἶχε νὰ πληρώσει, γι’ αὐτὸ στενοχωριόταν καὶ πίστευε ὅτι φταίει ὁ ἴδιος. Ὅποιον συναντοῦσε στὸν δρόµο τοῦ ἔβαζε… µετάνοια λέγοντας: «Εὐλόγησον, συγχώρησέ µε. Ἔχασα τὰ χρόνια τῆς καλογερικῆς µου, διότι δὲν πληρώνω τὸ ἐνοίκιο ποὺ χρωστάω».

Τελικά, ὅταν τὸ ἔµαθαν οἱ ἄλλοι πατέρες, ἔκαναν παρατήρηση στὸν Γέροντα ποὺ ζητοῦσε ἐνοίκιο ἀπὸ τὸν ἀκτήµονα γερο-Φιλάρετο καὶ ἐκεῖνος σταµάτησε τὶς ἐνοχλήσεις πρὸς τὸν ἀνεύθυνο θαυµαστὸ γέροντα Φιλάρετο.

Εἶχε γνήσια µετάνοια καὶ αὐτοµεµψία. Ἦταν πολὺ ἤρεµος, δὲν θύµωνε ποτὲ καὶ µὲ κανέναν.

Ὁ γερο-Γερόντιος τῶν Δανιηλαίων κάποια φορὰ ποὺ πῆγε στὸ κελί τους καὶ ἦταν ἀνυπόδητος, ὡς συνήθως, τὸν παρατήρησε αὐστηρὰ λέγοντάς του:

«Ἄλλη φορὰ νὰ µὴν ἔρχεσαι ξυπόλυτος, ἀλλὰ νὰ φορᾶς παντόφλες. Εἶσαι ὑποκριτὴς καὶ παριστάνεις τὸν Ἅγιο».

Μπροστὰ στοὺς προσκυνητὲς καὶ στὰ νέα καλογέρια δέχθηκε ἀτάραχος τὶς παρατηρήσεις. Ἔβαλε µετάνοια ἐπαναλαµβάνοντας: «Νὰ µὲ συγχωρήσεις».

Τὴν ἄλλη µέρα ποὺ πῆγε στοὺς Δανιηλαίους, φοροῦσε παντόφλες, τὶς ὁποῖες ἔβγαζε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, καὶ θαύµασαν τὴν ταπείνωσή του.

Ὁ γερο-Γερόντιος τοῦ ἐξήγησε ὅτι αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ νὰ µάθουν τὰ καλογέρια τὴν αὐτοµεµψία καὶ τὴν ταπείνωση, νὰ λέγουν “εὐλόγησον”, καὶ αὐτὸς ἂς βαδίζει ὅπως θέλει.

Σὲ ἑορτὲς συγκεντρώνονταν οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητὲς σὲ ἕνα καλύβι µὲ Ἐκκλησάκι, διάβαζαν τὴν ἀκολουθία, ἔψελναν τὴν παράκληση καὶ ὅταν δὲν εἶχαν παπά, διάβαζαν καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔβαζαν τὸν γερο-Φιλάρετο ὡς ἐγγράµµατο νὰ διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ αὐτὸς τὸ διάβαζε ἐµµελῶς, ὅπως οἱ ἱερεῖς. Κάποιος Γέροντας τοῦ ἔκανε παρατήρηση ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸ διαβάζει ἔτσι, γιατὶ δὲν εἶναι παπάς. Εἶπε «εὐλόγησον», ἀλλὰ καὶ τὴν ἄλλη φορὰ πάλι παρασύρθηκε ἀπὸ τὸν πόθο του καὶ τὸ διάβασε µὲ µελωδία. Δὲν τὸ διάβαζε γιὰ ἐπίδειξη ἀλλά ἀπὸ ἁπλότητα καὶ εὐλαβικὴ διάθεση, σὰν προσφορὰ ψαλµωδίας. Στὴν τράπεζα τοῦ ἔκαναν δηµόσια παρατήρηση καὶ ἐκεῖνος ἔβαλε µετάνοια σὲ ὅλους λέγοντας:

«Εὐλογεῖτε, πατέρες, ἔχασα τὰ χρόνια τῆς καλογερικῆς µου. Πάλι διάβασα µελωδικά».

Ὅταν ἡ συνοδεία τοῦ γέροντος Γερασίµου τοῦ Ὑµνογράφου ἄρχισε νὰ κτίζει τὴν Ἐκκλησία στὸ σπήλαιο τῶν Ἁγίων Πατέρων, µερικοὶ πατέρες τῆς Σκήτεως, φοβούµενοι µήπως δὲν καταφέρουν νὰ τὴν τελειώσουν, ἔλεγαν ὅτι ἦταν καλύτερα νὰ µὴν τὴν ἄρχιζαν.

Οἱ Γέροντες τὰ ἄκουγαν αὐτὰ καὶ στενοχωροῦντο. Τότε κάποια µέρα τοὺς ἐπισκέφθηκε ὁ γερο- Φιλάρετος καὶ τοὺς εἶπε: «Πατέρες, τὸ ἔργο αὐτὸ εἶναι θεάρεστο. Εἶδα τὸν ἅγιο Διονύσιο πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο νὰ τὸ εὐλογεῖ καὶ µοῦ εἶπε ὅτι τὴν Ἐκκλησία τοῦ σπηλαίου θὰ τὴ φυλάγει ὁ ἴδιος καὶ θὰ διατηρηθεῖ ἕως συντελείας τοῦ κόσµου».

Ἔκτοτε πήγαινε τὶς νύχτες κρυφὰ στὸ σπήλαιο καὶ προσευχόταν.

Ὁ γερο-Φιλάρετος ἀσθένησε γιὰ ἕνα µήνα. Πονοῦσε τὸ στοµάχι του καὶ δὲν δεχόταν τροφή. Προαισθάνθηκε τὸ τέλος του καὶ ἑτοιµάστηκε.

Ἀ π ο χ α ι ρ έ τ η σ ε καὶ συγχωρέθηκε µὲ τοὺς γειτόνους του, καὶ µόνος του, χωρὶς ἄνθρωπο κοντά του, παρέδωσε τὸ πνεῦµα του εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος τὸ ἔτος 1956 σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν.

Τὸν βρῆκαν κεκοιµηµένον µὲ σταυρωµένα τὰ χέρια οἱ πατέρες καὶ τὸν ἔθαψαν στὸν τάφο ποὺ εἶχε προετοιµάσει.

Στὸ κελί του βρῆκαν µία σκάφη, µὲ τὴν ὁποίαν ἔπλενε τὰ ροῦχα του στὴ θάλασσα, µία κουβέρτα καὶ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου.

Ὁ γείτονάς του γερο-Γαβριὴλ ὁ Καρουλιώτης, µετὰ τὴν ἀνακοµιδή, φύλαγε τὰ λείψανά του µαζὶ µὲ τὰ λείψανα τοῦ Γέροντός του Σεραφεὶµ σὲ µία σπηλιά. Ἡ κάρα του εἶναι κατακίτρινη.

Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουµε. Ἀµήν.

 Ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ἁγιορείτικη παράδοση.